Πέμπτη 3 Ιουλίου 2025

Raymond Carver - Ποιήματα

 Χ ε ι μ ε ρ ι ν ή   α υ π ν ί α

Το μυαλό δεν μπορει να κοιμηθεί, μόνο μένει ξύπνιο και

κορώνει, ακούγοντας το χιόνι να σωρεύεται σαν

σε ύστατη επίθεση.

Εύχεται να ήταν εδώ ο Τσέχοφ να του χορηγούσε

κάτι – τρεις σταγόνες βαλεριάνα, ένα ποτήρι

ροδόνερο – οτιδήποτε, δεν θά ’χε σημασία.

Το μυαλο θα ήθελε να φύγει από εδώ

πάνω από το χιόνι. Θα ήθελε να τρέξει

μαζὶ με μια αγέλη τριχωτά ζώα, όλο δόντια,

κάτω απ’ το φεγγάρι, μέσα απ’ το χιόνι, χωρὶς ν’ αφήσει

ούτε πατημασιές ούτε ίχνη, ούτε τίποτα πίσω του.

Το μυαλό είναι άρρωστο απόψε.

~~~~~~~~~~~~

Τ ο   π ο ί η μ α   π ο υ   δ ε ν   έ γ ρ α ψ α

Ορίστε το ποίημα που πήγα να γράψω 

νωρίτερα, μα δεν το έγραψα 

γιατί σε άκουσα ν' αναδεύεσαι. 

Σκεφτόμουν πάλι

εκείνο το πρώτο πρωινό στη Ζυρίχη. 

Πώς ξυπνήσαμε πριν χαράξει. 

Χαμένοι για ένα λεπτό. Βγήκαμε όμως

έξω στο μπαλκόνι που έβλεπε

στο ποτάμι και στην παλιά πόλη. 

Κι απλώς σταθήκαμε εκεί, άφωνοι. 

Γυμνοί. Κοιτάζοντας τον ουρανό να γίνεται ολοένα και πιο φωτεινός. 

Τόσο συνεπαρμένοι κι ευτυχείς. Λες και

μας είχαν βάλει εκεί 

εκείνη μόλις τη στιγμή. 

~~~~~~~~~~~~

Ό λ η   τ η ς   τ η   ζ ω ὴ

Ξάπλωσα να κοιμηθώ. Μα κάθε φορὰ που έκλεινα τα μάτια μου,

τούφες σύννεφα περνούσαν αργὰ πάνω απὸ το Στενὸ

προς τον Καναδά. Και τα κύματα. Έσκαγαν στην παραλία

κι ύστερα  πάλι πίσω. Το ξέρεις πως όνειρα δεν βλέπω.

Χθες βράδυ όμως ονειρεύτηκα πως

παρακολουθούσαμε

μια κηδεία στη θάλασσα. Στην αρχὴ ήμουν έκπληκτος.

Κι ύστερα γεμάτος ενοχές. Αλλὰ εσὺ

μου άγγιξες το χέρι και είπες " Όχι, δεν πειράζει.

Ήταν πολὺ μεγάλη, κι εκείνος, όλη της τη ζωή, την αγαπούσε" .

~~~~~~~~~~~~

Γ ι α   τ η ν  Τ ε ς

Έξω στο Στενό φουσκοθαλασσιά ,

όπως λένε εδώ . Άγριο κύμα και χαίρομαι 

που δεν είμαι στ ' ανοιχτά . Χαίρομαι που 

ψάρευα όλη μέρα 

στο Μορς Κρήκ , ρίχνοντας ένα κόκκινο τσαπαρί μπρος 

πίσω . Δεν έπιασα τίποτα . Ούτε που τσίμπησε καν , ούτε μια φορά .Μα δεν με πείραζε . Ήταν υπέροχα !

Κουβαλούσα τον σουγιά του μπαμπά σου και με

ακολουθούσε 

επί ώρα ένας σκύλος που το αφεντικό του τον φώναζε Ντίξι .

Κάποιες φορές ένιωθα τόσο χαρούμενος , που

σταματούσα 

να ψαρεύω . Μια στιγμή ξάπλωσα ανάσκελα στην όχθη με τα

    μάτια μου κλειστά , 

να αφουγκράζομαι τον ήχο που έκανε το νερό 

και τον άνεμο στις κορυφές των δένδρων . Τον

ίδιο άνεμο 

που πνέει έξω στο Στενό , αλλά και διαφορετικό συνάμα .

Μέχρι που άφησα τον εαυτό μου να φανταστεί 

πως είχα πεθάνει - 

και δεν με πείραζε , τουλάχιστον για κάνα δυο

λεπτά , ώσπου το ένιωσα βαθιά μέσα μου : Νεκρός.

Καθώς ήμουν ξαπλωμένος εκεί με τα μάτια

κλειστά ,

μια στιγμή αφότου είχα φανταστεί πώς

θα ήταν  

αν όντως δεν ξανασηκωνόμουν ποτέ , 

σκέφτηκα εσένα .

Άνοιξα τότε τα μάτια μου και σηκώθηκα όρθιος

αμέσως 

και ήμουν ξανά χαρούμενος .

Σου είμαι ευγνώμων , βλέπεις . Ήθελα να σ ' το πω. 

~~~~~~~~~~~~

Έ ν α   α π ό γ ε υ μ α 

Καθώς γράφει, χωρίς να κοιτάζει τη θάλασσα, 

νιώθει τη μύτη απ' το στιλό του ν' αρχίζει να τρέμει. 

Πάνω από τα βότσαλα η παλίρροια υποχωρεί. 

Μα δεν φταίει αυτό. Όχι, 

είναι που εκείνη διαλέγει αυτή τη στιγμή

για να μπει στο δωμάτιο δίχως καθόλου ρούχα. 

Νυσταγμένη, χωρίς να ξέρει καν πού βρίσκεται 

για μια στιγμή. Παραμερίζει τα μαλλιά από το μέτωπό της. 

Κάθεται στην τουαλέτα με τα μάτια της κλειστά, 

το κεφάλι κάτω. Πόδια απλωμένα. Την κοιτάζει εκείνος 

από την πόρτα. Ίσως

να ανακαλεί τι συνέβη εκείνο το πρωί. 

Επειδή, μετά από ώρα, ανοίγει το ένα μάτι και τον κοιτάζει. 

Και χαμογελάει γλυκά. 

~~~~~~~~~~~~

Τ ο   δ ί χ τ υ

Προς το βράδυ ο άνεμος αλλάζει. Βάρκες

έξω στον κόλπο ακόμα

κατευθύνονται προς την ακτή. Ένας μονόχειρας

κάθεται στην καρίνα ενός σκάφους

που σαπίζει, μαντάροντας ένα δίχτυ που λαμπυρίζει.

Σηκώνει το βλέμμα. Τραβάει κάτι

με τα δόντια του και τα σφίγγει δυνατά. 

Προσπερνώ αμίλητος.

Εντελώς μπερδεμένος

από τον ευμετάβλητο καιρό, 

από την φορτική καρδιά μου. Συνεχίζω

να προχωρώ. Όταν γυρίζω να κοιτάξω

είμαι αρκετά μακριά

ώστε να βλέπω αυτόν τον άντρα πιασμένο σε δίχτυ.

~~~~~~~~~~~~

Ε κ ε ί    π ο υ   ε ί χ α ν   ζ ή σ ε ι

Όπου κι αν πήγαινε εκείνη τη μέρα βάδιζε

μέσα στο ίδιο του το παρελθόν. Περνούσε κλοτσώντας μέσα από σωρούς

αναμνήσεων. Κοιτούσε μέσα από παράθυρα

που δεν του ανήκαν πια.

Δουλειά και φτώχεια και να τους κλέβουν και στα ρέστα.

Εκείνο τον καιρό ζούσαν χάρη στη θέλησή τους,

αποφασισμένοι να είναι ανίκητοι.

Τίποτα δεν μπορούσε να τους σταματήσει. Όχι

για πολύ.

                                          Στο δωμάτιο του μοτέλ  

την ίδια νύχτα, τις πρώτες ώρες της ημέρας,

τράβηξε μια κουρτίνα. Είδε σύννεφα

να στοιβάζονται μπροστά απ’ το φεγγάρι. Πλησίασε

πιο κοντά στο τζάμι. Αέρας παγωμένος πέρασε

κι έβαλε το χέρι στην καρδιά του.

Σε αγαπούσα, σκέφτηκε.

Σε αγαπούσα πολύ.

Πριν σταματήσω πια να σ’ αγαπώ.


Ρέυμοντ  Κάρβερ, Εκεί που είχαν ζήσει, εκδ. Κίχλη, 2020, μτφρ Άκης Παπαντώνης.



Αναδημοσίευση από: https://www.facebook.com/groups/1155769319066392/?multi_permalinks=1392786252031363&hoisted_section_header_type=recently_seen

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αγγελική Σιδηρά - Σχολική γιορτή

Εκείνο το παιδί που ξέφυγε τόσο αδιάφορα κι αποφασιστικά απ' τον κλοιό που σχημάτιζαν τ' άλλα συνομήλικα κι ακολουθώντας κάποιαν άλλ...