Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2024

Αντώνης Σαμαράκης - Ο τοίχος


Ήτανε μια μικρή αυλή, με δωμάτια που μένανε διάφοροι, σε μια γειτονιά μακριά από το κέντρο της πόλης, στη βιομηχανική περιοχή. Η ατμόσφαιρα ήτανε βαριά εκεί, όπως είναι πάντα στις βιομηχανικές περιοχές.
Αυτοί που μένανε στην αυλή δουλεύανε, οι περισσότεροί τους, στα γύρω, εργοστάσια. Ήτανε μερικές φαμίλιες, κι ένας δημόσιος υπάλληλος, γραφεύς Α’ τάξεως, καμιά σαρανταπενταριά χρονώ, εργένης, που έμενε, μόνος, στο δωμάτιο δίπλα στο αποχωρητήριο.
Γύρω στην αυλή ήτανε κι άλλες αυλές κι άλλα σπίτια, ισόγεια κι αυτά και χαμηλά.
Οι γυναίκες την ασβεστώνανε ταχτικά την αυλή. Είχανε και γλάστρες με λουλούδια. Η αλήθεια είναι πως μύριζε το αποχωρητήριο, μα δεν μπορούσε να γίνει τίποτα.
Μπροστά στην αυλή περνάγανε ένα σωρό τροχοφόρα. Ήτανε τα εργοστάσια και γι’ αυτό είχε μεγάλη κίνηση. Μόλις όμως έμπαινες στην αυλή, έμπαινες σ’ έναν άλλον κόσμο.
Τα πρωινά, οι γυναίκες, όσες δε δουλεύανε σαν τους άντρες στα εργοστάσια, σιγυρίζανε τα δωμάτια. Σκουπίζανε την αυλή. Βάζανε μπουγάδα, κι έβλεπες τότε ένα σωρό εσώρουχα, αντρικά, γυναικεία, παιδικά. Γιατί ήτανε και παιδιά στην αυλή. Μικρά παιδιά που παίζανε ολημέρα ή άλλα που πηγαίνανε σχολείο ή δουλεύανε τα μεγαλύτερα. Ήτανε κι ένα αγόρι που ήταν άρρωστο.
Αρρωσταίνανε βέβαια, πότε πότε, αυτοί που μένανε στην αυλή, μα ήτανε μικροαρρώστιες. Το αγόρι όμως την είχε άσχημα.
Έμενε σ’ ένα δωμάτιο με τη μάνα του, μια κοντή γυναίκα, αδύνατη, που είχε διαρκώς ένα φοβισμένο βλέμμα. Ήτανε χήρα, ο άντρας της είχε σκοτωθεί στον τελευταίο πόλεμο. Το αγόρι ήτανε μωρό τότε. Βασανίστηκε πολύ για να το αναστήσει. Δούλευε σ’ ένα υφαντουργείο. Ξενόπλενε κιόλας.
Το παιδί, από δώδεκα χρονώ, έπιασε δουλειά σ’ ένα μηχανουργείο. Επειδή ο νόμος έλεγε από δεκατεσσάρω και πάνω, κάνανε τ’ αδύνατα δυνατά για να πιάσει δουλειά. Ήθελε να βοηθήσει τη μάνα του.
Τώρα ήτανε δεκαπέντε χρονώ, δούλευε πάντα στο μηχανουργείο και το βράδυ πήγαινε σε τεχνική σχολή.
Το κακό πρωτοφανερώθηκε ένα απόγευμα, στο μηχανουργείο, την ώρα που δούλευε. Τόπιασε ένας βήχας πολύ δυνατός — έβηχε τον τελευταίο καιρό, μα δεν είχε δώσει σημασία, — και ξαφνικά έβγαλε αίμα.
Το πήγανε στις κοινωνικές ασφαλίσεις. Το είδανε στις ακτίνες. Του βγάλανε και πλάκα. Ήτανε πειραγμένος ο αριστερός πνεύμονας.
— Ανάπαυση, καλό φαΐ, καθαρός αέρας! είπε ο γιατρός στη μάνα, που το βλέμμα της ήτανε γεμάτο φόβο, ακόμα πιο βαθύ φόβο από άλλοτε.
Και πρόσθεσε:
— Επίσης, προσοχή στον ψυχικό παράγοντα!
Η μάνα πήρε το παιδί και φύγανε.
Η ανάπαυση μπορούσε να γίνει. Το αγόρι σταμάτησε να δουλεύει. Του πήρε η μάνα του μια σαιζ – λονγκ, μεταχειρισμένη. Έβγαινε στην αυλή και καθότανε.
Το καλό φαΐ…Δούλευε υπερωρίες, ξελιγωνότανε στη δουλειά, για να του καλυτερέψει το φαΐ.
Όσο για τον καθαρό αέρα, αυτό ήταν δύσκολο. H ατμόσφαιρα, εκεί, ήτανε βαριά. Δεν μπορούσε η μάνα να κάνει τίποτα για να πάψουν τα εργοστάσια να βρωμίζουνε τον αέρα.
Εκείνο όμως που δεν είχε καταλάβει ήταν η τελευταία κουβέντα του γιατρού:
— Επίσης, προσοχή στον ψυχικό παράγοντα!
Συλλογίστηκε πως αυτό θα ήτανε σίγουρα κάτι πολύ σπουδαίο. Και την έπιασε μεγάλος φόβος. Το είπε στο δημόσιο υπάλληλο, κι αυτός της εξήγησε. Της είπε πως το αγόρι, στην κατάσταση που ήτανε, έπρεπε νάχει γαλήνη.
 
Κανένας δεν ήξερε τι ακριβώς θα γινότανε. Το μόνο που ήξεραν ήτανε πως το διπλανό σπίτι, ισόγειο κι αυτό, χαμηλό, πουλήθηκε. Και μάλιστα μοσχοπουλήθηκε. Ο νέος ιδιοκτήτης, ένας πολύ πλούσιος, θα το γκρέμιζε. Τι θάφτιαχνε ύστερα; Κανένας δεν ήξερε.
Οι διπλανοί μετακομίσανε άρον – άρον, κι ένα πρωί ήρθανε οι μαστόροι κι αρχίσανε το ξήλωμα.
 
Ο τοίχος υψωνότανε ολοένα και πιο πολύ.
Ύστερα από το γκρέμισμα του σπιτιού, οι μαστόροι αρχίσανε να χτίζουνε τον τοίχο.
Ειπώθηκε πως ο νέος ιδιοκτήτης ήθελε να φράξει το οικόπεδό του και παράγγειλε να του φτιάξουνε έναν τοίχο. Άλλοι λέγανε πως θάχτιζε εργοστάσιο.
Στην αρχή, αυτοί που μένανε στην αυλή δεν ανησύχησαν. Γιατί ν’ ανησυχήσουν; Ένας τοίχος, είναι ένας τοίχος. Μα όσο υψωνότανε ο τοίχος, όλο πέτρα αγκωνάρι, τόσο βασανίζονταν αυτοί.
Ο τοίχος υψωνότανε, βαρύς, τους επίεζε στο στήθος. Γίνηκε ένα μέτρο, δυο μέτρα, δυόμισι μέτρα, τρία μέτρα… Και υψωνότανε ακόμα! Κάθε βράδυ που σκολάγανε οι μαστόροι, ο τοίχος είχε υψωθεί ακόμα περισσότερο.
Ήτανε μια καινούρια παρουσία τούτος ο τοίχος, που είχε μπει ξαφνικά στη ζωή τους.
 
Ένα βράδυ, ο τορναδόρος πιάστηκε με τη γυναίκα του, του φάνηκε πως έκανε νοήματα του τραμβαγέρη, που έμενε στο διπλανό δωμάτιο με τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά, την ώρα που αυτός, ο τραμβαγέρης, πέρασε να πάει στο αποχωρητήριο. Γίνηκε άγριος καυγάς, πέσανε γροθιές.
Το άλλο απόγευμα, πιαστήκανε δυο γυναίκες, για μια μικροαφορμή, για ψύλλου πήδημα.
Γινήκανε ακόμα κι άλλα.
Οι πιο πολλοί από τους ανθρώπους της αυλής είχανε γίνει αλλιώτικοι.
Όσο για το δημόσιο υπάλληλο, αυτός είχε χάσει τη συνηθισμένη του ηρεμία και δεν μπορούσε να κοιμηθεί τη νύχτα. Ο τοίχος στεκότανε μπροστά του, εφιάλτης. Μα κείνο που τον βασάνιζε πιο πολύ, ήτανε η σκέψη του αγοριού, που όσο υψωνότανε ο τοίχος τόσο κι έπαιρνε το χειρότερο.
— Επίσης, προσοχή στον ψυχικό παράγοντα!
Συλλογιζότανε την κουβέντα του γιατρού και πόσο ανάποδα ήρθανε τα πράγματα. Το αγόρι έβγαινε στην αυλή, όπως πάντα, και ξάπλωνε στη σαιζ – λονγκ, μα καθότανε όλη ώρα σιωπηλό και σκεφτικό. Όλο και αδυνάτιζε. Το πρόσωπό του είχε γίνει κίτρινο και στα μάτια του ήτανε σκιές. Ο τοίχος το πλάκωνε στο στήθος, εκεί, στον αριστερό πνεύμονα.
 
Η νύχτα ήταν ατέλειωτη. Δεν του κόλλαγε ύπνος.
Πριν από λίγο είχε αρχίσει να γδύνεται. Το αποχωρητήριο, δίπλα, βρώμαγε πολύ.
Έβγαλε το πουκάμισο κι έμεινε με τη φανέλα. Έβγαλε το παντελόνι του, τα παπούτσια του θα τα έβγαζε ύστερα. Δεν πρόφτασε να βγάλει το σώβρακό του, ένα μακρύ άσπρο σώβρακο, η σκέψη του τοίχου ήρθε και μπήκε μέσα του.
Έσβησε το φως, κάθισε σε μια καρέκλα κι άναψε τσιγάρο.
Ο τοίχος είχε αλλάξει τη ζωή τους. Σκέφτηκε τον τορναδόρο που υποψιαζότανε τώρα τη γυναίκα του, το σαράκι της αμφιβολίας τον έτρωγε. Σκέφτηκε τους άλλους, που ο τοίχος τούς είχε επηρεάσει με κάποιον τρόπο. Σκέφτηκε το αγόρι που πήγαινε ολοένα και πιο κοντά στο θάνατο.
— Επίσης, προσοχή στον ψυχικό παράγοντα!
Οι άλλοι, στην αυλή, θα κοιμόντουσαν σίγουρα. Ήταν αργά. Περασμένα μεσάνυχτα.
Οι σκέψεις κυκλοφορούσανε μέσα του, η μια πίσω από την άλλη, με ένταση.
Δεν ήτανε παρά ένας δημόσιος υπάλληλος, ένας γραφεύς Α’ τάξεως. Δεν είχε κάνει ποτέ του κάτι που να ξεφεύγει από το κανονικό, από τη μετριότητα.
Μα τώρα έπρεπε να κάνει κάτι. Όχι για τον εαυτό του. Για τους άλλους, για τους ανθρώπους της αυλής. Για τους ανθρώπους.
Κάπνιζε το ένα τσιγάρο πάνω στ’ άλλο.
Από το παράθυρο ξεχώριζε, μες στη σκοτεινή νύχτα, τον τοίχο, που υψωνότανε βαρύς και τον επίεζε, τον επίεζε. Είχε ένα φριχτό πρόσωπο ο τοίχος. Άξαφνα ένιωσε πως αυτός ο τοίχος ήταν η ζωή, η ζωή που υψώνεται πάνω στους ανθρώπους και τους πιέζει, τους πιέζει ολοένα.
Πετάχτηκε πάνω, άνοιξε το συρτάρι, πήρε το παλιό πιστόλι που είχε, βγήκε στην αυλή, με τη φανέλα, το μακρύ άσπρο σώβρακο και τα παπούτσια, ο τοίχος ήταν εκεί, έβλεπε το φριχτό πρόσωπό του, ο τοίχος, ο τοίχος ήταν εκεί, «Ναι, εγώ τον σκότωσα!» θάλεγε όταν θα πλάκωνε η αστυνομία, ο τοίχος ήταν εκεί, η ζωή ήταν εκεί, η ζωή, ο τοίχος, ο τοίχος, ο τοίχος, ο τοίχος…
Άδειασε και τις έξι σφαίρες απάνω του.

Ζητείται ελπίς, 1954

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου