Έχοντας λίγο κίτρινο στα νύχια και στο βλέμμα
πάει το σκαρί σου κι ανοίγει
μαύρο το νερό από κάτω.
Άδειο το σπίτι .Έξω τα δέντρα
που φύτεψαν τα χέρια σου.
Αυτή τη νύχτα και την άλλη
με το μπαστούνι άχρηστο στην άκρη
και το κορμί σου που επιμένει ν’ αφοδεύει.
Δε θα τον δεις, απ’ τις γρεντές
κατέβαινε παλιά, τώρα
ταβάνωσαν το σπίτι και τι να δεις
με τα σβησμένα μάτια σου,
άσε που θα ’ρθει μ’ ένα μαξιλάρι
και σαν μωρό στην κούνια θα σε πνίξει.
Αν θυμάμαι το χέρι σου, λέει,
στη Σκόδρα, στο Μπάλατον, στο Μπελογιάννη
την τριμμένη σου χλαίνη αν θυμάμαι
το χέρι σου που ’τρεμε και κουδούνιζε το
κουτάλι στο πιάτο κι αν θυμάμαι τα πόδια σου,
λέει, με τ’ άκοπα νύχια, τους κάλους που
σου ’βγαζε ο αδερφός μου θυμάμαι και
τις φωτογραφίες απ’ την Αμερική με
τον Βασίλη, με τον Προκοπή, ντυμένοι στην
πένα, με χωρίστρα κι οι τρεις στο
Boston στο Worcester στο Framingham εκεί
που αθλούνται τώρα οι γιοί και τα εγγόνια σου.
Ούτε αλαφρύ το χώμα ούτε βαρύ.
Η μάνα θα ’ρθει να μάς βρει την
άλλη μέρα θα πάρει το λεωφορείο,
μαύρο αρνί στο μνήμα σου θα βόσκει
κλειστό το σπίτι για καιρό,
τα δυο σκυλιά θα τα ταΐζουν οι γειτόνοι.
Ξένο ψωμί θα τρώνε τα σκυλιά μας.
Μιχάλης Γκανάς, Μαύρα Λιθάρια, Κείμενα (1980), Καστανιώτης (1996)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου