ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ
Περιηγητής που πέρασε πατώντας
τον καιρό σου και το χώμα
στα σκοτεινά τα χρόνια του μεσαίωνα
βιάστηκε το χαρτί να ενοχλήσει και τις λέξεις
στα γράμματα λειψός ο αγύρτης
σαν τους συνέδρους της Μελβούρνης
άσχημες τις είδε τις γυναίκες
του νησιού μαντήλες τυλιγμένες
μαύρες ποδίνες και σαγιές
κούζες στους ώμους με νερά
μωρά κοπέλλια και κλαδιά
μ' ανθούς και κλωνιτάρια
σκυφτές οι ζωγραφιές του Διαμαντή
στον λίβα τα δρεπάνια τους να στρίβουν
της Μεσαρκάς που σκάει ο τζίτζικας σαν ρόδι
όχι στη βράση του χορού
στη μέση του χωριού ν' αστράφτουν.
( Υστερα που γύρισε στο σπίτι απ' την πορεία
άκουσα την πατρίδα μου να κλαίει
γυναίκα που της στέρησαν τον άντρα.)
Και μια στιγμή πως σ' είχα στο πλευρό μου
εθάρησα, καταχτημένη, γυναίκα άσπιλη κι ωραία
όμως ξυπνώντας πήρες δρόμο λυπημένη
σαν το πουλί πετώντας είχες φύγει
ήρθες μακριά στο Νότο.
Ωραία γυναίκα, μεστωμένη
στην ομορφιά του Μόρφου ζυμωμένη
αξόδευτη. Στο χρόνο κρατημένη
με δύναμη. Σαν πολυκύμαντη
οργή του σκοτεινού πελάγου
στο χώμα που σου πήραν τα θηρία
περπάτησες ξανά τρικυμισμένη.
Τα σώματα ξυπνήσαν σκοτωμένων.
Σου γύρεψαν ταυτότητα να δώσεις
τα δάκρυα των άχραντων χαμένων
πίσω ξανά. Εσύ. Ωραία γυναίκα.
Στο πείσμα και στον πόνο γινωμένη.
(«Περιοδικό Ακτή τ. 15», 1993)
ΠΡΩΙΝΟΣ ΚΑΦΕΣ ΣΤΗ ΛΗΔΡΑΣ
Είμαι σαράντα εφτά ετών και είμαι
ευτυχισμένος. Επειδή κάθομαι εδώ
σε προνομιακή γωνία κι εντός αυτής της μέρας
που δεν είναι χτεσινή μήτε αυριανή.
Είμαι εδώ, σ’ αυτήν τη μέρα που είναι
σήμερα, δεν ήταν χτες, δεν θα ’ναι αύριο
κι είμαι στην πόλη στον πεζόδρομο, σ’ αυτήν
εδώ την πόλη (την έστω μοιρασμένη)
και κάθομαι κι απ' το γυαλί κοιτάζω τη βροχή
τον κόσμο που κινείται κι η σερβιτόρα
είναι όμορφη (και το γνωρίζει)
κι έχει και το χαμόγελο εύκολο.
Είμαι στ’ αλήθεια τόσο, μα τόσο
(έστω για λίγο) ευτυχής.
Λευκωσία, Φεβρουάριος 1998
ΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Παράξενα δειλός σαν ποιητής που σπάζει
γίνεται διπλός, δανείζεται σε ξένο σώμα
αίμα, φωνή και αίσθημα τούς στίχους
να προσφέρει σ' εκείνη που αγαπά.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο. Αλλιώς,
για να 'ναι ολόκληρος, θα 'πρεπε μάσκα
να φορά κάθε φορά που τον καλούν.
Στου χρόνου τ' άδειου τη φορά φρικτά
τη μέση να πονέσει. Για δύναμη συγκαιρινή
το στίχο να νοθεύει. Να ξεπουλά εκείνο
που τον τυραννά, τ' αγρίμι μέσα του
βαθιά να τιθασεύει. Όχι, ευχαριστώ.
Τί ποιητής και τι τεχνίτης θα 'μουν
καθώς το είπε ο Ποιητής. Καλύτερα
το ποίημα να 'ναι θυμό γεμάτο, χολή
και περιφρόνηση. Παρά σε Μέγαρο να μπω
να παριστάνω κάτι χωρίς να κάνω τίποτα.
Όχι, ευχαριστώ. Μισώ του κάθε παρα
ποιητή τα πολυώνυμα τεχνάσματα. Σε στίχο
εγώ θα χτίσω το σώμα το χτιστό: την έκπαγλη
ομορφιά, την άφθαρτη ηδονή, τη μνήμη
που επιμένει. Τη μνήμη που πονεί.
Στα τείχη αυτά θ' αποκλειστώ.
Λευκωσία, Απρίλιος 1994
Μεταμορφώσεις πόλεων (Καστανιώτης 1999)
Επιλογή ποιημάτων (1978-1998)
Πηγή: Ανάρτηση του Ανδρέα Καρακόκκινου στο fb
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου