«Εκείνος οπού δεν θυσιάζει την υπόληψή του στη συνείδησή του, δεν ημπορεί να ’πωθεί τίμιος άνθρωπος», έγραψε όταν η κοινωνία του νησιού του, ποδηγετημένη από φαύλους, εξεγέρθηκε εναντίον του. Γεννήθηκε στο Ληξούρι στα 1811. Υπήρξε μαθητής του Κάλβου και στον κύκλο του Σολωμού. Σπούδασε νομικά κι έζησε στη Γαλλία και την Ιταλία. Μα δεν έλαβε ποτέ άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος στην Ελλάδα.
Συνήθιζε να τα βάζει με όλους και με όλα άλλωστε, χρησιμοποιώντας τη γραφή σαν όχημα εκτεταμένης κοινωνικής κριτικής. Την Εκκλησία, τις Αρχές, την κομματοκρατία, την καθημερινή υποκρισία των ανθρώπων γύρω του. Αν και πολιτικά συντηρητικός, εάν διαβάσουμε όντως τα κείμενά του για την προίκα, τις συναλλαγές, τη δικαιοσύνη ή τους κομματάρχες, βλέπουμε μια πολιτιστική προοδευτικότητα έντονη. Λιπόσαρκος, όπως κάθε μάρτυρας που τον τρώει η αλήθεια του κι αρνείται να χρωστά σε κείνους που την εξακοντίζει, εκπροσωπούσε την απροσκύνητη παράδοση κάποιων αντιεξουσιαστών της Κεφαλονιάς.
Τον είχαν ήδη προειδοποιήσει να εγκαταλείψει το νησί για να σωθεί.
«Η 2 Μαρτίου 1856 –μέρα του πρώτου αφορισμού του– είναι μια ημερομηνία εφιαλτική για τον Λασκαράτο. Απ’ το πρωί χτυπάνε νεκρικά οι καμπάνες όλων των εκκλησιών του νησιού. Κατά το μεσημέρι ο δεσπότης Σπυρίδων/.../διαβάζει τον αφορισμό για το “βδέλυγμα της ερημώσεως”/…/, με τα μαύρα πισωμένα κεριά και μαύρα άμφια των παπάδων. Η εντύπωση είναι τρομακτική. Ο θρησκόληπτος κι αμόρφωτος λαός είναι αγριεμένος σε τέτοιο σημείο εναντίον του “αφορεσμένου” ώστε κινδυνεύει κι η ίδια η ζωή του./.../
Η Αστυνομία του συνιστά να κλειστεί στο σπίτι του, τουλάχιστον σαράντα μέρες, ώσπου να κατευναστούν τα πνεύματα. Αλλά κι έτσι προφυλαγμένος κινδυνεύει να πεθάνει της πείνας μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του γιατί κανένας δεν του δίνει ούτε ψωμί/…/ Φεύγει κρυφά κι αποβιβάζεται στη Ζάκυνθο, όπου τον αναγνωρίζουν...
Κι ενώ μισοπεθαμένος εγκαθίσταται σ’ ένα σπίτι φιλικό του, ο δεσπότης Ζακύνθου του διαβάζει δεύτερον αφορισμό… “σε τούτη την περίσταση -όπως γράφει στην περίφημη απόκρισή του στον Αφορισμό– εγνώρισα διά πείρας εκείνο που είχα ακουστά ως τότες… εγνώρισα την φύση τη Θεϊκή της Συνείδησης και την άπειρη δύναμή της…”» (απόσπασμα από άρθρο του Δ. Ψαθά, στο περιοδικό Νέα Εστία, τ. 821, 15/9/1961).
Και έλεγε πάντα τις πικρότερες αλήθειες με χαμόγελο, σύμβολο εσωτερικής δύναμης μεγάλης απέναντι σε κάθε εκφοβισμό που θεμελιώνει εξουσίες χειραγωγώντας: «Και τι θα πάθω τώρα που με αφόρισαν; –Το κορμί σου δε θα λειώσει ποτέ. Τουλάχιστον αφόρισαν και τα παπούτσια μου να μη λιώνουν οι σόλες;».
Ο «αφορεσμένος» Ανδρέας Λασκαράτος που πέθανε 24 Ιούλη του 1901, στο Αργοστόλι.
Πηγή: https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/442572_o-aforesmenos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου