— Στάσου, Δημήτρη, στάσου!
Η λειτουργία, είχε τελειώσει εν τω ναΐσκω του αγίου Δημητρίου και υπό τους οξείς ήχους των δύο κωδώνων μικρού κωδωνοστασίου, οι χωρικοί εξήρχοντο ασκεπείς ακόμη και σταυροκοπούμενοι.
Ήτο Μεγάλη Τεσσαρακοστή, εποχή νηστείας και προσευχής διά τους χωρικούς και είχον καταλάβει πολυπληθείς τον στενόν χώρον του ναΐσκου.
Το θρησκευτικόν αίσθημα διετηρείτο τότε ακμαίον και απροσποίητον. Αι κοινωνίαι, αρτιπαγείς, συνεκροτούντο ακόμη από γέροντας, των οποίων η ζωή διέρρευσε μέσω βαρυστενάκτου δουλείας, μεσήλικας και νέους, ανατραφέντας μέσω των καπνών του υπέρ ανεξαρτησίας πολέμου και γνωρίζοντας πόσας φοράς η Πατρίς εστηρίχθη επί της θρησκείας και ο καταδυναστευόμενος και από παντού πολεμούμενος ραγιάς πού είχε προσηλωμένην την αλύγιστον ελπίδα του. Η νέα ηλικία και τα μικρά από τας διηγήσεις αυτάς των πατέρων, από τα νανουρίσματα και τ' ανέκδοτα της μάμης, έφερον ριζωμένον αυτό εις τα στήθη των και αφού δεν ήδύναντο πλέον να εκχύσουν το κατά του τυράννου μίσος των, ελεύθερα ήδη, εμάνθανον να δεικνύουν την λατρείαν και τον σεβασμόν των εις τον υπέρτατον προστάτην. Οι άνδρες εξήρχοντο χαρωποί, άλλοι ενδυμένοι φουστανέλλας και χιονώδεις φλοκάτας, άλλοι μπενωβράκια και σεγούνια και ολίγοι, τρεις τέσσαρες νεωτερίζοντες, ευρωπαϊκά, πλατύτατα κατά τον γαλλικόν συρμόν της εποχής.
— Στάσου, Δημήτρη, στάσου!… εφώναξεν ο Σταύρος, κοντόχονδρος χωρικός, εις τινα προπορευόμενον αυτού, μασσών ακόμη το αντίδωρον.
— Έλα· είπεν ούτος, μετριάσας το βήμα.
— Ξέρεις· ο Μούλος έχει ένα σηκότι ’ς το φούρνο και μας καρτερεί·—πάμε;
— Πού να πάμε;
— ’Σ του Πομόνη· έβαλε φρέσκο…
Οι δύο χωρικοί, αργά βηματίζοντες είχον πλησιάσει την στενήν και ανώμαλον γέφυραν κάτω της οποίας ο Στρεμμενός έτρεχεν ησύχως. Η γέφυρα αύτη κτισμένη προ της επαναστάσεως, οφείλεται εις θαύμα τι του αγίου Δημητρίου, πολιούχου της κωμοπόλεως Λεχαινών. Επί του κωδωνοστασίου του ναΐσκου, χαμηλά εντός κόγχης, υπήρχε τότε μικρόν εικονισμάτιον του τροπαιοφόρου αγίου μετά κανδήλας και μικρού κουτιού ένθα οι διαβάται και οι ερχόμενοι έξωθεν χωρικοί έκαμνον τον σταυρόν κι έρριπτον τον οβολόν των. Ο Τζαφέρης, φανατικός τούρκος, διερχόμενος εκείθεν ηρώτησε μίαν ημέραν διά το εικονισμάτιον εκείνο και αφού έμαθε ποίον παρίστανεν ήρχισε να κάμνη διαφόρους εμπαικτικούς μορφασμούς μέχρις ου ηξηρθρώθη η κάτω σιαγών του. Προσέτρεξεν ευθύς εις πολλούς εμπειρικούς ιατρούς, άνδρας και γυναίκας, αλλ’ ούτε αι πεντάλφαι τας οποίας δι' άνθρακος εχάρασσεν επί των παρειών του πανούργος Χριστιανή, ψιθυρίζουσα αντί εξωρκισμών βλασφημίας κατά της Πίστεως του, ούτε τα παντοειδή βότανα του Δερβίση ηδυνήθησαν να τον ιατρεύσουν. Τότε, μετανοών απετάνθη εις τον άγιον Δημήτριον όστις επανέφερεν ευθύς την σιαγόνα του τούρκου εις την θέσιν της. Ούτος ευγνωμονών επλούτισε διά πολλών αναθημάτων τον ναΐσκον κι έκτισεν εξ ιδίων του την γέφυραν. Και ούτω το θαύμα του αγίου εφάνη ευεργετικώτατον εις την κωμόπολιν. Εκτός του ότι εκραταίωσε την πίστιν κι ενεθάρρυνε τους χωρικούς εις το κατά του αλλοθρήσκου μίσος των, έδωκεν εις αυτούς μέσον συγκοινωνίας του οποίου πριν εστερούντο τελείως.
Ο Δημήτρης και ο Σταύρος ήδη περάσαντες την γέφυραν, κατηυθύνοντο μετά σπουδής εις το οινοπωλείον του Πομώνη, ως ίπποι καματεροί εις την φάτνην των.
— Ορέ για στάσου· είπεν αίφνης ο Δημήτρης σταθείς· τι 'νε κει;
Οι λειτουργηθέντες χωρικοί αντί, ως πάντοτε, να εισέλθουν εις την αγοράν και να σκορπισθούν κατ ομάδας εις τα οινοπωλεία και τα μαγειρεία, ευάριθμοι δε, πέντε-δέκα, εις το μονάκριβον καφενείον, τώρα έμενον συνηθροισμένοι επί της μικράς πλατείας, αριστερά του ναΐσκου. Αι γυναίκες, με τας ποικιλόχρους ενδυμασίας των κατείχον μετά των παιδιών τα υψηλότερα μέρη. Πολλοί εκ της αγοράς έσπευδον εκεί και οινοπώλαι με τας διαβρόχους ποδιάς των και κρεωπώλαι με τα αίματα των σφαγίων επάνω των και ο καφεπώλης ακόμη και μικρέμποροι, κλείσαντες επί τούτω τα μαγαζεία των.
— Τι τρέχει, ορέ; ηρώτησεν ο Δημήτρης μικρόν παίδα, διερχόμενον μετά σπουδής πλησίον των.
— Νερό 'ς τ' αυλάκι· είπεν ούτος, υποπτεύσας ότι ήθελον να παιζογελάσουν μαζί του.
— Για πάμε να ιδούμε· είπεν ο Δημήτρης.
— Πάμε.
Και αμφότεροι έστρεψαν διευθυνόμενοι προς το πλήθος.
— Α! ξέρεις τι; είπεν ο Σταύρος αίφνης ιστάμενος και ατενίζων τον σύντροφόν του· θα διαβάσουν αφορεσμό.
— Γιατί πράμμα;
— Ξέρω κι εγώ· δε βλέπεις;
Τω όντι επί μικρού υψώματος πέριξ του οποίου το πλήθος ήτο συνηγμένον, έκειτο ανεστραμμένος υψηλός λέβης, κατάμαυρος εκ της ασβόλης. Ότε οι δύο χωρικοί έφθασαν εκεί είχεν ανέλθει επί του λέβητος γέρων ιερεύς, υψηλός, ασκεπής, κρατών εις την δεξιάν χείρα χαρτίον επίμηκες και εις την αριστεράν ανημμένην λαμπάδα, χονδράν και κατάμαυρον. Δεξιά και αριστερά αυτού, κάτω ίσταντο τέσσαρες άλλοι ιερείς, ενδυμένοι ποικιλόχρωμα άμφια και κρατούντες επίσης μαύρας λαμπάδας εις τας χείρας. Πολλαί άλλαι λαμπάδες είχον διανεμηθή εις το πλήθος, το οποίον ανεκινείτο πέριξ ανήσυχον και φοβισμένον.
Το επιτίμιον τώρα αναγινώσκεται εντός των εκκλησιών· αλλά τότε ανεγινώσκετο εις το ύπαιθρον, εις το πλέον συχναζόμενον μέρος, όπως συμβαίνει ακόμη εις τινα χωρία. Ο εκδότης του επιτιμίου, διά να δώση περισσοτέραν σημασίαν εις αυτό και να κινήση τον φόβον των ακροατών, προσέφερε να καώσι κατά την ανάγνωσιν χονδραί εξ ασφάλτου λαμπάδες, τας οποίας μόνος του εκόμισεν εκ Πατρών, θέλων να υποδείξη ότι ούτω πως θα καίεται και η ψυχή του εν τω επιτιμίω υπονοουμένου αγνώστου· εζήτησε δε να παρασταθούν και των δύο εκκλησιών οι ιερείς.
Οι χωρικοί είχον ήδη αποκαλυφθή και ανέμενον μετά παλμού αναμίκτου φόβου την ανάγνωσιν του επιτιμίου. Ο επί του λέβητος ιερεύς ήρχισε διά τρεμούσης φωνής ν' αναγινώσκη:
— «Ο αρχιεπίσκοπος Πατρών και Ηλείας — ευλαβέστατοι ιερείς, οσιώτατοι ιερομόναχοι και λοιποί πάντες ευλογημένοι χριστιανοί της κοινότητος Λεχαινών, χάρις είη υμίν άπασι και ειρήνη παρά Θεού Κυρίου Παντοκράτορος!…
Ούτω ο ιερεύς εξηκολούθησεν εκθέτων την αιτίαν διά την οποίαν εξεδόθη το επιτίμιον. Ότι ο ζωέμπορος Γεώργιος Νίκας, διερχόμενος κατά τον προπαρελθόντα Ιανουάριον της κωμοπόλεως, έχασε το ερυθρόν πορτοφόλι του, εντός του οποίου ευρίσκοντο εις λίρας οθωμανικάς και τάλληρα τριακόσιαι δραχμαί και ότι προετρέποντο είτε ο ευρών είτε οι γνωρίζοντες τούτον να τον φανερώσουν. Και ο ιερεύς επροχώρει απαριθμών τας φοβεράς συνεπείας όσαι θα εβάρυνον επ' αυτών εν εναντία περιπτώσει, εκφέρων μίαν προς μίαν κι εντόνως τας λέξεις, κατακευρανών δι' αυτών τους ακροατάς του.
Τα πρόσωπα των χωρικών έμενον ωχρά υπό του τρόμου· τα σώματά των είχον κυρτωθή, έτοιμα να γονυπετήσουν· οι οφθαλμοί δεν ετόλμων να υψωθούν εκ φόβου μήπως αντικρύσουν το οργίλον βλέμμα του Θεού. Οι φοβεροί λόγοι του επιτιμίου ελάμβανον σάρκα και οστά εις την φαντασίαν των· ποικίλα φοβερά θεάματα ήρχοντο και παρήρχοντο ενώπιόν των και τους κατετρόμαζον.
Ο ουρανός ήτο σκεπασμένος από κατάμαυρα νέφη αποκρύπτοντα τελείως τον ήλιον. Τα πουλάκια προαισθανόμενα καταιγίδα είχον τρυπώση. Και τα παιδία αυτά τόσον λάλα κι εύθυμα πάντοτε ήδη έμενον περιμαζευμένα εις τα φουστάνια των μητέρων των, μη εννοούντα τας λέξεις του επιτιμίου και την σημασίαν των, αλλά μεταλαμβάνοντα του τρόμου των γονέων. Αι κόκκιναι φλόγες των λαμπάδων, εκτοξεύουσαι κατάμαυρον και δυσώδη καπνόν, άνωθεν του πλήθους, αι ωχραί όψεις των χωρικών, αι αδραί και βάναυσοι των ιερέων επέτεινον την απαισίαν παράστασιν της εικόνος. Μόνον επέρριπτεν εκεί, ως φάρος εν μέσω θυέλλης, ποιάν τινά παρήγορον εντύπωσιν η μορφή του αναγινώσκοντος ιερέως, ο οποίος με την αργυράν κόμην, κυματούσαν επί των ώμων του, το ευρύ και γαλήνιον μέτωπον, το ζωηρόν βλέμμα και με τα εκ σκιαυγούς τζανφέ άμφιά του, άνωθεν της όλης ομηγύρεως, εφαίνετο ως πατριάρχης της Γραφής, επιτιμών και συνάμα νουθετών τον λαόν διά την αστάθειάν του.
— Να είνε αφωρεσμένος! είπεν αίφνης με σθεναράν φωνήν ο ιερεύς, περατώσας την ανάγνωσιν.
— Αφωρεσμένος! απήντησεν ευθύς ομόφωνον και το πλήθος.
— Καταραμένος! επανέλαβεν ο ιερεύς.
— Καταραμένος!
— Η γη να μη τον λυώση!…
— Να μη τον λυώση!
Και με την τελευταίαν λέξιν οι χωρικοί εστέναξαν βαθέως, ωσεί ανακουφισθέντες του εφιάλτου, του πιέζοντος πριν τα στήθη των. Έπτυσαν επανειλημμένως δεξιά και αριστερά μετά προθυμίας, έσβυσαν τας λαμπάδας και διεσκορπίσθησαν κατηφείς…
*
Μόνον ο Δημήτρης δεν επεδοκίμασε τους λόγους του επιτιμίου. Αυτός μόνος εξ όλων ούτε αφώρισεν, ούτε κατηράσθη, ούτε έπτυσε τον ανευρόντα τας τριακοσίας δραχμάς. Κι ενώ οι άνδρες διεσκορπίζοντο εις την αγοράν κι αι γυναίκες απήρχοντο καθ' ομίλους εις τας οικίας των, σταυροκοπούμεναι και αναθεματίζουσαι καθ' όλον τον δρόμον, αυτός έμενεν εκεί, στυλωμένος εις την θέσιν του, τας χείρας επί του στήθους σταυρωμένας κρατών, ασκεπής την κεφαλήν, στυγνός την όψιν, ακολουθών με απλανές βλέμμα τους ιερείς οι όποιοι σβύσαντες τας λαμπάδας εισήρχοντο εις τον ναΐσκον.
— Εδώ είσαι, αδερφέ, κι εγώ σε γυρεύω! εφώναξεν αίφνης ο Σταύρος, ερχόμενος πλησίον του.
Ο Δημήτρης εξηκολούθει τηρών την θέσιν του ακίνητος, ως να μην ήκουσε.
— Ακούς! τι στέκεις αυτού, σαν κολώνα; φόρεσε το φέσι σου και πάμε· επανέλαβεν ο Σταύρος, κινών αυτόν από του βραχίονος.
Ο Δημήτρης εστράφη τότε, παρετήρησε τον σύντροφόν του μ' έκπληξιν, έστρεψε το βλέμμα πέριξ κι εφόρεσε το φέσι του.
— Πάμε· είπεν ο Σταύρος επιμένων.
— Δεν έρχομαι· απήντησε ξηρώς.
Κι έφυγε μετά σπουδής ως κλέπτης. Διότι αν και δεν ανέφερεν όνομα, εκ της εκθέσεως όμως των γεγονότων, αυτόν ηννόει το αναγνωσθέν επιτίμιον.
Ο Δημήτρης Νουλάς ήτο πτωχός εργάτης, μόνον πλούτον έχων την αξίνην, τον λίσγον και τας δύο χείρας του διά των οποίων ειργάζετο, εντίμως ποριζόμενος τα έξοδα της ημέρας. Έσκαπτε κι εξελάκκωνε τα κτήματα· ήνοιγε γουβιά και τάφρους· ανώρυττε πηγάδια ή έκοπτε πλίνθους. Αδιάκοπος εργασία καθ' όλον το έτος, αδιάκοπος πάλη με την γην, την γενέτειραν, της οποίας κατέσκαπτε τα στέρνα, ζωογονών αυτήν, πλουτίζων πολλούς και απολαύων τον άρτον του. Προ δύο ετών, κατά τον χειμώνα, ο Στρεμμενός ο οποίος περιβάλλει διά των ρυπαρών νερών του τα Λεχαινά και φιλοδωρεί τους κατοίκους με παντοειδείς ασθενείας, είχε πλημμυρίσει εκ των πολλών βροχών και κατέκλυσε τας πλησίον των όχθων του αυλάς, κήπους, οικίσκους και μάνδρας, εκάλυψε δε ή παρέσυρε τας ξυλίνας γεφύρας. Ούτω διεκόπη πάσα συγκοινωνία της μιας συνοικίας μετά της άλλης. Άνευ πολλού θορύβου οι ενδιαφερόμενοι συνελθόντες μόνοι των, προκατέβαλον μικρόν χρηματικόν ποσόν κι εκάλεσαν τον Δημήτρην ίνα εκ των ενόντων εργασθή προς εύρυνσιν της κοίτης του Στρεμμενού εις τα στενώτερα μέρη.
Ο Δημήτρης ειργάζετο ήδη επί τρεις ημέρας μετά δύο άλλων εργατών και την τετάρτην, περί την δύσιν του ηλίου, ετελείωσε το έργον του. Οι σύντροφοί του είχον απέλθη, ητοιμάζετο δε και αυτός να τους ακολουθήση, ότε είδεν ιππέα σκεπασμένον με βαρείαν κάπαν, ερχόμενον εκ του αντιθέτου διά να περάση τον Στρεμμενόν.
— Μη ρίξης αυτού γιατ' είνε βαθύ! εφώναξε προς αυτόν ο Δημήτρης.
— Αν είνε βαθύ γι' άλλους δεν είνε για τον Τσίλια μου· απήντησεν ούτος, υπερηφανευόμενος διά τον ίππον του.
Τω όντι ο ίππος εφαίνετο ρωμαλέος· είχε τρίχωμα ελαφρώς ασπρόμαυρον, πόδας ευτόνους, λαιμόν χυτόν, κεφαλήν ωραιοτάτην, επί του μετώπου φέρουσαν λευκόν στίγμα, το οποίον θεωρείται συστατικόν απαραίτητον καλού ίππου. Μόλις όμως εισήλθεν εντός του Στρεμμενού το ορμητικόν ρεύμα τον παρέσυρεν εδώ κι εκεί, και μετά αγώνα μεγάλον κατώρθωσε να φθάση εις την αντίπεραν όχθην. Ο ιππεύς επέζευσεν εκεί, έσφιξε τα λωρία της σέλλας τα οποία παρέλυσαν εκ των λοξοδρομιών που ο ίππος έκαμνε διά ν' αποφύγη το ρεύμα του ποταμού, διευθέτησε τα καταλασπωμένα και διάβροχα ενδύματά του και ιππεύσας πάλιν έφυγε μετά σπουδής, μη υπομένων ότι εντροπιάσθη ο ίππος του, έστω και προ ενός μόνου ανθρώπου.
Μετ' ολίγον επιστρέφων εις την κωμόπολιν ο Δημήτρης, παρετήρησεν εις το μέρος όπου επέζευσεν ο ξένος ογκώδες ερυθρόν πορτοφόλι. Εσκέφθη ευθύς ότι θα έπεσεν εκείνου και ανήλθεν επί τίνος υψώματος, κατοπτεύων τον δρόμον, αλλ’ ο ξένος δεν εφαίνετο πουθενά. Ο Δημήτρης ήτο τίμιος άνθρωπος· εάν ήτο εις καμμίαν πόλιν θα προσήρχετο ευθύς να παραδώση το εύρημά του εις την δημαρχίαν. Αλλ’ εις Λεχαινά δήμαρχος, αστυνόμος και κλητήρες είνε όντα άγνωστα σχεδόν, μισθοδοτούμενα ενώ ασχολούνται εις ιδικάς των εργασίας. Μόνον όταν εγκαθιδρύονται αι νέαι αρχαί, δύο τρεις μήνας φαίνεται ποια τις δραστηριότης· ενοικιάζεται ένα μαγαζί ως δημαρχία προς εξόφλησιν των απαιτήσεων φίλου του κόμματος, τίθενται εντός αυτού κατασκονισμένα και σιτόβρωτά τινα έγγραφα, ένας γραμματεύς—πολλάκις δύο—και ούτω η δημαρχική μηχανή λειτουργεί. Ο Δημήτρης ο οποίος είδε το περιεχόμενον εν τω πορτοφολίω χρηματικόν ποσόν, δεν είχε διάθεσιν να εμπιστευθή εκεί το εύρημά του και αφήκε να σκεφθή καλώς περί τούτου την νύκτα και να πράξη την επαύριον ό,τι αποφασίσει. Ούτω είχεν εισέλθη εις την αγοράν, λιθόστρωτον αλλά κατασκότεινον και πλήρη βορβόρου και διηυθύνετο εις τον οικίσκον του, κατακουρασμένος.
— Δημήτρη! ε, Δημήτρη! τον εκάλεσεν αίφνης φωνή από του αντικρυνού πεζοδρομίου.
Ο εργάτης έστρεψε και είδε προ της θύρας υψηλόν βλαχοποιμένα στηριζόμενον επί της μακράς αγκλίτσας του να τον καλή εκεί.
— Καλώς το γέρω Βαγγέλη· είπε πλησιάσας και σφίγγων την χείρα του· πώς εδώ τέτοια ώρα;
— Μην τα ρωτάς, αδερφέ· είχα μια δουλειά να τελειώσω, μα ούτε τη δουλειά μου έκαμα κι ενυχτώθηκα· θα νάρθω ’ς το κονάκι απόψε.
— Καλώς νάρθης.
Ο Δημήτρης ήτο καταμόναχος· ούτε γυναίκα, ούτε παιδιά, ούτε γονείς είχε. Ήτο ξένος χωρικός, εγκατασταθείς προ πολλού χρόνου εις την κωμόπολιν· εκάθητο μόνος εις μικρόν χαμόσπιτον, υπηρετών αυτός εαυτόν κατά τα δείπνον, ως ασκητής. Κατά το φαγητόν ο γέρω Βαγγέλης διηγήθη εις τον Δημήτρην, προς τον οποίον συνεδέετο διά παλαιάς φιλίας, το αίτιον της θλίψεώς του. Ο γέρω Βαγγέλης, πτωχός ποιμήν, είχε μίαν κόρην την Μπίλιω, την οποίαν είχεν αρραβωνίσει μετά του Νάσου, γείτονος βοσκού. Ήδη επλησίαζεν η ημέρα του γάμου και ο γέρων δεν είχε το χρηματικόν ποσόν το οποίον υπεσχέθη εις τον γαμβρόν, οι συγγενείς δε του νέου εδήλωσαν ότι δεν θ' άφινον αυτόν να στεφανωθή την κόρην, αν δεν του εμετρείτο τούτο πρώτον μέχρι λεπτού. Εφρόντισε δι' όλων των μέσων ο γέρω Βαγγέλης όπως εύρη τα χρήματα, απετάθη παντού, πληρώνων όσο όσο τόκον διά να μη του αφήσουν την κόρην κι εντροπιασθή τ' όνομά του, αλλά τίποτε δεν ηδυνήθη να κατορθώση. Ήδη η Κυριακή επλησίαζε και ο βλαχοποιμήν ήτο απηλπισμένος.
— Να σου πω· και πόσα σου λείπουν; ηρώτησεν αίφνης αυτόν ο Δημήτρης.
— Τι τα ρωτάς· όσα κι αν λείπουν για μας είνε πολλά.
— Μα σαν πόσα;
— Τρακόσες δραμές· για τρακόσες δραμές χάνω την υπόληψί μου! είπεν ο βλαχοποιμήν δακρύων.
Ο Δημήτρης είχε συγκινηθή κατά την διήγησιν του γέροντος. Παρά τοις βλάχοις κι εν γένει εις τας μικράς κοινωνίας, θεωρείται μεγάλη προσβολή ν' αρραβωνισθή τις μίαν κόρην κι έπειτα να την αφήση. Η κόρη τήκεται ημέρα με την ημέραν· κόρη αρραβωνισμένη είνε δια τους άλλους έπιπλον μεταχειρισμένον, το οποίον έχασε πλέον την στιλπνότητά του. Εκτός σπανίων εξαιρέσεων ουδείς άλλος δέχεται να την νυμφευθή· η οικογένεια καταβάλλεται εκ της εντροπής· ουδέν των μελών της, είτε πατήρ, είτε αδελφός, είτε καν απλούς συγγενής ακόμα έχουν το θάρρος να φιλονικήσουν με άλλον περί των υποθέσεών των, διότι ούτος ευθύς ρίπτει, μίαν λέξιν διά το πάθημά των και αυτοί είνε ηναγκασμένοι να την παραδεχθούν και να σιωπήσουν. Ο Δημήτρης τα εγνώριζεν όλα αυτά και συνετρίβετο η καρδία του εις τα δάκρυα του γέρω Βαγγέλη.
Αίφνης εσκέφθη το εύρημά του, είδεν ότι τούτο ήτο ακριβώς εκείνο το οποίον ο βλαχοποιμήν εχρειάζετο διά την κόρην του. Ήρχισε να διαβλέπη εκεί τον δάκτυλον του Θεού, να πιστεύη ότι όχι η ιδική του τύχη αλλά της Μπίλιως ήτο να εύρη τα χρήματα και ότι αυτός δεν εχρησίμευσε παρά ως μέσον διά να φθάσουν μέχρις αυτής. Και ο Δημήτρης παρασυρόμενος υπό της πλημμύρας των φιλικών και θρησκευτικών αισθημάτων του, χωρίς να σκεφθή περισσότερος ητένισε τον γέρω Βαγγέλη μειδιών.
— Σώπα, γέρω, είπεν· η κόρη σου θα πανδρευθή.
Συγχρόνως έσυρεν εκ του κόλπου του το πορτοφόλι κι εξήγαγε τας τριακοσίας δραχμάς.
— Να, περισσότερα δεν έχω· είπε τείνων αυτά εις τον έκπληκτον βλαχοποιμένα.
— Αδερφέ μου με σώνεις! είπεν ούτος, εναγκαλιζόμενος αυτόν· με σώνεις· έσωσες το κορίτσι μου, τ' όνομά μου!...
Αλλ’ ενώ ήπλωνε την χείρα να λάβη τα χρήματα εστάθη.
— Όχι, είπε, κράτησέ τα κι αυριο μου τα δίνεις· να κάνουμε πρώτα το χαρτί.
— Τι χαρτί; χαρτί είν' ο λόγος 'ς τους καλούς ανθρώπους· δεν θέλω.
— Α, όχι· εδώ έχομε ζωή και θάνατο· αύριο κάνουμε το χαρτί και μου δίνεις τα λεφτά.
Αλλ’ ο Δημήτρης επέμενε και ο βλαχοποιμήν τέλος κατεπείσθη να λάβη τα χρήματα και την Κυριακήν εστεφάνωσε την κόρην του. Αλλ’ αίφνης ιδού αφού επί τόσον καιρόν κανείς δεν εζήτησε τα χρήματα εκείνα, τώρα ήνοιγεν η άβυσσος απειλητική εμπρός του. Ο ζωέμπορος ενεφανίζετο διά της εκκλησίας ζητών τα χρήματά του, άλλως έρριπτεν αυτόν εις τας αράς πάντων των θεοφόρων πατέρων, ως έλεγε το επιτίμιον. Και ο ζωέμπορος δεν ήτο άλλος παρά ο ιππεύς εκείνος του Στρεμμενού· όλα συνεφώνουν και το χρώμα του πορτοφολίου και το ποσόν των χρημάτων και ο τόπος αυτός. Είνε αληθές ότι και τότε αν τα είχε και τα έδιδεν ελύετο ο αφορισμός· αλλά πού να εύρη αυτός, πτωχός εργάτης, τριακοσίας δραχμάς. Καθ' όλην την ζωήν του αν ειργάζετο δεν ήτο δυνατόν να τας οικονομήση. Ο βλαχοποιμήν από τον οποίον ηδύνατο να τας ζητήση, εκτός του ότι δεν είχε τίποτε, είχε και αποθάνει· από τους κληρονόμους του δεν ηδύνατο να τα ζητήση αφού δεν είχε συνάλλαγμα!…
Ο Δημήτρης ούτω σκεπτόμενος έμεινε κατάκλειστος καθ' όλην την ημέραν. Έστρεφε κι επανέστρεφε το ζήτημα εις τον νουν του αλλά πουθενά δεν εύρισκεν ελπίδα σωτηρίας. Παρήλθεν η ημέρα χωρίς να συλλογισθή να φάγη ή να πίη τι. Έκλινε την κεφαλήν επί της σκωληκοβρότου τραπέζης του, εστήριζεν αυτήν εις τον τοίχον εν μέσω των χειρών του, περιεφέρετο εδώ κι εκεί ταχέως βηματίζων και κατέπινε τον καπνόν του σιγάρου του μετά πάθους. Ο νους του αδιακόπως εκάλπαζε ζητών κάτι το οποίον και αυτός δεν εγνώριζεν· ιδρώς αγωνίας και ταραχής απέσταζε κατά θρομβία από του μετώπου του εν τη ώρα εκείνη του χειμώνος. Τα μαλλιά του έπιπτον ατάκτως εδώ κι εκεί άλλα ανωρθωμένα, άλλα επικλινή, άλλα καταπεπτωκότα ωσεί θέλοντα να παραστήσωσι τον εν τω κρανίω του σάλον· οι μυς του προσώπου του συνεσπώντο εκάστοτε ωσεί η ψυχή ερρίγει εντός του σώματος. Κάποτε έπιπτεν εξηντλημένος επί της στρωμνής του, προσεπάθει να κοιμηθή ολίγον, αφίνων δι' αύριον την σκέψιν, αλλά μόλις έκλειε τους οφθαλμούς και η εικών της πρωίας με τας μεγάλας ερυθράς φλόγας των μαύρων λαμπάδων, τα ωχρά πρόσωπα των χωρικών, τα πιναρά των ιερέων και άνωθεν τον κατάμαυρον ουρανόν, απαίσιον πλαίσιον απαισιωτέρας εικόνος, παρουσιάζετο προ αυτού φοβερωτέρα. Ενόμιζεν ότι ήκουεν εν τη σιγή της νυκτός ένα προς ένα τους λόγους του επιτιμίου και τους εδέχετο, ως τόσας μυλόπετρας κατά της κεφαλής του. Εν τη σκοτία του δωματίου του διέκρινε μαύρον σύννεφον καπνού, δυσώδες, το οποίον τον απέπνιγε.
— Φέξε, Θεέ μου, φέξε! έλεγεν αναπηδών έντρομος.
Ούτω μετά χαράς είδε το γλυκοχάραγμα σημαδεύον την έλευσιν της ημέρας. Ήλπιζεν ότι το φως αποδιώκον τα σκότη της νυκτός, θ' απεδίωκε κάπως και τα μαύρα συναισθήματα της συνειδήσεώς του. Έλαβεν ευθύς την αξίναν του κι εξήλθεν εις την αγοράν να ζητήση εργασίαν.
Η αγορά κατά την ώραν εκείνην ήτο πλήρης κόσμου, θορύβου και φωνών. Την μεγάλην τεσσαρακοστην σκάπτονται τα κτήματα· πλήθος Ζακυνθίων, Κεφαλλήνων κι εντοπίων εργατών εξέρχεται λίαν πρωί και καταλαμβάνει καθ' ομίλους το Σταυροπάζαρο, το κεντρικώτερον μέρος της αγοράς, όπου διασταυρόνονται οι δύο δρόμοι της. Ίστανται εκεί όρθιοι με την αξίνην παρά πόδας, έτοιμοι ν' ακολουθήσουν τον πλειοδοτούντα εις το ημεροδούλι των. Παντοειδείς συμφωνίαι διεξάγονται μεταξύ αυτών και των κτηματιών, άμα δε μεγάλος κτηματίας συμφωνήση, το ημεροδούλι κόπτεται και με αυτό πληρώνονται όλοι δικαιωματικώς την ημέραν εκείνην. Μικρόν κατά μικρόν οι όμιλοι των εργατών, με τας άξίνας επ' ώμου διασκορπίζονται, άλλος εδώ, άλλος εκεί και η αγορά μένει έρημος καθ' όλην την ημέραν, με τους καταστηματάρχας μόνον, τους προύχοντας, τους θηρευτικούς δικολάβους, τους πολυασχόλους ιατρούς, μακαρίως διημερεύοντας εις τα βρωμερά καφενεία και τους μπακαλόπαιδας, βράζοντας τα κουκία ή καθαρίζοντας της ζυγαριές των.
Πλησίον του Δημήτρη όμιλος εργατών, συμφωνήσας ητοιμάζετο ν' ακολουθήση τον κτηματίαν Δρόσον.
— Μωρέ παιδιά, θέλουμε κι' άλλον ένα να το σώσωμε, είπεν ούτος προς τους εργάτας· δεν έχετε κανένα παιδί ακόμη;
— Όσκε· δέκα ειμάστενε.
Ο Δρόσος παρετήρησε τον Δημήτρην.
— Ε, Δημήτρη· είπε, στρέφων την χείρα και καμμύων τον ένα οφθαλμόν ερωτηματικώς· πώς! μονάχος εσύ;
—Μονάχος.
— Έρχεσαι μαζί με τα παιδιά;
— Έρχομαι.
Και ρίψας την αξίνην επ' ώμου ηκολούθησε προθύμως τους εργάτας.
Μόλις έφθασαν εις το κτήμα οι εργάται ετέθησαν κατά σειράν, απέχοντες ο εις του άλλου όσον επέτρεπε να χειρίζωνται ελευθέρως τας αξίνας των και ήρχισαν την εργασίαν. Έσκαπτον μετά σθένους και προθυμίας·αι αξίναι έλαμπον διά μίαν στιγμήν άνωθεν των κεφαλών και κατέπιπτον αλληλοδιαδόχως επί της γης· τα σκωπτικά λόγια και οι γέλωτες διεσταυρόνοντο· μεταξύ των ήρχισε μετά μικρόν σιγά, σιγά δειλόν, περιπαθές το τραγούδι κι αίφνης η πατριωτική καρδία Κεφαλλήνος, θλιβομένου διά τα άδικα παθήματα της πατρίδος του από τους Άγγλους, διά τον δουλικόν και προδοτικόν χαρακτήρα τινών πατριωτών, εξερράγη εις θλιβερόν κατ' αυτών παράπονον:
—Ανάθεμά σε Παναγή,
Ιούδα και προδότη,
που πήγες και μας πρόδωκες
τον δόλιον Αναγνώστη!…
Και ο Δημήτρης ειργάζετο μετά ζήλου. Ο δροσερός αήρ της εξοχής, η ευθυμία των συντρόφων του και προ πάντων η εργασία, η κίνησις εκείνη, η σπασμωδική και αδιάκοπος των νεύρων και των μυών, η οποία έκαμνε να κυκλοφορή το αίμα κανονικώτερον κι ευκολώτερον εις τας φλέβας, ετόνωσαν το σώμα του κι έδωσαν ευχάριστον τροπήν εις τας ιδέας του. Ήρχισε να συμμετέχη και αυτός εις τας ομιλίας των συντρόφων του, να λέγη κανέν αστείον και από καιρού εις καιρόν ασθενώς, ωσεί φοβούμενος μη εξυπνήση την συνείδησίν του, να συνοδεύη αυτούς εις το τραγούδι των.
Μετ' ολίγον εφάνη ερχόμενος ο Δρόσος. Αφού έστειλε τους εργάτας έμεινεν ούτος ίν' αγοράση το προσφάγι των, το οποίον συνίσταται πάντοτε σχεδόν εκ βραστών κουκίων, πράσων, άρτου και ξυνού κρασιού.
— Γιωργάκη, πόσο τους πήρες τς' αργάτες· του εφώναξεν ο Δήμος ο χαλικιάς ενώ ησχολείτο εις τούτο.
— Γιατί; δεν είνε καλοί; είπεν ούτος, πάντοτε φιλύποπτος.
— Καλοί· έχεις μάλιστα και αφορεστικό μαζί σου!
— Θα προκόψη τώρα το κτήμα σου! είπεν άλλος.
— Κούρβουλο δε θα μείνη! επρόσθεσε τρίτος.
Ο Γιωργάκης, ακούων τα κακά αυτά διά το κτήμα του προμηνύματα εστάθη ως κεραυνόπληκτος, ατενίζων τους φίλους του εις τους οφθαλμούς και προσπαθών να εννοήση τους λόγους των! Αίφνης ενθυμήθη τον Δημήτρην, ενθυμήθη τα εν τη αγορά διαθρυλούμενα και αφήσας κατά γης τα οψώνια κατηυθύνθη εις το κτήμα του, κατατρομασμένος.
— Εσύ, Δημήτρη, να σχολάσης· είπε σοβαρώς εις τον εργάτην, μόλις έφθασεν εκεί.
— Γιατί, αφεντικό;
— Έτσι, δε θέλω να μου κάμης δουλειά· αφωρεσμένους ανθρώπους δε θέλω 'ς το κτήμα μου… δεν τώχω για ξέραμα!…
Κι επειδή ο Δημήτρης ίστατο ακίνητος, με την κεφαλήν κάτω νεύουσαν, ανατριχιάζων εις τους λόγους του κτηματίου, επλησίασεν ούτος, του αφήρεσε την αξίναν και την έρριψεν άνωθεν της τάφρου έξω, εις τον δρόμον.
— Πήγαινε! είπε μετά θυμού.
— Φύγε! εφώναξαν και οι εργάται εκ συμφώνου, τώρα μόλις μαθόντες ότι είχον μαζί των αφωρισμένον άνθρωπον.
Και χωρίς να χάνουν καιρόν, αδημονούντες ύψωσαν απειλητικώς τας αξίνας εναντίον του.
Ο Δημήτρης εξήλθε μετά τάχους του κτήματος και διηυθύνθη προς την κωμόπολιν, εκ της ζάλης του μη ενθυμηθείς ούτε την άξίναν του να λάβη. Ήτο λοιπόν τω όντι αφωρισμένος! το εύρημά του, το οποίον είχε γίνει γνωστόν εις την κωμόπολιν, έκαμνε γνωστόν και το κακόν το οποίον εβάρυνεν επ' αυτού! Και οι χωρικοί αντί να εξετάσουν κατά βάθος το πράγμα, να λάβουν υπ' όψιν τα συμβάντα τα οποία εγνώριζον εν προς εν, ελάμβανον μόνον το επιτίμιον, την απόφασιν της εκκλησίας, η οποία διετέλει εις παντελή άγνοιαν, και τον αναθεμάτιζον και αυτοί και δεν τον ήθελον πλησίον των!
— Καλά, εσκέπτετο καθ' όλον τον δρόμον κλαίων, καλά· έτσι κατάντησα να ξεραίνω και τα δενδρά!...
Αίφνης ευρέθη εμπρός χαμηλού πλινθοκτίστου οικίσκου, από τ' ανοικτά παράθυρα του οποίου εξήρχοντο, εν τη σιγή εκείνη και τη ερημία του δρόμου, έρρινοι φωναί, ψαλμωδούσαι. Ο Δημήτρης, χωρίς να το εννοήση, είχε φθάσει εις την κωμόπολιν και ήδη ευρίσκετο προ της οικίας του παπα-Σταύρου.
— Ο Θεός μ' έβγαλε· διελογίσθη ευχαρίστως. Και εισήλθε με απόφασιν να εξομολογηθή εις τον ιερέα και να ζητήση τας συμβουλάς του. Έβγαλεν ευθύς το φέσι του, εφίλησε μετά δουλικής αφοσιώσεως την χείρα του ιερέως κι εγονάτισε προ αυτού.
Ο παπα-Σταύρος εκάθητο σταυροπόδι επί του κραββάτου, έχων εις την αριστεράν χείρα το κομβολόγι και εις την άλλην, στηριζομένην επί των γονάτων, εκκλησιαστικόν βιβλίον, το οποίον ανεγίνωσκε μεγαλοφώνως. Ο παπα-Σταυρος κατήγετο εκ Μανωλάδος· χοιροβοσκός πριν, έπειτα Αναγνώστης, αναγινώσκων συλλαβιστά τον Απόστολον εις την εκκλησίαν του χωρίου του και καταθέσας το σύνηθες τίμημα πεντήκοντα έως εξήκοντα τάλληρα— το οποίον ήτο και προίκα της νεαράς γυναικός του, και κληθείς άξιος παρά των συγχωρικών του εχειροτονήθη ιερεύς. Μετ' ολίγον, επειδή η εκκλησία του αγίου Δημητρίου είχεν έλλειψιν ιερέως, ο παπα-Σταυρος κατώρθωσε δι' ολίγων ζευγών καπονίων και χηνών να μετατεθή εις Λεχαινά, χωρίς βέβαια η νέα θέσις να ευρύνη το παραμικρόν τας θεολογικάς γνώσεις του.
— Ε, και τι θες από με; ηρώτησε με την χονδρήν φωνήν του τον Δημήτρην, αφού ήκουσε τους λόγους του.
— Ήρθα να μου πη η αγιοσύνη σου, τι να κάμω.
— Τι να κάμης; να μετρήσης τα λεφτά και γρήγορα γιατ' είσαι χαμένος άνθρωπος· είπεν ο ιερεύς με αυστηρόν ύφος, θέλων να κάμη σοβαρωτέραν την εντύπωσιν των λόγων του.
— Μα δεν έχω πού να οικονομήσω τρακόσες δραμές;
— Έχεις δεν έχεις πρέπει να της δώκης· συλλογίσου, παιδί μου, επρόσθεσεν ηπίως, την κατάρα του Θεού και τη δική μας… τον αφωρεσμό και το άλυοτο κουφάρι σου… Θα στενάζης και θα τρέμης, ως ο Κάιν… θα ιδρώνης και θα παγώνης…
Και ο παπα-Σταύρος εξηκολούθει ν' απαριθμή τας εν τω επιτιμίω διαλαμβανομένας τιμωρίας, προσθέτων και τας ιδικάς του, όσας ενόμιζεν ικανάς να σηκώσουν τον νουν του εργάτου μίαν ώραν αρχήτερα. Ο Δημήτρης έτρεφε σεβασμόν εις τους ιερείς και τους λόγους των ήκουε μετά προσοχής θεωρών αυτούς ως εκ στόματος, του Θεού εκπορευομένους. Εις εκάστην πράξιν την οποίαν ήθελε κάμη, σχετιζομένην πως προς την εκκλησίαν, ελάμβανε πρώτον την γνώμην των ιερέων ενήστευε μετ' ακριβείας τας τετράδας και παρασκευάς, τα τρίμερα, τας δευτέρας, ως αι γραίαι, κι εν γένει ήτο τύπος θεοφοβουμένου χωρικού. Ήδη ακούων τας φοβεράς λέξεις του ιερέως ήρχιζε ν' ανατριχιάζη και να τρέμη σύσσωμος μη υπομένων δε πλέον επήδησεν όρθιος.
— Πάψε, πάψε για όνομα Θεού! εφώναξε προς τον ιερέα, τραβών τα μαλλιά του εκ φρίκης.
Και ητοιμάζετο να εξέλθη της οικίας.
— Άκουσε, Δημήτρη· είπεν ο ιερεύς με ύφος συμπαθείας· να δώσης τα λεφτά και να φέρης να σου ρίξω κανένα σαραντάρι για την ψυχή.
Ο Δημήτρης δεν ήκουε πλέον κι εξήλθε της οικίας αλλοφρονών. Η τιμωρία του ήτο άφευκτος· το πάθημά του δεν εδέχετο άλλην θεραπείαν· ή έπρεπε να δώση οπίσω τα χρήματα άθικτα ή αιωνία κόλασις και μίασμα της γης και κατάρα του ουρανού. Αλλά πώς να οικονομήση τα χρήματα αυτά;!...
— Ποιος μου δίνει! ποιος με 'μπιστώνει εμένα; έλεγε καθ' όλον τον δρόμον του, μονολογών.
Αίφνης εσυλλογίσθη τον Γιάννη Ρούσον. Εις αυτόν μόνον ηδύνατο ν' αποταθή με κάποιαν ελπίδα επιτυχίας. Ο Ρούσος ήτο έμπορος τίμιος και χρηστός· συνεπάθει κι επροστάτευε τους δυστυχείς, εδάνειζε τους πτωχούς κτηματίας και γεωργούς, χωρίς ν’ απαιτή υπερόγκους τόκους κι εθεωρείτο παρ’ όλων καλός χριστιανός. Ο Δημήτρης είχεν εργασθή επί πολλά έτη εις τα κτήματά του, και απελάμβανε της εμπιστοσύνης και της αγάπης του.
— Θα πάω και ο Θεός βοηθός· εσκέφθη.
Και διηυθύνθη κατ' ευθείαν εις το κατάστημα προς αντάμωσιν του εμπόρου. Καθ' όλον τον δρόμον η καρδία του έπαλλε σφοδρώς. Η ώρα εκείνη ήτο η κρισιμωτέρα της ζωής του· η τύχη του σώματος και της ψυχής του εκρέματο από τα χείλη του εμπόρου· ένα ναι ή ένα όχι αυτού εζύγιζεν όσον ουδέ ολόκληρος ο κόσμος. Ο Δημήτρης δεν ητένιζε κατά πρόσωπον κανένα εξ όσων απήντα εμπρός του, φοβούμενος μη δειλιάση και οπισθοδρομήση άπρακτος.
— Πού είνε ο αφέντης; ηρώτησε τον υπηρέτην, μόλις έφθασεν.
— Δεν είν' εδώ· πάρε το μεροδούλι σου και φύγε· απήντησεν ούτος, αποθέτων επί του πάγκου τεσσαράδραχμον κύλινδρον δεκαρών.
— Δεν ήρθα, παιδί μου, για το μεροδούλι· είπεν ο Δημήτρης δειλώς· τον αφέντη θέλω.
— Σου είπα δεν ειν' εδώ· επέμεινεν ούτος οργίλως.
Ο Δημήτρης έτρεμεν όλος. Πριν φθάση εις το κατάστημα είχεν ίδη τον κυρ Γιάννη εντός του γραφείου του. Φαίνεται ότι και ούτος τον είδε και, υποθέτων ότι επήγαινε, να ζητήση το οφειλόμενον ημεροδούλι του, το έδωσεν εις τον υπηρέτην και αυτός εκρύβη. Λοιπόν και ο κυρ Γιάννης τον απέφευγεν· ούτε να τον αντικρύση, ούτε να τον ίδη κατά πρόσωπον δεν ήθελεν αυτός από τον οποίον ήλπισε σωτηρίαν και ο οποίος εγνώριζε καλλίτερον παντός άλλου πώς τα εύρε και τα διέθεσε τα χρήματα του ζωεμπόρου!…
Ο Δημήτρης περιέφερε το βλέμμα πέριξ θολόν χωρίς να διακρίνη τι κι αίφνης ετράπη φεύγων διά της αγοράς ταχέως, ίνα μη ίδη και ακούση τα σαρκαστικά βλέμματα και τας ύβρεις των χωρικών…
*
Η απελπισία του Δημήτρη δεν είχε πλέον όρια. Η καρδία του εβροντοκτύπα αδιακόπως συγκινουμένη και πάσχουσα εις τον παραμικρόν ψόφον· ο εγκέφαλός του, υπεραιμών, κατέκαιε το κρανίον, ως αναλυμένος μόλυβδος, απειλών εκ της πληθύος να το διαρρήξη· ο νους του ωμοίαζε προς χάος άνω του οποίου έρχονται και παρέρχονται αδιακόπως κι εν αλληλουχία σκιαί και λάμψεις, μορφαί απαίσιαι και σαρκαστικαί. Ετελείωσε πλέον η ζωή και τα καλά της! Αι μεταξύ αυτού και του κόσμου σχέσεις έληξαν διά παντός! Ο αφωρισμός, αποτρόπαιον και βδελυκτόν στίγμα, προσεκολλήθη επ' αυτού, ως το νεκρικόν σουδάριον επί του σώματος του Ιησού και ούτε διά της ζωής ούτε διά του θανάτου ηδύνατο να τον αποβάλη. Η εκκλησία, της οποίας είνε εφεύρημα, εθέσπισε την ισχύν του και πέραν του τάφου, ώρισε την ενέργειάν του εντός του κάτω κόσμου ακόμη, υπό το βλέμμα του Θεού. Ο Δημήτρης, ημέραν με την ημέραν, έβλεπε καταφανέστερον την περιφρόνησιν των συγχωρικών του, την οργήν των· ήκουε τους πικρούς λόγους και τους χλευασμούς των κι επικραίνετο. Αλλ’ αίφνης ήλθεν εις τον νουν του η ιδέα ότι και αν όλα αυτά ηδύνατο όπως όπως να τα υποφέρη, δεν θα ηδύνατο όμως να υποφέρη και τα μετά θάνατον.
— Ως εδώ καλά, είπε· μα έπειτα;
Και ήρχισε να σκέπτηται τώρα την μέλλουσαν ζωήν, την τύχην του σώματος και της ψυχής του. Βεβαίως το λάδι του κανδηλίου το οποίον εκπροσωπεί την ζωήν του όπως και των άλλων ανθρώπων εις τα υπόγεια του Χάρου βασίλεια, θα τελειώση μίαν ημέραν, το φως του θα σβεσθή και ο Χάρος θα έλθη να τον συλλάβη έξαφνα εις τον δρόμον του. Και τότε, όπου και αν θάψουν το σώμα του, αν δεν το αφήσουν άταφον εις καμμίαν τάφρον ως ψωφήμι και αν ρίψουν επάνω του χώμα άφθονον, βουνόν ολόκληρον, το βουνόν της Κεφαλληνίας, την επομένην αυγήν ο τάφος θα ραγισθή απ’ επάνω έως κάτω, το χώμα θα σκορπίση εδώ κι εκεί και το σώμα του θα ριφθή έξω. Διότι ο τάφος, ο οποίος δέχεται όλους και τους κρύπτει εμπιστευτικώς εις τους κόλπους του, δεν δέχεται τον αφωρισμένον· τον αποδιώκει, ως να είνε άνθρωπος και αυτός και να φοβήται μη μολυνθούν τα χώματά του εκ της επαφής, μη πάθη το όνομά του εκ της σχέσεως!
Αλλά δεν φθάνει μόνον αυτό. Το σώμα, νεκρόν, δεν θα υποφέρη με όλα αυτά παρά την εντροπήν του ατόμου του. Η ψυχή όμως, η ζώσα και άφθαρτος, θα τυραννήται αδιακόπως εις την Κόλασιν. Θα βράζη εις λέβητας μεγάλους και μαύρους, ως ήτο εκείνος επί του οποίου ο ιερεύς ανέγνωσε το επιτίμιον, εντός μαύρης ασφάλτου· θα βηματίζη επί πυριφλεγών ράβδων, θα μεταπίπτη ως σάκκος αλεύρου από της μιας εις την άλλην αρπάγην των διαβόλων, έπειτα θα ρίπτεται εις τα κρύα Τάρταρα, εις την παγεράν και απέραντον λίμνην των. Θα αισθάνεται δίψαν ακατάσχετον, πείναν ακόρεστον αλλά τίποτε δεν θα ευρίσκεται προς παρηγορίαν της. Ο θορυβώδης κοχλασμός των λεβήτων θα την εκκωφαίνη, οι σαρκασμοί και οι γέλωτες των δαιμόνων θα την κάμνουν ν' ανατριχιάζη, οι στόνοι κι αι κραυγαί των βασανιζομένων θα την καταθλίβουν, το σύφλογο της μαύρης φωτιάς, η οποία καίεται αδιακόπως άνευ αναλαμπής, θα την αργοψήνη και ο καπνός, μαύρος και δυσώδης θα την κάμνη ν' ασφυκτιά. Και τούτο θα εξακολουθή πάντοτε ημέραν και νύκτα, μέχρι συντέλειας των αιώνων!...
— Όλο τα ίδια! αιωνίως τα ίδια!... εψιθύριζεν ο Δημήτρης άπελπις.
Ο Δημήτρης, αμαθής χωρικός, ανατραφείς εις τον φόβον του Θεού και της θρησκείας τας παραδόσεις, εγνώριζεν αυτά εκ της αναγνώσεως του Αμαρτωλών Σωτηρία, προσφιλές και σύνηθες ανάγνωσμα των ανθρώπων της τάξεώς του κι εκ παραδόσεων. Πολλάκις είχεν ακούσει ότι εις τα πέριξ χωρία οι τάφοι εξήμουν τους νεκρούς των, ότι ιερείς καλούμενοι ανεγνώριζον αυτούς ως αφωρισμένους· οι χωρικοί επέμενον θάπτοντες αυτούς βαθύτερον αλλά και η γη εξήμει αυτούς επιμόνως αρνουμένη να τους δεχθή εις τους κόλπους της. Κι εξηκολούθει η πάλη αυτή της γης και των ανθρώπων επί πολύ, μέχρις ου εάν ο νεκρός είχε καλούς συγγενείς και πλουσίους, εκάλουν επί τόπου, πληρώνοντες αδρά, τον Δεσπότην ο οποίος ανεγίνωσκε πάλιν επ' αυτού το επιτίμιον, είτα την συγχώρησιν και ούτω ο τάφος εξηυμενίζετο και ο νεκρός ανελύετο εν διαστήματι τριών Σαββάτων. Αλλά ποίος θα ευρεθή να κάμη τόσα και τόσα δι' αυτόν όταν αποθάνη; ποίος θα τον ελεήση νεκρόν, αφού δεν τον συντρέχει τώρα, ζώντα και δυνάμενον ν' αποδώση την ευεργεσίαν;
— Κανείς· ποιος θα δώση ένα παρά για το τομάρι, μου! εσκέπτετο.
Ο Δημήτρης από ημέρας εις ημέραν εγίνετο χειρότερα. Ολίγαι ημέραι είχον παρέλθει από της αναγνώσεως του επιτιμίου και ήτο αγνώριστος τώρα. Οι οφθαλμοί του εκοιλάνθησαν, οι μυς του προσώπου του, συνεσταλμένοι εκ της αδιακόπου αγωνίας, του έδωκαν ύφος τραχύ και άγριον, η γενειάς του παρημελημένη και η κόμη του πιναρά εκ της προστριβής επί των τοίχων, όπου ο εργάτης εκτύπα την κεφαλήν, παρωμοίαζον αυτόν με κατάδικον, μόλις απαλλαγέντα πολυχρονίου καθείρξεως.
Αλλά μετ' ολίγον ήρχισε να τον βασανίζη και η πείνα. Τα ολίγα χρήματα όσα είχεν εκ της εργασίας του, τα είχεν εξαντλήσει εις τρόφιμα. Ο ημεροκαματιστής δεν ειμπορεί ποτέ όσον και αν θέλη να έχη και απόθεμα· μεροδούλι, μεροφάι. Δύο τρεις κτηματίαι εις τους οποίους είχεν εργασθή προ μηνός και οίτινες του εχρεώστουν ακόμη τα ημεροδούλια του, απέπεμψαν βαναύσως την γραίαν γείτονά του την οποίαν έστειλε να τα ζητήση.
— Να χαθή, ο αφωρισμένος, που θέλει λεφτά! είπον μετά θυμού.
Η ανάγκη τον έκαμε μίαν ημέραν και απεφάσισε να εξέλθη εις την αγοράν και ζητήση εργασίαν. Ήτο μεγάλη έλλειψις εργατών και τα κτήματα είχον ανάγκην να σκαφούν διότι ήρχιζαν ν' ανοίγουν.
— Θα με ιδούν πως έγεινα και θα με λυπηθούν διελογίσθη ο Δημήτρης.
Και εξήλθε με την αξίναν του εις την άγοράν.
Επερίμενεν εκεί επί πολύ, όρθιος εις μίαν στήλην, ως κατάδικος, αλλά κανείς δεν τον εζήτησεν. Οι φίλοι με τους οποίους είχε φάγει ψωμί κι αλάτι, οι κτηματίαι οι οποίοι τον εγνώριζον ως τον καλλίτερον κι ευσυνειδητότερον εργάτην και οι έμποροι, των οποίων απελάμβανε πριν την εκτίμησιν, παρήρχοντο τώρα μακράν, παρατηρούντες αυτόν λάθρα, χωρίς να του αποτείνουν ένα λόγον.
— Του κάκου, εψιθύρισε· κανείς δεν με παίρνει! Και επέστρεψε πικραμένος εις τον οικίσκον του.
Το εσπέρας εξήλθε ν' αγοράση έλαιον διά την κανδήλαν του εικονισματίου του. Επειδή παρ' όλων είχεν εγκαταλειφθή, απεφάσισε και αυτός να ζήση ως ασκητής μόνος, μετά της θρησκείας του. Έλαβε την Παναγίαν, την πονετικήν μητέρα του Χριστού και όλων των ανθρώπων, σύντροφον των ημερών και των νυκτών του, μάρτυρα βωβήν της αγωνίας και της οδύνης του. Δεν ήλπιζε πλέον από κανένα παρά από αυτήν, την μεσίτριαν. Διά τούτο όμως εφρόντιζε να την περιποιήται, να μη την δυσαρεστή ποτέ. Ηδύνατο να υποβάλλη τον εαυτόν του εις πολλάς στερήσεις, αλλά δεν ήθελε να λείψη το έλαιον από την κανδήλα της Παρθένου και το δεκάλεπτον κίτρινον κηρίον κατά τας εορτάς: Αγίου κερί μην τάξης και μικρού παιδιού κουλούρα. Οι άγιοι και τα μικρά παιδία δυσαρεστούνται πολύ όταν τους υστερήση τις του οφειλομένου σεβασμού και ο Δημήτρης δεν ήθελε ποτέ να δυσαρεστήση την Παναγίαν!…
Όταν επέστρεφε, τα παιδία της γειτονιάς ημίγυμνα και ανυπόδητα εις το τόσον ψύχος, πλην ροδοκόκκινα και υγιέστατα, άλλα ξανθά και λευκότατα, άλλα μελαχρινά, με οφθαλμούς λάμποντας εκ πονηρίας, μέλη παχουλά, έπαιζον βυθιζόμενα μέχρι γόνατος εις τον βόρβορον του δρόμου κι ετόνιζον εν συμφωνία το τραγούδι των ορφανών:
— Έπιασ' η ψιχάλα,
ποιος μας δίνει γάλα!...
— Έπιασε το τούρτουρο,
ποιος μας δίνει βούτυρο!...
— Έπιασε το χιόνι,
ποιος μας συμμαζώνει!...
Αίφνης παρετήρησαν τον Δημήτρην, μαζευμένον εντός του σεγουνίου του, κρύπτοντα εντός της σκεπής του καπότου ολόκληρον το κατηφές πρόσωπόν του,
— Ο αφωρεσμένος!... ο αφωρεσμένος!... εφώναξαν εν εξάλλω ενθουσιασμώ.
Ευθύς επερικύκλωσαν αυτόν, κατ αρχάς μακράν είτα, λαμβάνοντα θάρρος εκ της ανεκτικότητας του εργάτου, πλησιέστερον και ήρχισαν να υβρίζουν, να πτύουν και να ρίπτουν τον βόρβορον του δρόμου κατ’ επάνω του. Ένα τούτων, τολμηρότερον των άλλων, επλησίασε σιγά σιγά εκ των όπισθεν και είλκυσεν αυτόν τόσον βιαίως εκ του καπότου ώστε έπεσεν η κανδήλα από τας χείρας του.…
— Διαβολόπαιδο! εφώναξεν ο Δημήτρης εν αγανακτήσει.
Και διά της καλάμου την οποίαν εκράτει εις χείρας έπληξε τον μικρόν κατά τα νώτα. Τα παιδία εκ συμφώνου ήρχισαν ευθύς τας φωνάς και τα κλαύματα, τρέχοντα εδώ κι εκεί ως χήνες κατά την ώραν της βροχής. Αι γυναίκες και οι άνδρες της γειτονιάς εξήλθον ευθύς των οικιών των και μαθόντες την αιτίαν των φωνών, ήρχισαν όλοι ομού να ρίπτουν λίθους και ξύλα κατ' επάνω του.
— Να χαθής, αφωρεσμένε, να χαθής!
— Έχεις χέρι να βαρέσης κι όλα!
— Φεύγα από κοντά μας, φεύγα!
— Όξω μη βουλιάξης το χωριό, θεοκατάρατε!
Οι χωρικοί τόρα, ελκυόμενοι από τας φωνάς, συνέρρεον πανταχόθεν και μανθάνοντες την αιτίαν συνηνούντο και αυτοί κατά του εργάτου. Άνδρες, γυναίκες και παιδία, όλοι τον επετροβόλουν και τον ανεθεμάτιζον οργίλοι, ως τα πλήθη της Ιερουσαλήμ κατά του μάρτυρος Στεφάνου. Η αγανάκτησίς των δεν είχε πλέον όρια· εκόχλαζε προ τόσου καιρού, ο φανατισμός των ώστε η μικρά αυτή αφορμή ήτο ικανή να τους κάμη να τον κατασπαράξουν, πιστεύοντες εν ακραδάντω πεποιθήσει ότι ούτω θα ευηρέστουν τον Θεόν.
Ο Δημήτρης έβλεπεν ήδη φανερά ότι δεν ήτο δυνατόν να συζήση εις το εξής μετά των συγχωρικών του. Φωνή λαού, οργή Θεού! Δεν τον ήθελε πλέον κανείς εις το χωρίον. Όλοι τον υπωπτεύοντο, όλοι τον απεδίωκον όπως αποδιώκουν σκύλον από τας οικίας κατά την ώραν της θυέλλης, γνωρίζοντες εκ παραδόσεως ότι το τρίχωμά του προσελκύει το αστραπόβολον. Αποτεθαρρυμένος, μη έχων ουδεμίαν πλέον ευχαρίστησιν εις την ζωήν, εξουθενημένος εκ της κατακραυγής, χωρίς να πλησιάση εις την κατοικίαν του εξήλθε του χωρίου σπεύδων, ωσεί υπείκων εις βιαίαν ώθησιν ανάγκης αναποδράστου, παρακολουθούμενος υπό των αρών των συγχωρικών του και των γαυγισμάτων των σκύλων.
Καθ' όλην την νύκτα ο Δημήτρης έφευγε διαπερών λάκκους, γεφύρας, τάφρους, ρευματιές, ό,τι εύρισκε προ αυτού, μετά σπουδής. Ο νους του ήτο ένας κυκεών, πιστή εικών μιας θυέλλης εν τη οποία μετά δαιμονίου ταχύτητος όλα ανακατεύονται, σύννεφα σκοτεινόχροα και άνεμοι λυσσαλέοι και νερά και φύλλα και ξύλα και κόνις, χωρίς ουδέν εξ αυτών να δύναται να χωρισθή και ν' αποτελέση μίαν ιδικήν του εντύπωσιν. Ούτε τι έπαθε ηδύνατο να συλλογισθή ούτε πού κατηυθύνετο. Άλλο τι δεν διέκρινε πέριξ ειμή τον λευκάζοντα προ των ποδών του στενόν δρομίσκον. Δεν ήκουεν ούτε τον άνεμον, ο οποίος εσύριζεν εις τας καλάμους των τάφρων και τα δενδρύλλια, ούτε την οξείαν φωνήν και τον ψόφον του βυζογιδίου, πλανωμένου εις τας βάτους, ούτε των λύκων τας ωρυγάς, αι οποίαι ήρχοντο έντονοι και φοβεραί από του πλησίον δάσους της Δροσελής. Μόνον από καιρού εις καιρόν ησθάνετο κάτι κτυπούν το στήθος του προς αριστερά, ωσεί η καρδία ήθελε ν' ανοίξη και να φύγη εκείθεν…
Ούτω περί το γλυκοχάραγμα είχε φθάσει εις τους πρόποδας ενός λόφου και επερικυκλώθη αίφνης υπό ποιμενικών σκύλων, υλακτούντων θορυβωδώς. Τότε συνήλθεν εις εαυτόν κι εστάθη περισκοπών το μέρος πέριξ.
— Μωρέ, πού βρέθηκα!... εσκέφθη απορών.
Ήτο τω όντι μακράν της κωμοπόλεως, εις το μέρος όπου ήρχιζεν ο δήμος Καλότυχον, ο ύστερον μετονομασθείς δήμος Βουπρασίων. Απέναντι του Δημήτρη ήσαν τα Μπακογιαννέικα, συνοικισμός βλάχων από αδελφούς κι εξαδέλφους συγκροτούμενος. Εις τας λάμψεις της πρωίας διεκρίνοντο ως μελανοί όγκοι τα γρέκια των βλάχων, το εν μετά το άλλο κατά σειράν με τας καλύβας των κωνοειδείς, ως μεγάλας κυψέλας, τους ορνιθώνας και τα μανδριά των.
Οι βλάχοι είχον ήδη εξυπνήσει με την ανατολήν του αυγερινού και ήρχισαν ν' αμέλγουν τα πρόβατά των. Αι βλαχοπούλαι με την μακράν αγκλίτσαν εις χείρας, εντός των εκ λύγου μανδριών, απώθουν ανά μίαν αμνάδα εις την ποριάν, όπου ο βοσκός παραφυλάττων την συνελάμβανε και την ήμελγεν. Αι βλάχισσαι, έχουσαι ελεύθερα τα εύτορνα κι εξωγκωμένα στήθη και γυμνούς μέχρις ακρωμίου τους ρωμαλέους βραχίονας, έδερον μετά δυνάμεως τον κάδδον του βουτύρου, το οποίον ανεπήδα μέσω των οκτώ οπών του εμβόλου, επαφρίζον και λευκότατον. Τα βλαχόπουλα διεσπαρμένα εσύναζον φρύγανα και ξηρούς κλάδους, τους οποίους έρριπτον εις δύο μεγάλας φωτοβολούσας πέριξ πυράς, όπου θα έβραζε το γάλα, και τα μικρά επί κινητών λίκνων, ανηρτημένων από τους κλάδους των πέριξ αγριαπιδιών, ήνοιγον έκπληκτα τους οφθαλμούς προς τα μαγευτικά χρώματα της χαραυγής κι εναναρίζοντο μόνα των ευαρέστως.
— Ρε, πού βαβίζουν τα σκυλιά; ηρώτησε τις των βλάχων αορίστως.
— 'σα κατ' πλαϊνά· δεν αηκούς;
— Ντε 'ς τον άνεμο· τι χάλασαν τον κόσμο; εψιθύριζε νεαρός βλάχος θορυβηθείς.
Και ανατείνας την κεφαλήν εφώναξε στεντορείως:
— Όρε του λόγου σου! ποιος εισαι συ, ρε!...
Αλλά ουδείς απήντησεν. Ο Δημήτρης περικυκλωμένος υπό των μανδροσκύλων επάλαιεν απελπιστικώς· η ράβδος του ειχε συντριβή εις μύρια τεμάχια· ούτε ν' ακούση ούτε ν' απαντήση ήτο δυνατόν εις τας φωνάς του βλάχου.
— Όρε συ!… διαβάτης είσαι, ρε!... επανέλαβεν ούτος εντονώτερον.
Και συγχρόνως θέσας τον λιχανόν και τον παράμεσον της δεξιάς χειρός εις το στόμα, υπό την γλώσσαν του, ανέδωκε διάτορον συριγμόν.
Οι σκύλοι ανεγνώρισαν τον συριγμόν κι έπαυσαν ευθύς τας υλακάς των. Έμενον όμως εκεί επί τόπου, ατενίζοντες με τους μεγάλους υελώδεις οφθαλμούς των τον Δημήτρην και μόλις τον είδον κινούμενον επανέλαβον τας υλακάς και την επίθεσίν των.
— Ρε, αγρίμι νάνε;
—Μπα· διαβάτης θα νάνε.
— Να μην ένε λύκος;
Οι βλάχοι ήρχισαν ν’ ανησυχούν τώρα. Η τόση επιμονή των σκύλων, εις τους οποίους ούτοι αποδίδουν εξαίρετον νοημοσύνην, έκαμνεν αυτούς να υποπτεύωνται μήπως δεν ήτο εκεί απλούς διαβάτης, αλλά κάποιος παραμονεύων να κλέψη τα πρόβατα ή λύκος ορεγόμενος λείας.
— Ρε, Νάσο· για κάμε 'σα κα τορό τορό να ιδής τι γένεται· είπεν εις τον νεαρόν βλάχον ο γέρω Αλέξης, ο γεροντότερος όλων και αρχηγός της οικογενείας, όστις δεν ήμελγεν αλλά στηριζόμενος όρθιος επί της αγκλίτσας του επέβλεπε τας εργασίας.
Ο Νάσος υπήκουσεν ευθύς και λαβών την αγκλίτσαν του διηυθύνθη προς τον Δημήτρην.
— Ούρντε, να! ούρντε!… εφώναξε προς τους σκύλους πλησιάζων.
Οι σκύλοι διεσκορπίσθησαν ευθύς.
— Ρε, Χριστιανέ, πώς εδώ τέτοιαν ώρα; είπεν εις τον Δημήτρην.
Κι επλησίασεν ακόμη ίνα ίδη τον ξένον κατά πρόσωπον. Τότε υπό τας αμυδράς λάμψεις της ημέρας ανεγνώρισε μ' εκπληξίν του τον παλαιόν φίλον του γέρω Βαγγέλη.
— Παπού! εσύ 'σαι παπού; εφώναξεν εν αγαλλιάσει εναγκαλιζόμενος αυτόν.
— Εγώ, παιδί μου, είπεν ο Δημήτρης συγκεκινημένος. Ο εργάτης εξ αρχής είχεν αναγνωρίσει το μέρος όπου η τύχη τον έφερεν. Άλλά φοβούμενος μήπως πάθη και παρά των βλάχων ό,τι παρά των συγχωρικών του, ηθέλησε να κρυβή και θα έφευγεν, αν ήτο δυνατόν, πριν περικυκλωθή από τους σκύλους. Ιδών όμως την χαράν με την οποίαν ο Νάσος τον υπεδέχετο, εσκέφθη ότι ούτος ή δεν ήξευρε τίποτε ή συνεπάθει εις την δυστυχίαν του. Ήτο τόσον κατακουρασμένος ώστε αν και του εφαίνετο δυσάρεστος εκείνη η συνάντησις, κατά βάθος όμως την επεθύμει και ηκολούθησε τον βλάχον εις την καλύβαν προθύμως.
— Μπήλιω!… ε, Μπήλιω! εφώναξεν ο Νάσος περιχαρής, μόλις επλησίασαν.
— Έι-ου!…
— Ο παπούς, έβγα, να διης τον παπού!…
Η Μπήλιω, φορούσα στενόν εκ ριγωτού αλατζά φουστάνι, τραγίνην γκιούρντα, φακιόλι εκ κιτρίνου ανοικτού χρώματος εις την κεφαλήν, κάλτσες κεντιστές εκ κοκκίνου και μαύρου μαλλιού και χονδρά πλατέα πασουμάκια εις τους πόδας, εξήλθε του μανδρίου ευθύς, κρατούσα εν τη δεξιά υψηλήν, δύο και ήμισυ μέτρων, αγκλίτσαν.
— Καλώς τα κάνετε· είπεν ο Δημήτρης, συνηθισμένος εις την βλαχικήν προφοράν.
— Καλώς ορίστε, παπού· σαν το κρυό νερό· είπε χαμογελώσα η Μπήλιω και φιλούσα την χείρα του.
Η Μπήλιω ήτο ωραία βλάχα, μετρίου αναστήματος, εύρωστος και υγιής, με πρόσωπον στρογγύλον, οφθαλμούς αμυγδαλωτούς, καλυπτομένους υπό μακρών μαύρων βλεφαρίδων· την όψιν της είχε ροδοκοκκινίση, ως ερίφιον αργοψημένον ο ήλιος εις τον οποίον ήτο καθημερινώς εκτεθειμένη είτε βοσκούσα τα πρόβατα εις το λειβάδι είτε πλύνουσα εις το λαγκάδι τα ενδύματα. Ήτο προ πάντων καλή οικοκυρά, φημισμένη καθ' όλην την περιφέρειαν εκείνην των βλάχων και εις αυτά τα πέριξ χωρία.
Μετ' ολίγον ετελείωσε το άμελγμα των προβάτων και οι βοσκοί έφερον πλησίον της πυράς μεγάλους λέβητας και καρδάρας πλήρεις γάλακτος, επαφρίζοντος και ψοφούντος, ως ο αφρός σόδας. Έπειτα οι βλάχοι ήρχοντο ο ένας μετά τον άλλον και εκαλημέριζον τον Δημήτρην μετά τόσης αφελείας και προσηνείας ώστε τον έκαμνον να συγκινήται. Ο Νάσος έφερε και παρέθεσε προ αυτού μεγάλην καρδάραν και τον παρεκίνει να ροφήση τον αφρόν.
— Πιε, παπου, να ζεσταθής· είπε και η Μπήλιω, δίδουσα εις αυτόν ξύλινον κοχλιάριον με διαφόρους γλυφάς.
Ο Δημήτρης, καταβεβλημένος εκ του κόπου και του ψύχους, ήρχισε να ροφά μετά μεγάλης ευχαριστήσεως τον θερμόν και χιονώδη αφρόν του γάλακτος. Ολίγον κατ' ολίγον αισθανόμενος την ήρεμον και γλυκείαν περί αυτόν φύσιν, την χαράν και την αγάπην με την οποίαν τον υπεδέχθησαν οι βλάχοι, ήρχισε κάπως ν' ανακουφίζηται. Έπειτα από τόσων ημερών εναγώνιον σάλον η καρδία του ήρχισε να πάλλη κανονικώτερον, ευρούσα άλλας καρδίας που δεν τον απεδίωκον· ο τρομώδης παροξυσμός των νεύρων του ήρχισε κάπως να μετριάζηται. Μετ' ολίγον τα βλέφαρά του ήρχισαν να καταπίπτουν ναρκωμένα εις ύπνον κι έγειρεν επί μιας κάπας το κατάκοπον σώμα του, έξω της καλύβας, έχων μεγάλην πέτραν αντί προσκεφάλου.
Τα βληχήματα των μικρών αμνών οι οποίοι, κλεισμένοι καθ' όλην την νύκτα εις το γαλάρι ίνα μη πίνουν το γάλα των μητέρων των, τώρα αφεθέντες ελεύθεροι έτρεχον με χαριτωμένα σκιρτήματα πλησίον των, οι εύθυμοι γέλωτες των παιδιών, το συχνόν λάλημα του ατσαράντου και της γαλιάντρας, των πρώτων της αυγής μηνυτών, και ο περιπαθής ήχος φλογέρας ήρχοντο σιγά σιγά, κατακηλούντα την ακοήν του μέχρις ου τον απεκοίμησαν.
*
Είχον παρέλθει δέκα ημέραι αφ' ης ο Δημήτρης έφθασεν εις την καλύβαν του Νάσου και της Μπήλιως. Η χαρά με την οποίαν τον υπεδέχθησαν την πρώτην ημέραν, διετηρείτο ακόμη ακμαία και, απροσποίητος· έτρωγον εις την αυτήν τάβλαν κι εκοιμώντο εις την ιδίαν καλύβαν, αχώριστοι. Όσην φιλίαν ησθάνετο πριν ο γέρω Βαγγέλης διά τον Δημήτρην, την αυτήν ησθάνοντο τώρα και η κόρη και ο γαμβρός του. Η φύσις των βλάχων, η αφελής και απλοϊκή, είνε τοιαύτη ώστε να δέχωνται και τα αισθήματα κατά διαδοχήν, όπως την καλύβαν και τα πρόβατα· η φιλία είνε πατροπαράδοτος εις αυτούς· εισχωρεί εις τα στήθη των ανεπαισθήτως, όπως ο δεσμός της συγγενείας.
Ο γέρω Βαγγέλης ούτε εις την κόρην, ούτε εις τον γαμβρόν του είχεν εκμυστηρευθή την ευεργεσίαν την οποίαν ο Δημήτρης του είχε κάμει. Αλλά ούτοι τον είχον συνειθίσει πλέον. Από της ημέρας ιδίως του γάμου των, τον έβλεπον συχνά κατά τας εορτάς να έρχηται από πρωίας εις την καλύβαν και να φεύγη την άλλην πρωίαν. Καθ' όλην δε την ημέραν εκάθηντο μαζί και οι τέσσαρες, ως μία αγαπημένη οικογένεια· ο γέρω Βαγγέλης έσφαζε τον αμνόν, ο Νάσος τον απέδερε και τον επεριποιείτο, η Μπήλιω τον έβαινεν εις την γάστρα, και ο Δημήτρης έστρωνε την τάβλαν. Όλοι ελάμβανον μέρος εις την προετοιμασίαν, διά να μη φαίνεται ότι υπήρχε καμμία εξαίρεσις του οικοκύρη από του ξένου του. Και πολλάκις όταν απέτρωγον, εν τη διαχύσει της ευτυχίας και της χαράς των, ετραγώδουν όλοι εκ συμφώνου το Λαγιαρνί, το τόσον πιστώς εκφράζον την πτωχείαν των βλάχων και εις χαριτωμένους και γοργούς στίχους εικονίζον την ζωήν των ολόκληρον… Μόνον καθ’ ην ώραν απέθνησκεν ο γέρω Βαγγέλης, εκτός των άλλων συμβουλών και παραγγελμάτων τα οποία άφινεν εις αυτούς, είπε και διά τον Δημήτρην:
— Ο Δημήτρης είνε αδερφός.
Και τίποτε άλλο. Αλλά τούτο ήτο άρκετόν να τον θεωρήσουν και οι δύο πατέρα των.
Τόρα ούτε ο Νάσος ούτε η Μπήλιω ηρώτησαν αυτόν διά ποίαν αιτίαν έφυγεν από την κωμόπολιν κι έμενεν επί τόσας ημέρας εις την καλύβαν των. Ο Δημήτρης τας πρώτας ημέρας εύρε κάποιαν ανακούφισιν μεταξύ αυτών. Εντός της καλύβας εύρισκε την ευτυχίαν και την χαράν μεταξύ του νεαρού ανδρογύνου, την αγνότητα του έρωτος, του οποίου καρπός τρυφερώτατος ο μικρός και παχουλός Μήτσος διέσπειρε την ιλαρότητα· έβλεπεν εκεί μέσα φωλεάν τερπνήν της χαράς, διασκορπισμένην εις όλα τα πενιχρά έπιπλα, παντού την αγάπην, και συναισθανόμενος την ευτυχίαν που έδωκεν εις τους άλλους, υπερηφανεύετο διά μίαν στιγμήν κι εδέχετο αγογγύστως την τιμωρίαν.
Έξω δε της καλύβας, μεταξύ των βλάχων, έβλεπε το ήθος εκείνο το απροσποίητον, την φιλίαν την άδολον, το θρησκευτικόν σέβας, τόσω ύψηλόν εν τη αξέστω αυτού παραστάσει, την οικογενειακήν ειρήνην τόσω τελείαν κι εντός της αφελούς εκείνης κοινωνίας, μακράν της τύρβης του πολυταράχου βίου, των κουτοπονηριών και των ψόγων, διήρχετο τας ώρας του ευαρέστως. Ότε οι βλάχοι διεσπείροντο εδώ κι εκεί με τα πρόβατά των, ο Δημήτρης εκάθητο μετά των γεροντότερων και των γραιών ακούων τας διαφόρους διηγήσεις των. Πότε ωμίλει με αυτούς περί των προβάτων και του καιρού, πότε με την Μπήλιω περί των μαλλιών, των μαλλίνων κηλιμίων και των γειτονισσών ποιμενίδων κι εχόρευε πάντοτε και απεκοίμιζεν εις τας αγκάλας του τον παχουλόν υιόν της.
Αλλά με την πάροδον του καιρού ήρχισε και αυτή η ζωή να μη του κάμνη καμμίαν εντύπωσιν. Τίποτε εξ όλων των περί αυτόν, ούτε η φύσις η μαγευτική, ούτε τα δροσερά νερά, τα οποία έτρεχον μουρμουρίζοντα εδώ κι εκεί, ούτε τα κοπάδια των προβάτων και των αιγών, ούτε το τραγούδι και ο περιπαθής ήχος της φλογέρας είλκυον την προσοχήν του.
Τα αφελή και ποιητικά έθιμα των βλάχων, το φαιδρόν ύφος των, αι χαριτωμέναι διηγήσεις των δεν ήγειρον επί της καρδίας του κανένα ευάρεστον παλμόν. Ο νους ήρχισε πάλιν να τρέχη ακαταπόνητος εις το μέλλον, να εξερευνά και ν' αριθμή μίαν προς μίαν τας φοβεράς σκηνάς του· ο πυρετός κατέτηκε το σώμα του καθημερινώς, αργά αργά, ως η φλοξ το κηρίον, απομυζών πάσαν ικμάδα ζωτικήν του αίματος και υποσκάπτων την υγείαν· το νευρικόν του σύστημα ήτο εις αδιάκοπον ταραχήν, ωσεί υπό γαλβανισμόν, τα φρίκη επήρχοντο αλλεπάλληλα και τον εξήντλουν. Το μέλλον ήτο δι' αυτόν σκώληξ ακοίμητος. Τι αν εύρε μίαν φιλικήν στέγην ν' αναπαυθή επ' ολίγον; Όλα δι' αυτόν εχάθησαν διά παντός: Η υπόληψις, η αποκτηθείσα μετά πολυετή έντιμον βίον, το καλόν όνομα, το ήσυχον παρελθόν, η γαλήνη και αυτή η μέλλουσα ζωή!
— Τίποτε, τίποτε, δεν μ' άφησαν! έλεγε συχνά. Ο Δημήτρης εσκέφθη να ζητήση από τον Νάσον τας τριακοσίας δραχμάς και ούτω να τ' αποκτήση πάλιν όλα. Αλλ' ευθύς ανελογίσθη ότι ο Νάσος δεν είχε παρά ογδοήκοντα πρόβατα· χρήματα ούτε λεπτόν.
Οι βλάχοι τρεις φοράς καθ' όλον το έτος βλέπουν χρήματα εις τας χείρας των· όταν πωλούν το τυρί, το μαλλί και τ' αρνία των. Πληρώνουν ευθύς τα χρέη των, θεραπεύουν τας πρώτας ανάγκας των και μένουν πάλιν όπως και πριν, με την αγκλίτσαν εις την χείρα, την γυναίκα και τα παιδία εις την καλύβην και ολίγα πρόβατα, τον σπόρον μελλούσης εσοδείας εις το μανδρί.
— Γυρεύω να βγάλω από τη μύγα σπλήνα· εσκέφθη εν αποθαρρύνσει.
Και δεν είπε τίποτε.
Ήδη είχεν έλθει η Μεγάλη Εβδομάς. Την Μεγάλην Πέμπτην η Μπήλιω μετά των άλλων γυναικών έβαψαν τ' αυγά και τα έκρυψαν υπό μίαν κοφίναν μέχρι της Δευτέρας της Λαμπρής, διότι ο πιάνων κόκκιν’ αυγό πρότερον χάνει τα πρόβατά του. Η Μεγάλη Παρασκευή είνε διά τους βλάχους πανηγύρι. Εξυπνούν την αυγήν κι εξημερόνονται εις Λεχαινά, παρατάσσοντες εις τα πλέον συχναζόμενα μέρη της κωμοπόλεως τ' αρνία των προς πώλησιν. Η ημέρα εκείνη είνε δι' αυτούς ό,τι ο αύγουστος διά τους σταφιδοκτήμονας. Τότε γεμίζει από χρήματα το κεμέρι και παρουσιάζονται, ως λέγει η παροιμία, προ του δανειστού των με το στήθος προτεταμένον, ζητούντες τα δεφτέρια του.
Ο Νάσος δεν είχε πολλά αρνία να πωλήση. Η βδέλλα από του χειμώνος είχεν, αποδεκατίσει το ποίμνιόν του· δεν του έμενον προς πώλησιν παρά δεκαπέντε αρνία, τα οποία ήνωσε με τ' αρνία ενός εξαδέλφου του. Ηκολούθησεν όμως τους λοιπούς, λαβών μαζί του και την Μπήλιω, να ψωνήσουν τας λαμπάδας διά την Ανάστασιν και ό,τι άλλο εχρειάζοντο διά την καλύβην και δι' αυτούς.
— Θα ,νάρθης, παπού; ηρώτησεν ο Νάσος τον Δημήτρη.
— Όχι δεν έρχομαι, παιδιά μου· ώρα καλή.
— Καλό βράδυ.
— Κύτταξε· να μου φυλάξης το γρέκι! είπεν η Μπήλιω αστειευόμενη.
Ο Δημήτρης ήτο καθ' όλην την ημέραν ανήσυχος: Τον εβασάνιζεν η ιδέα ότι οι βλάχοι εις την κωμόπολιν ήτο αδύνατον να μη μάθουν τον αφορισμόν του και άλλα ακόμη εξωγκωμένα. Διότι αι ειδήσεις, εις την κωμόπολιν αυξάνουν με την πάροδον του χρόνου κι εξογκώνονται καθ' ημέραν, ως αι φημισμέναι κολοκύνθαι του Βαρθολομιού. Εγνώριζε τους συγχωρικούς του πολύ καλά. Φίλοι της κατηγορίας ειν' έτοιμοι να μεταδώσουν εις τα τετραπέρατα του κόσμου μίαν είδησιν, βλάπτουσαν κάπως την ύπόληψιν του γείτονος. Το ολιγάριθμον της κοινωνίας, η έλλειψις νέων τα οποία να δίδουν τροφήν εις τας συζητήσεις των, αναγκάζει αυτούς να τρέπωνται εις τα μεταξύ των. Καθήμενοι εις τα καφενεία και τα οινοπωλεία λαμβάνουν, ως θέμα εν άτομον, αναλύουν ελευθέρως και μετά πάσης ακριβείας τα κατ' αυτό, έπειτα μεταπηδούν εις άλλο, έπειτα εις άλλο κακολογούντες, εκθέτοντες οικογενειακάς ή ατομικάς ασχημίας, όχι εκ κακής προθέσεως αλλ’ απλώς, διά να περάσουν τον καιρόν των. Το πνεύμα των, περίεργον και σαρκαστικόν, παντού εισχωρεί κι ερευνά. Εξάγει πορίσματα από τα παραμικρότερα πράγματα· από ένα φέσι το οποίον κάθηται ολίγον στραβά επί μιάς κεφαλής, από μίαν χειρίδα πολύ ανασηκωμένην, από μίαν κάλτσα αμελώς φορεμένην, από μίαν πτυχήν εις γυναικείον φόρεμα, από ένα βεργολύγισμα εις ωρισμένον μέρος, από ένα ανασήκωμα του φουστανίου κατά την δίοδον αύλακος, από ένα ανακίνημα των ενωτίων. Έπειτα προσαρμόζει αυτά όλα με ακρίβειαν, ως δόκιμος ζωγράφος τα χρώματα επί της εικόνος και παράγει εν όλον, το οποίον ρίπτει ζωντανόν σχεδόν εις την διψασμένην περιέργειαν του πλήθους.
Τα πορίσματα αυτά είνε λίαν τολμηρά και ως επί το πλείστον αδικαιολόγητα· αλλ’ αδιαφορούν δι' αυτά και διά τας κακάς συνεπείας των. Διότι όλοι εις ένα δριμόνι ανακινούνται. Όταν τελειώσουν τας συζητήσεις των περί του ξένου αρχίζουν και περί αυτών των ιδίων· ο πριν σύντροφος γίνεται μόλις απομακρυνθή της ομηγύρεως κέντρον της κακολογίας των άλλων. Δεν ήτο λοιπόν δυνατόν ούτοι να σεβασθούν και να τηρήσουν μυστικόν το πάθημα του Δημήτρη. Είτε κατά την αγοράν των αρνίων, είτε κατά την περιοδείαν των εις τα οινοπωλεία, οι φίλοι μεταξύ των άλλων θα ομιλήσουν και περί αυτού· θα το μάθη ο Νάσος και η Μπήλιω και τότε δεν ήτο να μείνη πλέον εκεί μεταξύ των.
— Γρήγορα θα φύγω κι εδώθε· εσκέφθη μετά πικρίας.
Και με αυτήν την σκέψιν δεν ηδύνατο να ησυχάση καθ' όλην την ημέραν.
Περί το εσπέρας οι βλάχοι εφάνησαν επιστρέφοντες, εύθυμοι και γελαστοί, με ολιγώτερα αρνία αλλά περισσότερον χρήμα εις τα κεμέρια των. Τινές τούτων, κρίνοντες απαραίτητον την μέθην, ήσυχον όμως, άνευ συγκρούσεως ποτηριών προς ένδειξιν πένθους κατά την Μεγάλην Παρασκευήν, ήρχοντο παίζοντες το τζιρίτι και φωνάζοντες ευθύμως. Οπίσω ήρχοντο αι γυναίκες πεζή φέρουσαι τα αψώνια και από των ώμων της νάκες με τα παιδία των αι περισσότεραι.
Ο Δημήτρης μόλις είδε τον Νάσον και την Μπήλιω ητένισεν αυτούς εις το πρόσωπον δειλά ως ένοχος τον δικαστήν του. Τα πρόσωπα και των δύο ήσαν αίθρια, διεκρίνετο όμως επ' αυτών τύπος τις αόριστος πικρίας και δυσαρεσκείας.
— Καλά μ' έτρωγαν τα φίδια· εσκέφθη.
Και την νύκτα ότε έπεσαν να κοιμηθούν, εις την μίαν άκραν της καλύβας αυτός και εις την άλλην ο Νάσος με την γυναίκα και το παιδί του ήκουσε την αλήθειαν.
— Ξέρω κι εγώ, αδερφέ· έλεγεν ο Νάσος σιγά εις την γυναίκα του· έκλεψε σου λένε.
— Και τον αφώρεσαν;
— Τον αφώρεσαν λέει; δεν αηκούς με μαύρες λαμπάδες και λεβέτια καπνισμένα και αναθέματα!…
— Για κείνο ήρθ' εδώ;
— Για κείνο — αμ' τι;
— Εμείς δεν μπορούμε να τον διώξωμε.
— Να τον διώξωμε όχι· ο θεός να μας φυλάη μονάχα…
Ο Δημήτρης τα ήκουεν όλα κι εφρικία από κεφαλής μέχρι ποδών. Καθ’ όλην την νύκτα δεν ημπόρεσε να κλείση μάτι. Και την πρωίαν ευρέθη μ' ένα πυρετόν τόσο σφοδρόν ώστε αν και ήθελε ν' απέλθη της καλύβας ευθύς, πριν ίδη εκδηλουμένην την δυσαρέσκειαν των φίλων του, δεν ηδυνήθη να κινηθή της στρωμνής του. Μόνον το εσπέρας εξήλθε μετά κόπου κι εκάθισεν έξω παρά την θύραν της καλύβας.
Οι αμνοί της Λαμπρής, κάτασπροι ωσάν τα χιόνια εκ του πάχους, εκρέμαντο προ της θύρας των καλυβών καθ' όλα έτοιμοι διά το σουβλί. Τινές των βλάχων έξυον μακράς χονδράς ράβδους εξ αγριελαίας, μετασχηματίζοντες αυτάς εις σούβλας· αι βλάχισσαι όλαι εις κίνησιν, εκαθάριζον την πουγάναν όπου θα εψήνετο ως ηλιαστόν το κατσίκιον, άλλαι εζύμωνον την τυρόπητα, άλλαι έκαιον τους μικρούς φούρνους κι έρριπτον το μαύρον αλλά νοστιμώτατον εκ κριθής και αραβοσίτου ψωμί.
Τα μικρά βλαχόπουλα, τα οποία έλειπον από πρωίας εις το λειβάδι, επέστρεφον κατ' εκείνην την ώραν οδηγούντα την κοπήν εις το μανδρί· αι βλαχοπούλαι ήρχοντο εκ της πηγής, εύσωμοι και ροδοκόκκιναι με το ξύλινον βαρέλι όρθιον επί κεφαλής, ως Καρυάτιδες και τους κάδους πλήρεις νερού εις τας χείρας.
— Τι λες παπου; καλός είνε ο λαμπριάτης μας; ηρώτησεν ο Νάσος τον Δημήτρην επιδεικνύων μετά τινος υπερηφάνειας τον παχύτατον αμνόν του.
— Καλός, παιδί μου, καλοφάωτος· και του χρόνου να δώσ' ο Θεός.
— Ο Θεός κι ο λόγος σου παπού· καλά στερνά!
Μικρόν κατά μικρόν ήλθεν η νυξ. Οι βλάχοι ήμελξαν έκαστος τα πρόβατά του, έθεσαν το γάλα εντός μεγάλου λέβητος και περάσαντες διά των λαβίδων του χονδράν ράβδον, εστήριξαν τα δύο άκρα της επί δύο ορθίων στηλών και αφήκαν ανηρτημένον τον λέβητα εις την δρόσον της νυκτός. Εισήλθον έπειτα ενωρίς εις τας καλύβας των και ηπλώθησαν επί των μαλλίνων στρωμνών των να υπνώσουν ολίγον μέχρι της ώρας της Αναστάσεως.
Ο Δημήτρης τους εμιμήθη· αλλ’ ο ύπνος δεν ήρχετο ν' αναπαύση τα μέλη του· ο πυρετός τον κατέκαιεν. Η ιδέα του παθήματός του και ότι το έμαθον ο Νάσος και η Μπήλιω, οι μόνοι απομείναντες φίλοι του, επέτεινον την εκ του πυρετού αγρυπνίαν. Ηγείρετο και κατέπιπτεν επί της στρωμνής του, κατέπιπτε και ηγείρετο αλληλοδιαδόχως. Το μικρόν ξυλοκάνατο, που είχεν εις το πλευρόν του, δέκα φοράς το εγέμισε δροσερού νερού από του μεγάλου βαρελιού και το εκένωσεν εντός του· δίψα άσβεστος, ικανή να στειρεύση ολόκληρον ποταμόν, τον κατεφλόγιζεν· εν τη παραζάλη του ενόμιζεν ότι ήκουε παφλασμούς ποταμού κι έβλεπε βρύσεις πολυαρίθμους και πολυκρούνους με τα κατάργυρα και αφρώδη νερά των· το στόμα του ήτο πικρόν, η γλώσσα του ξηρά και χολώδης… Ούτω αγωνιών διήλθεν όλην την νύκτα μέχρις ου οι βλάχοι ήρχισαν να εγείρωνται.
— Παπού! ε, παπού! εφώναξεν ο Νάσος, θίγων αυτόν διά του ποδός.
— Τι ’νε;
— Ασήκου να ιδούμε την Ανάστασι…
Ότε εξήλθον της καλύβας ηκούοντο καθ' όλην την κοιλάδα και τας πέριξ ράχεις φωναί συγκεχυμέναι. Οι βλάχοι όλοι της περιφερείας εκείνης ήσαν επί ποδός, στολισμένοι, με τα κηριά εις χείρας, αναμένοντες την Ανάστασιν.
Όλη εκείνη η περιφέρεια εκ λοφίσκων κυματοειδών και μικρών κοιλάδων, πλουσία εις βλάστησιν και εις νερά, κατέχει την μεσημβρινήν πλευράν του δήμου Βουπρασίων. Οι βλάχοι έχουν κατασκηνώσει εκεί πολυάριθμοι, άλλοι εις μικρούς συνοικισμούς, ως τα Μπακογιαννέϊκα και Βυτινέϊκα, άλλοι μεμονωμένοι κατά οικογενείας, νεμόμενοι πολλά στρέμματα γης, και άλλοι αναμίξ μετ' εντοπίων κατοικούντες μικρά χωρίδια, ως το Ζόγγα, Ζουλάτικα, Μάζι και άλλα, εκ δέκα είκοσιν οικίσκων έκαστον.
Οι βλάχοι έρχονται εκεί και ξεχειμάζουν· από του Απριλίου δε μέχρι του Σεπτεμβρίου με τας οικογενείας και τα ποίμνια των αναχωρούν διά τα βουνά, όπου ξεκαλοκαιριάζουν. Δεν είνε δυνατόν διά τούτο ν' απαντήση τις καθ' όλην εκείνην την έκτασιν εκκλησίας παρά μικράς μόνον, ως κελλία εις τα πέριξ χωρίδια. Τα χωρίδια όμως αυτά αν έχουν εκκλησίας, δεν έχουν ιερείς. Διότι οι χωρικοί, ανθρακείς ως επί το πλείστον και υλοτόμοι, είνε τόσον πτωχοί, ώστε μόλις να εξαρκούν εις την πενιχράν τροφήν των και την πενιχροτέραν ενδυμασίαν των. Ίνα μη λησμονήσουν όμως καθόλου τον Θεόν, εσυμφώνησαν όλοι από κοινού κι εκάλεσαν ένα ιερέα, ο οποίος υπεχρεούτο εις κάθε εορτήν να λειτουργή κατά σειράν και εις εν χωρίδιον. Και οι βλάχοι των πέριξ συνοικισμών συνεισέφεραν εφ' όσον καιρόν μένουν εκεί και οπόταν ο ιερεύς λειτουργή εις το πλησιέστερον χωρίδιον, παγαίνουν όσοι θέλουν και λειτουργούνται.
Αλλ’ η Ανάστασις πρέπει να τελήται εις όλους ταυτοχρόνως και να μετέχουν όλοι της ιερωτέρας και μεγαλειτέρας εορτής της χριστιανικής θρησκείας. Διά τούτο ίνα μη εγείρωνται παράπονα προτιμήσεως και ίνα μετέχουν όλοι και οι πλέον απομεμακρυσμένοι της ιεράς τελετής, τελούσιν αυτήν έξω, εις το ύπαιθρον, υπό τον διάστερον ουρανόν και τον ευρύν ορίζοντα.
Ήδη είχε πλησιάσει η ώρα. Ο αυγερινός φεγγοβολών ανήρχετο εις τα ύψη ωσεί μέγας μυσταγωγός του χριστιανισμού, φέρων εις τους ανθρώπους το Φως το αληθινόν. Οι βλάχοι με τας γυναίκας και τα παιδία των ίσταντο έτοιμοι, έκαστος έξω της καλύβης του· οι χωρικοί από τα πέριξ χωρίδια είχον ανέλθει εις τα υψώματα, νέοι ακμάζοντες και ζωηροί, γέροντες λευκόμαλλοι, παιδία, γυναίκες νέαι και γραίαι, όλοι προσηλωμένους έχοντες τους οφθαλμούς προς το ανατολικόν μέρος του ορίζοντος, όπου εγνώριζον ότι εν μέσω του σκότους υψούτο υψηλή ράχη, επί της οποίας θ' ανεφαίνετο ο ιερεύς με την λαμπάδα εις χείρας κηρύσσων εις τους πιστούς την Ανάστασιν του Σωτήρος. Αι μεγάλαι πυραί ελαμπάδιζον εις τα ύψη επιρρίπτουσαι ροδόχρουν χροιάν επί των προσώπων και των καθαρών ενδυμάτων και ποικίλλουσαι με πολύχρωμους λάμψεις, τα πολύτιμα γκιορτάνια και τους αργυρούς παφτάδες της ζώνης των γυναικών. Η καρδία όλων εβροντοκτύπα ανυπόμονος εις την εγγίζουσαν μεγάλην και ιεράν δι' αυτούς στιγμήν. Κάθε άστρον, το οποίον προέκυπτεν από την ράχην, εξελάμβανον ως την λαμπάδα του ιερέως και ανεκραύγαζον και ανεπήδων οι νεώτεροι μετά χαράς:
— Για το· εφάνηκε!
— Αμ' πού ακόμη!...
— Θ' ασπρίση το μάτι σου για να το ιδής;…
Κι επειράζοντο μεταξύ των και διηγούντο ευάρεστα ανέκδοτα και οι γεροντότεροι παραμύθια διά να περάση ο καιρός.
— Για το, για το! εκειό ένε! εφώναξε τις αίφνης περιχαρής.
Τω όντι προς ανατολάς εφάνη φως λαμπάδος, τρεμοσβύνον εις του ανέμου την πνοήν. Διέσχιζε την σκοτίαν κι επέρριπτε παρήγορον και ιλαράν την λάμψιν του πέριξ, ως η ιδέα του Χριστιανισμού την οποίαν εξεπροσώπει την ώραν εκείνην, διέλυσε τ' άγρια σκότη της αμαθείας και βαρβαρότητος.
Οι βλάχοι όλοι και οι χωρικοί απ’ όλα τα μέρη πέριξ συνεκέντρωσαν εκεί τους οφθαλμούς και έτεινον την ακοήν των.
— Χριστός ανέστη, παιδιά!…
Η φωνή ηκούσθη από την ράχην έντονος και παρατεταμένη. Αναπαλλομένη έφθασεν εις τας καρδίας των αξέστων ακροατών όλων κι επέχυσεν επ' αυτών γλυκύτητα και συγκίνησιν.
— Χριστός ανέστη, παιδιά!…
Η φωνή ήχησεν εντονωτέρα. Οι βλάχοι όλοι και οι χωρικοί έκλιναν την κεφαλήν κι έκαμαν τον σταυρόν των. Όλη εκείνη η εκτεταμένη περιφέρεια ήτο κατά την ώραν εκείνην ευρύτατος ναός, όπου εδοξάζετο το μεγαλείον του Θεού.
— Χριστός ανέστη, ορέ παιδιά!...
Η φωνή ήχησεν εκ τρίτου. Συγχρόνως παρά το φως της λαμπάδος εφάνη αναλαμπή πυρολίθου και μετά μίαν στιγμήν διεχύθη ανά την έκτασιν βαρύς βρόμος πυροβόλου. Ο ιερεύς ολίγον διαφέρων κατά την παίδευσιν των πέριξ ακροατών του, αφελής όπως αυτοί, δοξολογών τον Θεόν του όπως και οι ποιμένες και οι υλοτόμοι και οι ανθρακείς, με τους οποίους έζησε και ανετράφη, έδιδεν απ’ εκεί πρώτος, μετά το άγγελμα της Αναστάσεως, το σύνθημα των πυροβολισμών και της χαράς.
Ευθύς ωσεί όλη εκείνη η έκτασις κατείχετο υπό πολυαρίθμου στρατού, παραμονεύοντας κι επιπίπτοντος αίφνης κατά του εχθρού, πλείστοι εξήλθον πυροβολισμοί, φωτίσαντες δι' αστραπιαίας ταχύτητος χλοαζούσας ράχεις, λαγκάδια καθαρά, δένδρα και καλύβας, πρόβατα και μανδριά. Οι βλάχοι εν εξάλλω ενθουσιασμώ μετέδιδαν προς αλλήλους την ευχάριστον είδησιν της Αναστάσεως:
— Χριστός ανέστη, ορέ αδέρφια!…
— Αληθινώς ανέστη!... αληθινώς ανέστη!
— Ζη και βασιλεύει, ορέ μπρατίμοι!… ζη και βασιλεύει!…
Ήδη πολυάριθμα μικρά φώτα επλανώντο κατά διαφόρους διευθύνσεις· τα βλαχόπουλα έσπευδον προθύμως να μεταφέρουν εις τους άλλους το Άγιον φως, όπερ έλαβον από την λαμπάδα του ιερέως. Μετ' ολίγον όλαι αι ράχεις, πεπληρωμέναι μικρών φώτων, εφεγγοβόλουν εδώ κι εκεί, εν μέσω της σκοτίας, ως αδάμαντες πολυάριθμοι. Από εκάστης καλύβης τα καρυοφύλλια κι αι ασημοπιστόλαι ήστραπτον κι εβρόντων και αι σφαίραι διεσταυρούντο εις τα ύψη συρίζουσαι. Τα εντός των μανδριών πρόβατα εβέλαζον κι επήδων φοβισμένα εκ των κρότων· οι σκύλοι υλάκτουν, οι ίπποι εχρεμέτιζον και όλη η έκτασις ήτο πλήρης συμμιγούς και ακαταλήπτου θορύβου…
Η ράχη επί της οποίας ανεφάνη το πρώτον το φως της Αναστάσεως, ήτο ήδη κατάφωτος. Είκοσιν έως εικοσιπέντε βλάχοι, ασκεπείς, με την λαμπάδα ανημμένην εις χείρας, εγονυπέτουν πέριξ του ιερέως, ο οποίος όρθιος εκίνει την λαμπάδα του άνω και κάτω, δεξιά και αριστερά, ψάλλων το «Χριστός ανέστη», καταλαμπόμενος υπό του φωτός, ως Θεός μέσω των αστραπών του Σινά.
Εις τα Μπακογιαννέικα όλοι, γυναίκες, άνδρες, παιδιά εν ομίλω, με τας λαμπάδας των ανημμένας, είχον ανέλθει εις την κορυφήν του λόφου των και παρεστάθησαν εις την τελετήν της Αναστάσεως. Έπειτα ετράπησαν εις τας καλύβας των ίνα φάγη έκαστος με την οικογένειάν του τον τζορβάν.
— Παπού, ε, παπού! πάμε να φάμε· εφώναξεν ο Νάσος εις τον Δημήτρην, κατευθυνόμενος εις την καλύβαν του.
Αλλ’ ο Δημήτρης ούτε εκεί ούτε εις την καλύβαν ήτο. Ο Νάσος εξήλθε, τον εκάλεσεν επανειλημμένως, εσύριξε, τον ανεζήτησεν εις όλας τας καλύβας, αλλά δεν τον εύρε πουθενά.
— Έφυγεν· είπεν εισερχόμενος εις την Μπήλιω. Και οι δύο ητένισαν επί μακρόν ο ένας τον άλλον, άφωνοι.
— Ο Θεός να τον σχωρέση· είπε τέλος η Μπήλιω, ενώ εν δάκρυ έπιπτεν, ως μαργαρίτης, από τους οφθαλμούς της.
*
Τω όντι ο Δημήτρης ήτο μακράν της καλύβας. Αφ' ης ώρας εβεβαιώθη ότι ο Νάσος και η Μπήλιω έμαθον την κατάραν που εβάρυνεν επ' αυτού είχεν αποφασίσει να φύγη. Ηννόει μόνος του ότι, όσον και αν τον ηγάπων, δεν ηδύναντο να τον έχουν δίχως ενδοιασμούς και φόβους πλησίον των.
Η θρησκεία έχει ριζώσει εις την καρδίαν του λαού με όλα τα μεγάλα και πλούσια αγαθά της αλλά και με διαφόρους προλήψεις, τας οποίας η αμάθεια πάντοτε δημιουργεί. Ο Δημήτρης εγνώριζε πολύ καλά ότι ο Θεός, ο τόσον εύσπλαγχνος και συμπαθής, εις τον αφωρισμένον είνε πολύ αυστηρός· αναγνωρίζει το κύρος της εκκλησίας, δέχεται τα θεσπίσματά της και τιμωρεί, όχι μόνον αυτόν αλλά κι εκείνους που θα τον περιθάλψουν, ως ο νόμος κατατρέχει τους ληστάς και τους λησταποδόχους. Ο αφωρισμένος είνε μία αθλία και φοβερά δύναμις, αποπνέουσα πανταχού μόλυσμα απαίσιον και δυσθεράπευτον της ψυχής. Το σώμα δύναται τις πολλάκις να το εκθέση εις τους κινδύνους και τας τιμωρίας, αλλά την ψυχήν πρέπει να φυλάσση ως το πολυτιμότερον πράγμα του ανθρώπου.
— Κι εγώ να ήμουνα δεν το έκανα, εψιθύρισεν ο Δημήτρης εν ειλικρινεία.
Κι έφυγε μόλις εύρεν ευκαιρίαν χωρίς να τον εννοήση κανείς, σπεύδων ωσεί καταδιωκόμενος. Ο τόσος αλλαλαγμός κι αι φωναί των βλάχων επί τη αναστάσει του Ιησού, τα φώτα και η χαρά εκείνη, η έξαλλος, έθλιβον την καρδίαν του σφιγκτά σφιγκτά, ως να την ειχε συλλάβει χειρ Βριάρεως. Ο Δημήτρης, επειδή απεκηρύσσετο παρά των ανθρώπων και κατετρύχετο παρά της εκκλησίας, ήρχισε σιγά σιγά ν' αναπτύσση και αυτός εν τη καρδία του μίσος καθ' όλων. Εν τη αλλοφροσύνη και τη μηδαμινότητί του, εθλίβετο ακόμη και διά την ανάστασιν του Ιησού, αφού αυτός ούτε ανάστασιν, όπως όλοι οι χριστιανοί, ούτε θάνατον καλά καλά ήλπιζεν.
Ο Δημήτρης επλανήθη επί πολύ εις την ερημίαν, εν μέσω του σκότους της νυκτός. Η αυγή εύρεν αυτόν επί τίνος λόφου, πλησίον του ερημοκκλησίου του αγίου Γεωργίου. Όπισθεν του ερημοκκλησίου, πλησίον του τοίχου του ιερού βήματος είδε νεοσκαφή τάφον. Επί του τάφου ούτε όνομα εφαίνετο, ούτε σταυρός, ούτε κυπάρισσος ή ιτέα, τ' αχώριστα σύμβολα του θανάτου· μόνον μία κέραμος, ημιτεθραυσμένη και αυτή, ώριζε το μέρος όπου ανεπαύετο η κεφαλή του νεκρού και παρ' αυτήν έκειντο απεσβεσμένοι άνθρακες και λίβανος απηνθρακωμένος.
Ο Δημήτρης επλησίασε μετά δειλίας, φοβούμενος μήπως και ο νεκρός σηκωθή και τον αποδιώξη, εγονυπέτησε κι εφίλησε μετά κατανύξεως το χώμα του τάφου.
— Ο Θεός σχωρέσει, αδερφέ· εψιθύρισε.
Και ητένισε τον τάφον με βλέμμα τόσον τρυφερόν οποίον δεν έρριψε κανείς άλλος άνθρωπος επί τάφου. Ο Δημήτρης εζήλευε πολύ τον άγνωστον εκείνον ο οποίος τώρα ανεπαύετο εκεί, μακράν του κόσμου και των παθών του. Τα δάκρυά του έπιπτον κατά θρομβία επί του χώματος και αυτός εσκέπτετο την πλάνην και το μέγα άδικον της Εκκλησίας. Την αμάθειάν του εκάλυπτον τα ίδια παθήματα, ο πόνος εκείνος ο μύχιος της καρδίας, και τον έκαμνον αυτόν, ο οποίος άλλοτε δεν ετόλμα ουδέ να συλλογισθή τους νόμους της εκ φόβου μήπως αμαρτήση, τώρα να την κρίνη και να την καταδικάζη. Είχε φθάσει πλέον το μαχαίρι εις το κόκκαλο και δεν εφοβείτο τίποτε. Ο κόσμος μεταξύ του οποίου ο άνθρωπος ζη, η γη εις την οποίαν θάπτεται και ο ουρανός όπου η ψυχή επιστρέφει, απαλλαγείσα των δεσμών της είνε τα μόνα καταφύγια του θνητού. Κι εν τούτοις ο κόσμος και η γη και ο ουρανός αποδιώκουν τον αφωρισμένον. Αειφυγία από παντού και άνευ τέλους! Ο Δημήτρης, περιπλανώμενος Ιουδαίος της ζωής και του θανάτου, δεν εύρισκε πουθενά θέσιν να σταθή. Είχεν αηδιάση την ζωήν και όμως έτρεμε προ του θανάτου, ως παις προ μορμολυκείου.
Ο Δημήτρης έμεινεν εκεί επί πολύ σκεπτόμενος και κλαίων. Κατεφίλει κι έθλιβε το χώμα του τάφου, το έβρεχε με τα δάκρυά του κι εψιθύριζε κάτι ωσεί το παρεκάλει να δώση και εις αυτόν την ανάπαυσιν την οποίαν έδιδεν εις τον νεκρόν.
Μετ' ολίγον τον κατεκυρίευσεν η δίψα και ηγέρθη διά να ζητήση νερό. Ήτο τόσον εξησθενημένος ώστε δεν ηδύνατο να σταθή εις τους πόδας του. Ησθάνετο βάρος εις την κεφαλήν, τα ώτα του εβόιζον φρικωδώς, οι οφθαλμοί του ήσαν νωθροί και κάθυγροι εκ του πυρετού. Σιγά σιγά, αργοβατών κατήλθε μετά πολλού κόπου εις το λαγκάδι του Μπάστα.
Το νερόν έτρεχε διαυγές και ήσυχον μέσω των πρασίνων φυλλωμάτων των ιτεών και των ανθισμένων χαμοκλάδων· πλάτανοι υψηλοί και λεύκαι πλούσιαι εις φύλλωμα και εις χάριν, έρριπτον την σκιάν των πέραν επί του περιβολίου του αγίου Γεωργίου, καταφύτου εκ λεμονέων και χρυσομηλέων, βαθυπρασίνων καρυδιών και συκών, κιτρινοφύλλων ροδακινών και στενοφύλλων αμυγδαλών. Η πλευρά του βουνού με την ρωμαλέαν φυτείαν της παρουσίαζεν εν όλον γιγάντειον μωσαϊκόν ένεκεν του διαφόρου χρωματισμού των δένδρων και των χαμοκλάδων της. Αι ξανθαί αγράμπελοι και οι κισσοί, με τα πεντοβολούντα βοτρυοειδή άνθη των, ανερριχώντο επί των κλάδων, σχηματίζουσαι τερπνά παραπετάσματα, κρεββάτια χαριτωμένα διά τας νύμφας της κοιλάδος.
Προέκυπτον εδώ κι εκεί τα μεγάλα κόκκινα άνθη των ροδοδαφνών, τα χιονώδη της μυρτιάς και πλούσια τα φυλλώματα των κουμαριών. Εις τους πόδας του βουνού λιθόκτιστος βρύσις έχυνε προς τα έξω διά μικράς μαρμαρίνης λεκάνης νερό ψυχρόν και διαυγές· απ’ ολίγον μακράν ήρχετο βοή αδιάκοπος, ο ρόχθος του Βρόντου, μικρού καταρράκτου, χυνομένου διά πλακοστρώτου κοίτης εις το λαγκάδι του Μπάστα. Επί των απέναντι χαμηλών λοφίσκων έβοσκον κατεσπαρμένα πρόβατα και αίγες υπό την επίβλεψιν των μικρών βοσκών και των σκύλων των. Προς δυσμάς, εις την είσοδον της κοιλάδος, εφαίνοντο κυματοειδείς τινές λοφίσκοι εκ κοκκινοχώματος και κάτω, αλληλοδιαδόχως, η βαθυπράσινος πεδιάς με τας ευφόρους σταφιδοφυτείας και τους λευκούς οικίσκους των, το Ιόνιον Πέλαγος με τα γαλανά νερά του και εις το βάθος εν σκιαυγεία ο Αίνος της Κεφαλληνίας, πελώριος.
Ότε ο Δημήτρης έφθασεν εκεί, ο ήλιος είχεν υψωθή αρκετά ώστε να στεγνώση την πάχνην της νυκτός και ν' αφήση τα άνθη και τα φυτά να χύσουν ελεύθερα το άρωμά των. Αι αηδόνες, οι κόσσυφοι, όλα τα πουλάκια της λαγκαδιάς, έψαλλον εν αμίλλη ευτυχισμένα· η χλιαρότης εκείνη εμέθυε και τα ζωύφια ακόμη και ήρχετο από παντού πέριξ βόμβος γλυκύς και αόριστος. Αλλ’ ο Δημήτρης εκ του κόπου, τον οποίον κατέβαλε κατερχόμενος το κατωφερές μονοπάτι του λόφου, κατέπεσεν εξηντλημένος εις μίαν λόχμην ροδοδάφνης, πριν ακόμη κατορθώση να φθάση εις την βρύσιν. Επροσπάθησε να συρθή με τα γόνατα έως εκεί, να πίη ολίγο νερό να δροσισθή αλλά δεν ηδύνατο καλά καλά ουδέ τον βραχίονα να σηκώση.
Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν βήματα βαρέα, ωσεί τύπτοντα μετά πάθους την γην κι εφάνη νεαρός βλάχος, διερχόμενος την αντίπεραν της λαγκαδιάς πλευράν, νωθρώς, εν αφροντισία βηματίζων και τραγωδών:
Μια βλαχοπούλα έπλενε,
σε βρύσι μαρμαρένια·
είχε τον κόπανο χρυσό,
Μαλαματένια πλάκα!…
Ο βλάχος ετραγώδει με όλον το πάθος και την δύναμιν εκείνην, την δίδουσαν ζωήν εις τας απλάς λέξεις και ηλεκτρίζουσαν τας ψυχάς. Έχων ολίγον υψωμένην την κεφαλήν, επρόφερε κατ' αρχάς σιγά και ηπίως τας λέξεις και όταν έφθανεν εις το γύρισμα, επέτεινε την φωνήν του εις υψηλόν και γλυκύν τρεμουλιαστόν τόνον, αμιλλώμενον προς την φωνήν του αηδονιού. Ούτω επροχώρει εις την λαγκαδιάν, άλλοτε εξαφανιζόμενος εις τας συστάδας των δένδρων και άλλοτε αναφαινόμενος υψηλά, κατά τα κλώσματα του μονοπατιού, κι εξακολουθών πάντοτε το τραγούδι του ευθύμως:
Κι από τη φόρτσα την πολλή
Κι' από τη δύναμί της·
Της ετσακίσθ' ο κόπανος
Της ερραγίσθ' η πλάκα!...
Κι εφ' όσον απεμακρύνετο ο βλάχος, το τραγούδι ήχει εις την λαγκαδιά, γλυκύτερον και περιπαθές όσον η ποίησις και η αφέλειά του. Ο Δημήτρης, ο οποίος ήλπισεν επί στιγμήν ότι ο βλάχος θα διήρχετο πλησίον του και θα τον εβοήθει, ήδη ότε τον ήκουεν απομακρυνόμενον, κατέπεσεν εις εντελή απελπισίαν.
— Εδώ θα χαθώ! εψιθύριζεν από καιρου εις καιρόν μετά πικρίας.
Μετ' ολίγον ηκούσθησαν άλλα βήματα· ξένος ιππεύς ήρχετο εις το λαγκάδι διά να ποτίση τον ίππον του. Εφόρει μαύρο σκουφάκι εις την κεφαλήν, μεϊντανογέλεκα από λευκό σαγάκι, κεντημένα με μαύρα σειρήτια, υποκάμισον με χειρίδας ανοικτάς, κοντήν και λερήν φουστανέλλαν, και τσαρούχια εις τους πόδας. Από του σελαχίου του προέκυπτον κοκκαλίνη λαβή μαχαίρας και ολίγον το κοντάκι πιστολιού. Εις την χείρα εκράτει την μπατίναν του, ράβδον μακράν, εις το κάτω μέρος φέρουσαν κεφαλήν χονδράν, διά της οποίας καταβάλλουν τους ταύρους. Το ύφος του ήτο γλυκύ και συμπαθές· οι οφθαλμοί του γοργοί και ευκίνητοι· τα χείλη του πάντοτε χαμογελώντα. Ο ζωέμπορος είχεν υπάγει από της προτεραίας να ίδη το λειβάδι του αγίου Γεωργίου, το οποίον εσκέπτετο να ενοικιάση διά την βοσκήν. Ήδη δε ήρχετο να ποτίση τον ίππον του και να κατευθυνθή εις Ανδραβίδα, όπου τον ανέμενον οι σύντροφοί του.
Αλλ’ ο ίππος δεν ήθελε να πλησιάση εις το νερόν. Ήνοιγε τους οφθαλμούς, ανώρθου την χαίτην του, εκαμάρωνε την κεφαλήν, εφρύμαζε στρεφόμενος εδώ κι εκεί κι ετριπόδιζεν ωσεί διακρίνων κάτι μέσω των φυλλωμάτων και θέλων να υποχωρήση. Ο ιππεύς επέμενε, τον εκέντα διά των πτερνιστήρων, τον εκτύπα διά της μπατίνας, αλλ’ ουδέν κατώρθου κι ήτο έτοιμος να υποχωρήση φοβισμένος και αυτός. Διότι εσυλλογίσθη ότι ήτο μεσημέρι και αυτήν την ώραν εις τοιούτους τόπους δεν είνε ακίνδυνον να συχνάζη κανείς. Όλα τα εξωτικά της λαγκαδιάς θα εκοιμώντο τώρα εκεί και βεβαίως δεν θα επέτρεπον εις κανένα να τα ενοχλήση. Και ο ίππος με την εξαιρετικήν οξυδέρκειαν την οποίαν έχουν τα ζώα, θα τα έβλεπε τώρα αυτά και ήθελε να οπισθοχωρήση.
Ο ζωέμπορος εσταυροκοπήθη δις και τρις ψιθυρίζων μέσα του προσευχήν κι έστρεψε τον ίππον να φύγη ησύχως. Αίφνης όμως ήκουσε γογγυσμόν και φωνήν ανθρωπίνην, ερχομένην ασθενώς μέσ' από τα φυλλώματα και ζητούσαν βοήθειαν. Εστάθη τότε, επέζευσε, αφήκε τον ίππον του κι επροχώρησε προς το μέρος οπόθεν ήρχετο η φωνή, πάντοτε μετά προφυλάξεως, διότι δεν ελησμόνει ούτος ότι τα εξωτικά πολλάκις διά τοιούτων προσποιήσεων φέρουν πλησίον των τους διαβάτας. Εύρε δ' εκεί τον Δημήτρην κατακείμενον εν μέσω της λόχμης, κατακόκκινον, με ημικλείστους οφθαλμούς.
— Πατριώτη, ρε πατριώτη! είπε, λακτίζων αυτόν ελαφρώς.
— Νερό, λίγο νερό! εψιθύρισεν ο Δημήτρης ασθενώς. Ο ζωέμπορος έλαβε μικρόν κασσιτέρινον τάσι, ανηρτημένον αριστερά, του σελαχίου του και το εγέμισεν από την βρύσιν. Ο Δημήτρης ανεσηκώθη ολίγον, έλαβε το τάσι μετά σπουδής και το εκένωσεν απνευστί.
— Τη δροσιά του νάχης· εψιθύρισε.
Και ημιανοίγων τους οφθαλμούς ητένισεν ευγνωμόνως τον Νίκαν. Αλλ’ ωχρότης επεχύθη επί του προσώπου του, οι οδόντες του ήρχισαν να συγκρούωνται και το τάσι έπεσε των χειρών του. Ο Δημήτρης ανεγνώρισεν ευθύς τον ζωέμπορον, τον κύριον των τριακοσίων δραχμών και αίτιον όλων των δυστυχιών του. Τα παθήματά του μετ' αστραπιαίας ταχύτητος, το εν μετά το άλλο, ήλθον όλα και παρεστάθησαν προ της φαντασίας του με όλην την φοβεράν όψιν των.
— Ωχ, λυπήσου με! είπε φρικιών υπό το βλέμμα του ζωεμπόρου· σώνει πια, λυπήσου με!...
— Τι θέλεις; ηρώτησεν ούτος, νομίσας ότι ο άρρωστος παρεμίλει εκ του πυρετού.
— Σώσε με, λύσε με από τον αφορεσμό!… Τα χρήματά σου, εγώ τα βρήκα τα χρήματά σου…
— Εσύ ’σαι ο Νουλάς!
— Εγώ —ναι.
Και ο Δημήτρης διηγήθη εις τον ζωέμπορον πως έτυχε ν' ανεύρη τα χρήματά του και πώς τα διέθεσε. Τρέμων όλος, με δάκρυα πύρινα εις τους οφθαλμούς, ήρχισε να διηγήται εν προς εν τα παθήματά του, αφ' ης ημέρας το επιτίμιον ανεγνώσθη εις την κωμόπολιν, την περιφρόνησιν των συγχωρικών του, τους πικρούς και καυστικούς λόγους των, τα μειδιάματά των, τα πλήρη αναιδούς σαρκασμού, τα βλέμματά των τα σουβλερά· να λέγη την πτωχείαν και αθλιότητά του, την παίδευσιν του σώματος και την ακοίμητον βάσανον της ψυχής επί τόσας ημέρας!…
— Λύσε με από τον αφορεσμό· εξηκολούθησε υψώνων προς τον ζωέμπορον ικέτιδας χείρας· σώσε με από την παίδεψι!… να πώς κατάντησα· συχώρα με κι ο Θεός σχωρέσοι!…
Ο ζωέμπορος ήκουεν έκπληκτος και μετά συντριβής τον Δημήτρην. Ήρχισε να ελέγχη εαυτόν, διότι διά τόσον μικρόν πράγμα εξέδωσεν επιτίμιον, το οποίον κατέστρεψε τελείως ένα τίμιον και αξιόλογον εργάτην. Ιδού ότι η τύχη τον είχεν ευνοήσει τόσον πολύ ώστε από ενός έτους, ότε έχασε τας τριακοσίας δραχμάς, αι επιχειρήσεις του προώδευον καταπληκτικώς, η περιουσία του ηύξησε. Τι ήσαν δι' αυτόν τώρα τριακόσιαι δραχμαί!
— Συχωρεμένος να ήσαι, αδερφέ· συχωρεμένος να ήσαι!… ανέκραξε μετά θέρμης ο ζωέμπορος, εναγκαλιζόμενος τον Δημήτρην με δάκρυα εις τους οφθαλμούς· δεν φταίω εγώ… μη μου κακοψυχάς!…
— Όχι, δεν φταις· λύσε με από τον αφορεσμό!
— Ναι, θα σε λύσω.
Και ο ζωέμπορος είπεν εις τον Δημήτρην ότι τώρα αμέσως θα επήγαινεν εις Λεχαινά και θα εφρόντιζε δι' όλων των μέσων ν' ανακληθή το επιτίμιόν του…
— Αλήθεια; ηρώτησεν ο Δημήτρης, κάπως δύσπιστος.
— Στο Χριστό που πιστεύομε· είπεν ο ζωέμπορος μετά πειστικότητος.
— Και θα διαβασθή το συχώριο 'ς το χωριό;
— Ναι· αν θες πάμε μαζί ως εκεί.
— Όχι, δεν μπορώ.
Και ο Δημήτρης, επανέπεσεν εξηντλημένος επί της χλοεράς στρωμνής του. Το βλέμμα, του εστράφη πέριξ εις την χλοάζουσαν φύσιν, εις τον καταγάλανον ουρανόν, εις τα υψηλά δένδρα τα σειόμενα υπό του ανέμου ησύχως· το ους του επρόσεξεν εις τον βόμβον εκείνον, τον μαλακόν και εις το συνεχές λάλημα των πουλιών και ο Δημήτρης εδάκρυσεν, επιθυμήσας την ζωήν και τα καλά της ενθέρμως.
— Πάμε, αδερφέ· σε βάνω 'ς τ' άλογό μου· είπεν ο ζωέμπορος.
Και διά συριγμού εκάλεσε τον ίππον του.Ο Τσίλιας εις τον συριγμόν του κυρίου του προσήλθεν, αργά αργά, καμαρόνων ως να έφερε καμμίαν νύμφην επάνω του.
— Γονάτισε· είπεν ο ζωέμπορος, συνοδεύων τον λόγον του μ' εμφαντικόν νεύμα.
Ο Τσίλιας έκλινεν ευθύς προς την γην, πρώτον τα εμπροσθινά γόνατα κι έπειτα τα οπισθινά. Ο ζωέμπορος έκυψε να λάβη τον Δημήτρην εις τας αγκάλας και τον θέση επί του ίππου· αλλά την ιδίαν στιγμήν σπασμός ισχυρός εκλόνησε το σώμα του αρρώστου και τον αφήκε νεκρόν.
Ο Δημήτρης Νουλάς εξεψύχησεν αφού συνεφιλιώθη με τον τάφον.
1888
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου