ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Θυμάμαι είχα δει ένα όνειρο
για τα γράμματα και που να τα βρω...
Το Άλφα θα το 'βρισκα σε άγριο τοπίο
φτερό-ανάσα άσπρου πουλιού σ' αγκάθι σκαλωμένο.
Το Βήτα στα βότανα. Έψαχνα για φάρμακο
ν' αλαφρώσει το βάρος του ήλιου που πέφτει
ν' αντέξω την τέφρα της νύχτας
κάθε φορά η τελευταία νύχτα.
Το Γάμα στα γλυκά της μάνας μου.
Γιορτάζει εκείνη τη γέννησή μου πιο πολύ από μένα
σαν πλησίαζα λουσμένη, καθαρή
να της υποσχεθώ πως ζούσα, παρ 'όλ' αυτά
ζούσα και σιγομουρμούριζα τραγούδια
με την παράφωνη ύπαρξή μου, παρ' όλ' αυτά.
Κι ήταν εκείνο το Έψιλον
έβλεπα στον ύπνο μου ότι καμιά του λέξη
δεν καταλάβαινα, ούτε αυτόν τον έρωτα.
Κι έψαχνα σε βουνά λεξικά
και μόνο Ενοχή έβρισκα
που δεν ήτανε σβησμένη.
Θα 'γραφα ένα μεγάλο γράμμα στα γράμματα.
Θα τους έλεγα πως δεν φταίνε αυτά
όταν λαθεύω, όταν ανορθόγραφα εξομολογούμαι
όταν παρερμηνεύω τις καλοσύνες της ημέρας
όταν πέφτω σε παράπτωμα
λέω παράπτωμα κι εννοώ
για το θάνατο να ζητώ εξηγήσεις.
Αγαπημένα μου γράμματα -θ' άρχιζα-
χαϊδευμένα μου φωνήεντα, ανθεκτικά σύμφωνα
πώς βγήκατε ξαφνικά σαν μυρμήγκια από τη γη
και μπήκατε σε μια σειρά, σ' ένα σκοπό
μαυριδερά, με κόκκινες βούλες μουσικής.
Εσείς ίσως ξέρετε
γιατί εγώ δεν ξέρω πώς πλάστηκα
από πού έρχονται εκείνα τα δάκρυα
που εσείς με τόση φυσικότητα περιγράφετε
τι είναι αυτό που νοσταλγώ σαν να το γνώρισα
ξέχασα σαν να το ' χα ζήσει
το περιμένω σαν να μου το υποσχέθηκαν
το φοβάμαι σαν να με φοβέρισαν
και μοιάζει με νερό
που στην επιφάνεια του καθρεφτίζεται μια έρημος
κι είναι σκληρό σαν ατσάλι το νερό
ανατριχιάζει όμως συνάμα, τρέμει
γιατί μόνο αυτό ξέρει
με μια κίνηση να κρύβει και ν' αποκαλύπτει
το τίποτα.
[ΑΥΤΟ από τη συλλογή ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ]
Ο ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ
Η πεταλούδα προς το φως πετάει
μ' όλο το ασήκωτο βάρος της ομορφιάς
στ' άυλα, λες, φτερά της.
Ο φωτογράφος μένει στο σκοτάδι
γιατί αυτός μέσα στο μαύρο μόνο ξέρει να οργανώνεται.
Όλο ελπίζει πως κάποτε θ' αποτυπώσει τη διαφορά
ανάμεσα στο χωρισμό και το θάνατο
ατέλειες έχει όμως ακόμη πολλές η τέχνη του
αν και όσο πάει μαθαίνει απ' έξω τη νύχτα
παπαγαλίζει το σκοτάδι
κι αισιοδοξεί πως η αδιόρατη στιγμή
όταν η εγκατάλειψη η απλή
μεταμορφώνεται σε θάνατο οριστικό
θα συλληφθεί στο τέλος.
Ο φωτογράφος απ' όλες τις ιδέες της φύσης
διαλέγει το σώμα
απ' όλα τα αινίγματα τον αφαλό
απ' όλα τα ουράνια θέματα τα υγρά χείλη.
Τρίβει, σβήνει, βουτάει
σε χημικές ουσίες το μπράτσο με τη μισή ουλή
το ελαφρό σκύψιμο της πλάτης
τη λακουβίτσα του γοφού.
Στεφάνι από ελάχιστα εκλεκτά χρόνια
βάζει στην κεφαλή του μοντέλου του
αλλά η ίδια πάλι αποτυχία,
το αρνητικό πάντα στο ίδιο σημείο
παίρνει φως, στα μάτια.
Θα προσπαθήσει ξανά
όταν θα 'χει κάνει όλες τις ασκήσεις σωστά:
τόσο κλάμα, τόση ευεξία.
Όταν θα 'χει προσέξει τη δίαιτά του:
λίγη θλίψη, αρκετή απόσταση
κι άφθονη επιβίωση.
Θα δοκιμάσει με τα τρεμάμενα δάχτυλα της μνήμης
να φωτίσει κείνα τα μάτια
σαν να επενεργούσαν ακόμη
ενώ η σκιά τους θα τονίζει
το αντίθετο του πραγματικού.
Θα συγκεντρωθεί σε δαύτα
αγνοώντας το υπόλοιπο περιβόλι
κι ας αναδίνει ολόκληρο την ευωδιά
που ’χει η ζωή πριν κομματιαστεί
σε τετελεσμένα γεγονότα.
Σκέψου λογικά όλο λέει στον εαυτό του
ο φωτογράφος
αφού τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής
κι η ψυχή είναι αιώνια
θα ’ναι κι αυτά αιώνια.
Θα πλέουν τώρα ή θ’ ανεβαίνουν
θα χαμογελούν ελεύθερα
χωρίς τ’ αφεντικό τους το κορμί.
Τότε ο βιρτουόζος του φάσματος του φωτός
στο λεκανάκι με το φάρμακο της αφθαρσίας
βούτηξε του κόσμου το πιο όμορφο πλάσμα.
Αν και περίμενε βέβαια μερικές αλλοιώσεις
στην πόζα πάνω στο κρεβάτι
στο βαθύ αναστεναγμό στην έξοδο
της αγάπης απ’ το πρωινό όνειρο
υπολόγιζε πώς το πρόσωπο μες στα συντηρητικά
της ερωτικής μνήμης
θα ’μενε άθικτο.
Όμως, οι εύκολες που ’χε προτιμήσει
λύσεις στη ζωή του τον εμπόδιζαν να εργαστεί.
Πώς να δημιουργήσει το αιώνιο
όταν η μικροψυχία του δεν τον αφήνει
να δει τη διαφορά ανάμεσα στην ομορφιά
όταν εσένα μόνο εγκαταλείπει
όμως αλλού πάει να κουρνιάσει
άλλη ζωούλα να περιτυλίξει
άλλον η χάρις της να ελεήσει
σ’ αλλουνού το κατώφλι να κυλήσει
τ’ αστραφτερό νόμισμα της ύπαρξης εκείνης
κι όταν
για πάντα χάνεται το θαύμα
της πατημασιάς του άνω στη γη
κίνηση, φωνή κανέναν δεν αποδεκατίζει
κανείς δεν μεταλαβαίνει το σώμα και το σπέρμα του αγαπημένου.
Ανάξιος στάθηκε τη διαφορά αυτή
ν’ αποτυπώσει ο φωτογράφος.
Κι απ’ την κολυμπήθρα της τέχνης του
αναδύθηκε μια μουντζούρα ζωής
μια μαϊμουδίσια μούρη θανάτου
μια επανέκδοση του αρνητικού
μια ανανέωση της αγιάτρευτης απουσίας
της εγκατάλειψης, της σιωπής.
Αυτό ήταν το μόνο θετικό.
Είχε κατορθώσει ο φωτογράφος
ν’ απαθανατίσει τη σιωπή.
Το μόνο θετικό.
[ΠΡΟΣΩΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ από τη συλλογή ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ]
Η ΜΕΤΑΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΕΦΙΑΛΤΗ
Ο εφιάλτης για να γίνει ποίημα
θέλει η σιωπή να 'ναι χωρίς τριγμούς
ψυχής, καρδιάς ή άλλων οργάνων
της ανόργανης χημείας της ύπαρξης.
Στη σιωπή επιτρέπεται να κατοικούν χρώματα
απαγορεύονται όμως οι χτυπητές αντιθέσεις:
μαύρο με ροδαλό
ή με πολυτραγουδισμένο μπλε των ματιών.
Λίγο χωματί ίσως
χάλκινο μαραμένου φύλλου
ή άσπρο με βούλες καφετιές από σβέρκο σκύλου.
Αφού ο εφιάλτης έχει πάρει πια όσο είναι να πάρει μπόι
υποβάλλεται σε σειρά εγχειρήσεων.
Με μεγάλη λεπτότητα πρέπει να του αφαιρεθεί
η λογική υποψία
κι έπειτα χωρίς αναισθητικό
να του μεταμοσχευθεί κάτι
από την έμφυτη καλοσύνη των ανθρώπων.
Η πιο δύσκολη επέμβαση
είναι να τον αποκόψεις απ' τον τρόμο.
Αυτό το πετυχαίνεις με το να βουτάς
αδιάκοπα το κακό όνειρο
στην αγιότητα της φύσης.
Και τότε βλασταίνει το ποίημα,
φυλλαράκι το φυλλαράκι, ανθό τον ανθό,
ασθενικό στην αρχή, τρεμάμενο
ανεβαίνει απ' το μαύρο χώμα που το 'θρεψε
και τολμά.
Τολμά να ονειρεύεται
το αντίδοτο της αγωνίας
το Λόγο
[ΠΡΟΣΩΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ από τη συλλογή ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ]
ΦΑΝΗΚΕ ΚΑΙ ΑΠΟ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ποτέ μου δεν κατάλαβα την άνοιξη
-φάνηκε και από άλλα ποιήματα-
γι' αυτό κι όλες οι παρεξηγήσεις με τη σάρκα
την ελπίδα, την αυτογνωσία μέσα στο χρόνο.
Ποτέ μου δεν κατάφερα να ισορροπήσω
το ετήσιο θαύμα
με την αιώνια σιωπή,
την αλήθεια του ανενεούμενου άνθους
με τον έναν και μοναδικό θάνατο.
Μελέτησα πάλι σήμερα το καινούργιο πράσινο
και πώς ο παγωμένος αέρας έκπληκτος
μπρος στις διαχύσεις της φύσης
κάνει ένα βήμα πίσω.
Το φως ακκίζεται σε μισοκρυμμένες κρυφές
κι εγώ βρέθηκα πάλι εκτός θέματος.
Το θέμα είναι ένα:
το προσωπικό σώμα
κι ο απρόσωπος χαμός του.
[ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΧΩΡΙΣ ΜΕΛΛΟΝ από τη συλλογή ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ]
ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΙΚΟ
Μην πλησιάζεις
το ξέρω αυτό το βήμα
μες στο σκοτάδι που σιμώνει κι αυτό.
Μη νυχτοπατάς
γιατί φαντάζομαι τα νύχια των ποδιών σου
να λάμπουν σαν αχηβαδάκια
στην άκρη του ωκεάνιου σώματός σου.
Μη μιλάς
την ξέρω αυτή την κουβέντα
για ανέμους δήθεν και για νερά
στην ουσία όμως για όντα
και πώς νιώθουν αυτά όταν τ' αγγίζεις
Μην σκέφτεσαι
τις ξέρω αυτές τις σκέψεις
για το θεό τάχα που κατοικεί
στο ναό του στήθους σου
στην πραγματικότητά όμως
για να με κρατάς έξω από κάθε
ζωικό συμπέρασμα.
Μην ανασαίνεις
πως είναι μου λες απαραίτητο
για να ζεις.
Δεν τα πιστεύω εγώ αυτά
για να με δαιμονίσεις το κάνεις
να με πεθάνεις.
Μην υπάρχεις,
δεν έχει "γιατί". Γιατί έτσι.
Μην πλησιάζεις.
[ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΧΩΡΙΣ ΜΕΛΛΟΝ από τη συλλογή ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ]
ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟ ΕΡΠΕΤΟ
Ερωτευμένο ερπετό
στο εσωτερικό του σάρκινου οίκου σου
θα συρθώ με την ερείπιο-κοιλιά μου
ως τη χαραμάδα με το ελάχιστο που μπαίνει φως
απ' το απλωμένο έξω μπλε των ματιών σου.
Το κακό δεν είναι η σκόνη ζωή μου
και το σκοτάδι που αρχίζω ν' αντιγράφω
ούτε ο επίμονος στ' αυτιά μου βόμβος
σαν μέλισσες να εγκατέλειψαν
δυο πεθαμένους εραστές
και να φτεροκοπάνε τώρα πια
μ' εκείνων κει το πάθος
δεν είναι που η επιθυμία αρχίζει να μοιάζει
με τρελή γριά κυρία
που στολίζει με νταντελένιο τραπεζομάντηλο
τα άγευστα βυζιά της
θαρρώντας πως πάει να παντρευτεί
αλλά είναι που τολμώ
ο πεπτωκώς οργανισμός εγώ
να ονειρευτώ πως έχω ποδαράκια και φτερά
στον αέρα πως κάνω βόλτες και στροφές
κι ανοίγματα δροσιάς πως βρίσκονται στο μέλλον.
[ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΧΩΡΙΣ ΜΕΛΛΟΝ από τη συλλογή ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ]
ΠΡΟΜΗΝΥΟΝΤΑΙ ΚΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ
Στο όνειρό μου απόψε
τον καλούσα με το όνομά του
του μιλούσα στον ενικό
με μια οικειότητα που ποτέ
δεν μου είχε επιτρέψει ως τότε.
"Αχ εσύ:" του 'λεγα
και την ποιητική άδεια του ζητούσα
ν' αποσυρθεί ο νους μου
απ' τα εγκόσμια κάλλη του συνομιλητή μου
ν' αδειάσει το κεφάλι μου
από εικόνες που περιέχουν αφές
φωνές όλο γεύσεις από χείλια πατικωμένα με νύχτα.
"Να 'μαι στη σκέψη αγνή, αγνή", παραμιλούσα
"να μη θέλω τίποτα έξω από σένα"
Προμηνύονται κι ευτυχισμένες μέρες
σκέφτηκα μες τη λογική του ύπνου
τώρα που ερωτεύτηκα το θάνατο.
[ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΧΩΡΙΣ ΜΕΛΛΟΝ από τη συλλογή ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ]
ΠΑΓΟΔΡΟΜΙΕΣ ΨΥΧΗΣ
Μέσα μου μια επιφάνεια γλιστερή
και πάνω της παγοδρομεί η ψυχή μου.
Τι εύθραυστα όλα αυτά, φως
γυαλιστερές πατημασιές
ένα τραγουδάκι ελαφρό που ακούγεται
να βγαίνει αμυδρό απ' το υπόγειο τέλος.
Όπως σηκώνω το πόδι
η γρατσουνιά στον πάγο
το πιο φοβερό μου θυμίζει:
πόσο λεπτούλα είναι η επιφάνεια.
Σταματώ τότε την πιρουέτα στον αέρα
η άβυσσος κι εγώ γινόμαστε ένα
γλιστράω αρτιμελής και φεγγοβόλα
σαν μόλις να βγήκα απ' το καμίνι της ύπαρξης
οι πάγοι λιώνουν στον καύσωνα της φαντασίας
και βρέχει στη ζωή μου πρασινάδα.
[ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΧΩΡΙΣ ΜΕΛΛΟΝ από τη συλλογή ΩΡΑΙΑ ΕΡΗΜΟΣ Η ΣΑΡΚΑ της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ]
Πηγή:https://ai2avatongar.blogspot.com/2015/01/blog-post.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου