Αδιέξοδο
Καμιά στάση δεν του ήταν βολική. Τον κατασκόπευαντα πανούργα ποτήρια με αλλοίθωρες λάμψεις· οι κουρτίνες
με τις μακριές, επίσημες εσθήτες τους, μέρα Δευτέρα
κι ώρα μεσημεριού· το παλιό, χάλκινο σταχτοδοχείο
γεμάτο αποτσίγαρα — δεν ήταν δικά του. Ευτυχώς·
που υπήρχανε κι οι τσέπες του παντελονιού του — εκεί μέσα,
μπορούσαν να καταφύγουν τα χέρια του· σ' έσχατη ανάγκη
να καταφύγει και ο ίδιος ολόκληρος. Δοκίμασε
κρυφά, ψηλαφητά, σαν να ξεσκονιζόταν. Οι τσέπες του
ραμμένες από πάνω ως κάτω με μεγάλες λευκές βελονιές.
Συμπτώσεις
Οι καρέκλες είχαν την έκφραση σαν να περίμεναν κάποιον μες στη νύχτα.
Το ρολόι σταμάτησε μεμιάς, κι ακούστηκε απ' τ' άλλο δωμάτιο να σημαίνει
μόνη της η παλιά κιθάρα, κρεμασμένη από χρόνια στον τοίχο· — τούτος ο ήχος
έλιωσε αργά μέσα στο σπίτι σαν ένα κομμάτι σοκολάτα
κάτω απ' το μαξιλάρι ενός άρρωστου παιδιού. Τότε ακριβώς
σηκώθηκε ο γέρος φωνάζοντας: «Μιλήστε, επιτέλους. Μιλήστε». Η γυναίκα
δεν είπε λέξη. Μπήκε στ' άλλο δωμάτιο, σκέπασε την κιθάρα
μ' ένα παλιό σεντόνι, ενώ κιόλας χτυπούσαν τη στέγη μεγάλες ψιχάλες.
Χειρονομίες, Κέδρος 1972.
..............................................................................................................................
Αν
Αν είχες φύγει την κατάλληλη στιγμήδεν θα χρειάζονταν αργότερα τόσες δικαιολογίες,
τόσοι εξευτελισμοί και ταπεινώσεις. Στην είσοδο
οι δυο πεσμένοι κουβάδες. Τα βρεγμένα παπούτσια
κρυμμένα κάτω απ' το κρεβάτι. Στάχτες,
ποτήρια, πένθιμα αγγελτήρια. Ποτέ δεν έμαθες
τι και προς τι και ποια η διαφορά. Ψάχνοντας,
ανέβαλλες, όλο και ανέβαλλες. Μπορεί και να 'ταν
ένας τρόπος κι αυτός, όπως και το τσιγάρο,
όπως το κοίταγμα πίσω απ' την κουρτίνα, την ώρα
που οι τρεις γυναίκες πολλαπλασιάζονταν στον ουρανό
γυμνές με τ' άσπρα τους χέρια πίσω απ' τα μαλλιά τους —
κι εσύ να συνεχίζεις την εδώ παραμονή σου
ανάμεσα σε δυο εντελώς ανόμοια αγάλματα
που σου μοιάζουν εξίσου και τα δύο — το ένα
βαμμένο ακέραιο κόκκινο και τ' άλλο μαύρο.
Αθήνα, 15.III.71
Γνωστές συνέπειες
Χρόνια και χρόνια αδημονούσε· γδυνόταν
μπροστά σε μικρούς ή μεγάλους καθρέφτες,
μπροστά σε όποιο τζάμι· δοκίμαζε με προσοχή
τη μία, την άλλη στάση, να διαλέξει, να εφεύρει
την πιο δική του, την πιο φυσική, για να γίνει
το τελειωμένο του άγαλμα — παρ' όλο που το 'ξερε
πως συνηθέστερο τ' αγάλματα ετοιμάζονται
για τους νεκρούς,κι ακόμη συνηθέστερο
για κάποιους άγνωστους, ανύπαρκτους θεούς.
Αθήνα, 17.III.71
Άνοιξη 1971 Ο άντρας είχε φύγει, απ' ώρα στη δουλειά του. Η γυναίκα μπήκε στο υπνοδωμάτιο, άνοιξε το συρτάρι, πήρε τις αποδείξεις του νερού, του ηλεκτρικού, του τηλεφώνου, γύρισε τη ράχη της στην μπαλκονόπορτα. «Άς τα κόψουν· όλα, όλα — είπε — ας τά κόψουν», σά νά μην ήξερε τάχα πώς τά 'χαν κιόλας κομμένα.
Ένας ήλιος διογκωμένος πλημμύριζε το μεγάλο κρεββάτι. Η σκιά εξατμιζόταν στον απέναντι τοίχο. Μια μύγα κάθησε στο λαβομάνο με το σταχτοδοχείο, το ξυπνητήρι, τη γαλάζια ταινία τού πεθαμένου παιδιού. Τα δυο μεγαλόφωτα σεντόνια παράσταιναν δυο αγάλματα τυφλά, πλαγιασμένα γιά μιάν άνόρεχτη ποωϊνή συνουσία. «Όλα όλα», ξανάπε’ και μέσα στο «όλα» (το άκουσε) βρισκόταν κ’ έκείνη αμίλητη, ήσυχη, όρθια, απελευθερωμένη, ενωμένη με όλα τα αφανισμένα, σκοτωμένα και επιζώντα. Αθήνα, 19.III.71
Θυρωρείο, Κέδρος, 1976
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου