Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2024

Τάσος Λειβαδίτης - Οι άνθρωποι στη χώρα των θαυμάτων




Αφιερωμένο χτες στη Βιέννη, σή-
μερα στο Ελσίνκι, αύριο σε κάθε
πόλη που θα μαζεύονται οι άνθρωποι
για να υπερασπίσουν την Ειρήνη




Απόψε είμαι ερωτευμένος με μια πόλη!
Άσημη πόλη, φωταγωγημένη, ξαφνικά, από χιλιάδες όνειρα
πόλη τριαντάφυλλο, πόλη χελιδόνι, πόλη ψωμί και πόλη εμπιστοσύνη.
Σε συλλογίζομαι κ’ είναι σάμπως ν’ ανοίγω την πόρτα του σπιτιού μου
σ’ αγαπώ, κ’ είναι σα ν’ ακουμπάει στην καρδιά μου όλου του κόσμου η καρδιά.
Οι άνθρωποι απόψε τραγουδάνε τ’ όνομά σου
κάνοντας ν’ αντηχούνε όλες οι καμπάνες, όλα τα βιολοντσέλλα κι όλα τα γιαπιά.


Όταν έπεφτε η Μαδρίτη εμείς κλαίγαμε
όταν απελευθερωνόταν το Παρίσι όλη η ζωή έκανε ένα βήμα μπρος
όταν οι Ρώσοι μπαίνανε στο Βερολίνο αγκαλιαζόμαστε και φιλιόμαστε
σήμερα τραγουδάμε, αγαπημένη πόλη
πόλη που μες στους δρόμους σου αγκαλιάζονται οι σημαίες των εθνών
πόλη που διασταυρώνονται τ’ άστρα, τα όνειρα κ’ οι δρόμοι των πέντε ηπείρων
τα κορίτσια κόβουν το νυφικό τους φόρεμα στο σχέδιο της καρδιάς σου
οι μητέρες σκουπίζουν τα δάκρυά τους μ’ ένα κομμάτι απ’ τον κατάφωτο ουρανό σου.
Έψαχνα να σε βρω ανάμεσα στις γυναίκες, και συ, αγαπημένη, ήσουν μια πόλη.


Οι γρηές καθισμένες στα κατώφλια της γης γνέθουν τα χρόνια και την ελπίδα σου
οι καλαθοπλέχτες πλέκουν με το φως σου μεγάλα πανέρια για τη νέα σπορά
τα ζευγαράκια όλου του κόσμου δώσανε ραντεβού στα πάρκα σου
πόλη, ω πόλη, που στις γωνιές σου, απόψε, οι υπαίθριοι πουλητές
πουλάνε δάφνες για τους ποιητές και τηγανίτες για τα παιδιά.
Με μόνο μισή πεντάρα αγάπη, απόψε, αγοράζεις όλη την ευτυχία!


Τότε, τις σκληρές μέρες του πολέμου που κανείς δεν ήξερε αν θα ζήσει
γλύστραγε μες στα χαρακώματα μι’ αχτίδα απ’ τον αυριανό σου ήλιο.
Έτσι ζεσταίναμε τα χέρια μας.
Όπως σηκώναμε τους σκοτωμένους βρίσκαμε κάτω, μέσα στο αίμα τους
δυο ψίχουλα απ’ την αυριανή αγάπη.
Μ’ αυτά τα ψίχουλα ζήσαμε.
Απόψε οι ξύλινοι σταυροί τους κάνουνε μια μεγάλη σκαλωσιά
που ανεβασμένοι οι εργάτες με τραγούδια και σφυριά χτίζουν έναν καινούργιο ορίζοντα
πόλη, πόλη κλειδί, που ανοίγεις όλα τ’απελπισμένα χέρια κι όλα τα γιασεμιά
εσένα τραγούδαγε ο Λόρκα,
ο Φούτσικ για σένα πέθανε
και το μικρό σκοτωμένο κοριτσάκι της Χιροσίμα
είναι μια πεταλούδα, απόψε, που πετάει μες στα ζαχαροπλαστεία σου.
Συχώρα με, αγαπημένη πόλη, μα όχι, όχι εσένα.
Απόψε είμαι ερωτευμένος μ’ όλους τους νεκρούς.



Έχετε δει, λοιπόν, μια πόλη να χορεύει.
Να στροβιλίζεται μες σ’ έναν καταράχτη από άστρα και φιλιά.
Τα σηκωμένα δρεπάνια των θεριστών κάνουν μια γέφυρα που την περνάει χορεύοντας
άσπροι, μαύροι, κίτρινοι, το Μεξικό με την κιθάρα του στον ώμο
η αγάπη δεν έχει χρώμα, η λευτεριά έχει το ίδιο γέλιο για όλους τους λαούς
πόλη, ω πόλη, που φρουρείς τα στάχια, τ’ αμόνια, τα ηλιοβασιλέματα και τα φιλιά
η Πασιονάρια φιλιέται στο στόμα με τους περαστικούς
ένα μικρό γυφτάκι χορεύει αγκαλιασμένο με την Παναγία των Παρισίων
πόλη, πόλη ενός κόσμου, απόψε, που κ’ οι μητέρες των νεκρών είναι χαρούμενες.



Όλα είναι τρέλλα απόψε. Οι άνθρωποι βρέθηκαν ξαφνικά στη χώρα των θαυμάτων.
Κάθε παιδί μπορεί να βγάλει από τον κόρφο του χιλιάδες περιστέρια
μιλάει ο Ζολιό Κιουρί κι ακούμε μονομιάς όλα τα φλάουτα της γης
βρέχει ήλιο και γαλήνη πάνω απ’ τα πεδία των μαχών
στα χαρακώματα κυλάει το νερό – γυρνάν, γυρνάν οι μύλοι
αλέθουνε το στάρι. Οι ζυμωτές αραδιάζουν στους πάγκους τα ψωμιά.
Μα τα ψωμιά είναι ανήσυχα, δεν κοιμούνται.
Μένουνε ξάγρυπνα τη νύχτα και συλλογιούνται τους πεινασμένους.
Και ξαφνικά σηκώνονται οργισμένα σε μιαν απέραντη στρατιά
και ξεκινάνε να κυριέψουνε τον κόσμο. Αμήν, αμήν, λέγω υμίν
ήγκικεν η βασιλεία του ψωμιού.
Σ’ αυτήν την πόλη βλέπουν οι τυφλοί, οι άλαλοι τραγουδάνε
πόλη, πρωτεύουσα ενός κόσμου που, απόψε, δίνει τα χέρια.



Πάμε, πάμε σ’ αυτήν την πόλη.
Σε κάθε πόρτο, αντί για διαβατήριο, θα δείχνουμε τα εργατικά μας πρόσωπα.
Σ’ όλες τις χώρες μάς γνωρίζουν. Είμαστε απ’ τους δικούς τους.
Φωτιά; Τσιγάρο; Εν τάξει.
Τρεις λέξεις μόνο φτάνουν για ν’ αγαπηθούνε οι άνθρωποι.
Δυο χέρια για να ζήσουν. Μια σημαία για να νικήσουνε. Πάμε!
Μας υποδέχονται παντού – βουίζουν οι πλατείες – καίει μακριά ο ορίζοντας. Ξημερώνει.
Ότι κι αν κάνουν θα νικήσουμε – ο κόσμος μάς ανήκει.
Το μέλλον είναι μες στην τσέπη μας, σαν το κλειδί του σπιτιού μας
Είμαστε μεθυσμένοι, απόψε, μα όχι από κρασί.
Απόψε είμαστε μεθυσμένοι απ’ όλο το αύριο.
Πάμε, πάμε…..


Από τη συλλογή Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο, 1956, που περιλαμβάνεται στο συγκεντρωτικό έργο «Τάσος Λειβαδίτης - Ποίηση, (Τόμος πρώτος 1950 - 1966)», Κέδρος, 14η έκδοση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου