Ακυρώνει τα χρόνια η στιγμή στο ξαφνικό
τηλεγράφημα: «Ασθενεί βαρέως φθάσε».
Πέφτει η βελόνα απ’ το χέρι που ράβει το στρίφωμα.
Πέφτουν οι βελόνες απ’ τα χέρια που πλέκουν δαντέλες.
Τα χέρια που στύβουν λεμόνια.
Όταν ανάβουν τη λάμπα και γυαλίζουν μπακίρια.
Όταν απλώνουν σεντόνια στο σκοινάκι
που θα σε πνίξει χρόνια μετά.
Όταν πλένουν με φύλλο συκιάς τα ποτήρια.
Να σιδερώνουν πουκάμισα. Να καθαρίζουν λεκέδες
με το βρασμένο δεντρολίβανο.
Η σταγόνα το αίμα απ’ το δάχτυλο που χτύπησε
σ’ ένα αόρατο καρφάκι.
Τα χέρια που χειροκροτούν πλανόδιους θιάσους
καθώς γυαλίζουν οι πούλιες και σκοτεινιάζουν τα φτερά
κι αστράφτουν τα πόδια τα θεϊκά μιας χορεύτριας
μες στα ερείπια μιας ζωής που θα συρθεί ως τον σταυρό.
Αχ πόσο πόσο η ομορφιά είναι υπόσχεση θανάτου.
Από τη συλλογή Η πόρτα της Πηνελόπης (2004) του Μάνου Ελευθερίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου