[…] Κατά τις τρεις αυτές μέρες, στο διάστημα των
οποίων ο χρόνος έπαψε να υπάρχει γι’ αυτόν, αγωνιζότανε μέσα σ’ εκείνο το μαύρο
σακί, όπου τον έχωνε μια δύναμη αόρατη κι ακατάβλητη. Αγωνιζότανε, όπως
αγωνίζεται μέσα στα χέρια του δήμιου ένας καταδικασμένος σε θάνατο, γνωρίζοντας
καλά πως δεν μπορούσε να διαφύγει. Κι ενώ τα λεπτά έφευγαν, ένιωθε ότι, παρόλες
του τις προσπάθειες, όλο και πλησίαζε σ’ εκείνο που τον γέμιζε τρόμο. Ένιωθε
ότι οι οδύνες του προερχόντουσαν από κείνο που τον έσπρωχνε μέσα στη μαύρη τρύπα,
αλλά περισσότερο ακόμα, από το ότι δεν κατόρθωνε να μπει εκεί μέσα. Και κείνο
που τον εμπόδιζε να μπει ήταν το συναίσθημα ότι η ζωή του υπήρξε καλή. Ήταν η
δικαίωση της ύπαρξής του που τον συγκρατούσε και τον εμπόδιζε να προχωρήσει
μπροστά και τον καταβασάνιζε περισσότερο απ’ όλα τ’ άλλα.
Ξάφνου, μια άγνωστη δύναμη τον χτύπησε βίαια στο
στήθος, και στο πλευρό και του ’κοψε την ανάσα. Κατρακύλησε μες στην τρύπα και κει κάτω, μέσα στα έγκατα, κατιτί έλαμψε. Ξαναδοκίμασε
την ίδια εκείνη αίσθηση, που κάποτε στο παρελθόν είχε δοκιμάσει, όταν ταξίδευε
με τραίνο. Ενώ δηλαδή φανταζότανε ότι προχωρούσαν, στην πραγματικότητα
οπισθοδρομούσαν κι αντιλαμβανότανε απότομα την πραγματική κατεύθυνση.
«Ναι, δεν ήταν καθόλου εκείνο», σκέφτηκε. «Όμως δεν
είναι τίποτα». «Εκείνο» είναι δυνατό ακόμα να γίνει. Ποιο «εκείνο»; αναρωτήθηκε
και ξαφνικά ησύχασε.
Αυτά συνέβησαν προς το τέλος της τρίτης μέρας, δύο
ώρες προ του θανάτου του. Σ’ αυτή τη στιγμή ακριβώς, ο μικρός μαθητής γλίστρησε
σιγανά μες στο δωμάτιο και πλησίασε το κρεβάτι. Ο ετοιμοθάνατος δεν έπαψε να
βγάζει απελπισμένες κραυγές και να χτυπιέται κουνώντας τα χέρια. Το χέρι του
συνάντησε το κεφάλι του παιδιού. Ο μαθητής το άρπαξε, ακούμπησε πάνω τα χείλη
του κι άρχισε να κλαίει. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ο Ιβάν Ιλίτς έπεσε,
διέκρινε το φως κι αποκάλυψε ότι η ζωή του, δεν υπήρξε εκείνη που θα ’πρεπε,
αλλ’ ότι αυτό μπορούσε ακόμη τώρα να επανορθωθεί. Αναρωτήθηκε: τι είναι
«εκείνο» κι ησύχασε τείνοντας τ’ αφτί. Τότε αισθάνθηκε πως κάποιος του φιλούσε
το χέρι. Άνοιξε τα μάτια κι είδε το γιο του. Τον λυπήθηκε, τον συμπόνεσε. Είδε
και τη γυναίκα του που τον πλησίαζε. Την κοίταξε κι εκείνη επίσης. Αυτή τον
ατένιζε μ’ απελπισία, με το στόμα ανοιχτό και τα μάγουλά της, τη μύτη της όλα
μουσκεμένα από τα δάκρυα.
«Ναι, τους βασανίζω», σκέφτηκε. «Με λυπούνται, αλλά
είναι καλύτερα γι’ αυτούς να πεθάνω.» Θέλησε να τους το πει αλλά δεν είχε τη
δύναμη. «Εξάλλου, για ποιο λόγο να μιλήσω;» σκεφτόταν. «Πρέπει να το κάνω».
Έδειξε με το βλέμμα το γιο του και είπε στη γυναίκα του:
– Πάρτον από δω... λυπάμαι... και για σένα επίσης.
Θέλησε ακόμη να προσθέσει: «Σε συγχωρώ!» αλλά είπε
«Συγχώρεσέ με» κι ανίκανος να διορθώσει το λόγο του, έκανε ένα σημείο με το χέρι, γνωρίζοντας ότι θα γινότανε καταληπτός
από κείνον που έπρεπε να τον καταλάβει.
Κι απότομα, ένιωσε καθαρά ότι εκείνο που τον
στενοχωρούσε και τον καταπίεζε, διαλυότανε, έρρεε έξω απ’ αυτόν κι απ’ όλες τις
μεριές ταυτόχρονα. Λυπήθηκε για κείνους. Δεν πρέπει πια να τους κάνει να
υποφέρουν κι άλλο. Πρέπει να τους απαλλάξει και ν’ απαλλαγεί κι αυτός ο ίδιος
από την αγωνία τη δική τους. «Πόσο καλό κι απλό που είναι!» σκέφτηκε. «Αλλά
αυτή; τι θα γίνει;» αναρωτήθηκε. «Ε! λοιπόν, πού είσαι; πού είσαι οδύνη μου
εσύ;»
Ενέτεινε την προσοχή του.
«Α! να τη! Ε! λοιπόν, ας μείνει εκεί! Κι ο θάνατος;
πού είν’ ο θάνατος;»
Ζήτησε να βρει το συνηθισμένο του τρόμο, μα δεν τον
βρήκε πια. «Πού είν’ αυτός; Ποιος; ο θάνατος;» Μα δε φοβότανε πια, γιατί κι ο
θάνατος δεν υπήρχε πια.
Αντί για το θάνατο, έβλεπε το φως.
– Να λοιπόν τι είναι αυτό, πρόφερε ξαφνικά, με δυνατή
φωνή. Τι χαρά!
Όλα αυτά για τον άρρωστο δημιουργήθηκαν μέσα σε μια
στιγμή κι η σημασία αυτής ακριβώς της στιγμής, δεν άλλαξε πια. Αλλά για τους
ανθρώπους του περιβάλλοντός του η αγωνία του διάρκεσε ακόμα δύο ώρες. Από το
στήθος του έβγαιναν αγκομαχητά και το ξέσαρκο κορμί του σκιρτούσε. Ύστερα, σιγά
σιγά, τα σκιρτήματα και τ’ αγκομαχητά αραίωσαν.
– Τελείωσε! είπε κάποιος.
Τ’ άκουσε αυτά τα λόγια και τα επανέλαβε μέσα στην
ψυχή του: «Τελείωσε ο θάνατος!» σκέφτηκε. «Δεν υπάρχει πια!»
Ανάπνευσε τον αέρα βαθιά, δεν αποτελείωσε την εισπνοή
του, τεντώθηκε και ξεψύχησε..
Λέον Τολστοί, O θάνατος του Ιβάν Ιλίτς, Μετάφραση: Ευγενία Ζήκου,
Αθήνα: Καστανιώτης 2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου