Κάθε Τετάρτη που έφευγε το πλοίο
κατέβαινε στον Πειραιά για το δέμα του
ή όταν της τελείωναν τα χρήματα
για να του στείλει με τους άλλους εξόριστους
μια πλάκα σοκολάτα, μιαν εφημερίδα, ένα χαιρετισμό.
Τα Σάββατα χαράματα που γύριζε το πλοίο
πάλι κατέβαινε μες στα μουλιασμένα φώτα
να ψάξει στα πρόσωπα όσων επιστρέφαν
το δικό του πρόσωπο, όπως το θυμόταν
προτού τα χρόνια στοιβαχτούν ανάμεσά τους.
Κάποτε τον είδε να βγαίνει από το πλοίο
τελευταίο απ' όλους, διστάζοντας, σφιχτά κρατώντας
τη βαλίτσα του κι ένα σάκο, σαν νά 'σανε παιδιά.
Τότε ένιωσε μονομιάς πως δεν τον αγαπούσε
πως θα ζούσε την υπόλοιπη ζωή της μ' έναν ξένο.
Ποιήματα Α' 1943-1959, Κίχλη, 2017
Απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου