Οι κυράδες ήσαν τρεις. Η Μεγάλη ήταν η έξυπνη, η Μεσαία ήταν καλόκαρδη και η Μικρή -σα να είχαν τελειώσει τα υλικά- δεν ήταν τίποτα! Ήσαν μεγάλες δεσποινίδες, μεγαλοκυράδες, πλούσιες, ψηλές, θεόρατες, μα που καμιά τους δεν παντρεύτηκε. Ήσαν κόρες στρατηγού και εγγονές κοτζαμπάσηδων1 της Ρούμελης. Το σπίτι τους -σωστό κάστρο- ήταν το μεγαλύτερο στην ορεινή μικρή πολιτεία τη σκαρφαλωμένη στα ριζά της Γκιώνας. Κτισμένο πριν το Εικοσιένα από τους πολέμαρχους προγόνους, αρχοντικό ξακουσμένο έριχνε, σαν χάδι, τον μενεξελή2 του ίσκιο, κάθε δειλινό, στην κεντρική πλατεία της χώρας ίσαμε το άγαλμα του πρώτου του Κύρη, που ήταν στημένος εκεί απέναντί του και το καμάρωνε. Όσο ζούσε η μητέρα τους, οι τρεις τους συζητάγανε για τα φορέματα και για τους γαμπρούς κι αν έπρεπε κανείς να πάρει απόφαση και να πει το “Ναι”. Σιγά και ανεπαίσθητα πέρασαν τα χρόνια και τώρα συζητούσαν πια μονάχα για τα φαγητά. Αν το κρέας θα γινότανε ψητό ή της κατσαρόλας, κι αν τα ψάρια ήσαν φρέσκα. Τέτοια.
Όταν την πρωτοφέραν στο σπίτι τους να δουλέψει, είχε δεν είχε τα χρόνια της Μικρής. Μόνον που αυτηνής τα μάγουλα ήσαν κόκκινα – κόκκινα σα να στάζαν αίμα, και της Μικρής από γεννησιμιού της ήσαν χλωμά και μαραμένα. Ήσαν και άδροσα και ζαρωμένα. Η Μεγάλη προσπάθησε να της μάθει γράμματα. Δεν το κατάφερε. Προσπάθησε ευσυνείδητα, με το καλό και με το άγριο. Μα αυτή δεν τα έπαιρνε· το μυαλό της ήταν βαρύ και όλα τής φαίνονταν βουνό. Τέλος βαρέθηκε η Μεγάλη. Ξύλο απελέκητο θα μείνεις, της είπε, χαμένη θα πας δίχως γράμματα, και την παράτησε…Η Μεσαία την παρηγορούσε. Είχε γλυκά ξέθωρα μάτια αυτή, έκανε προσευχές, ώρες γονατιστή, την έπαιρνε μαζί της στην εκκλησιά, της μιλούσε όλο για την Παναγία και για τη Σταύρωση του Χριστού. Όλα γίνονταν τρυφερά κοντά της. Τρυφερά και αφάνταστα λυπητερά. Τότε την έπιανε μεγαλύτερη νοσταλγία για το χωριό της. Ήθελε σε κάποιον να μιλήσει, σε κάποιον να τα πει. Στην Απάνω Βρύση το νερό είναι παγωμένο, δέκα φορές πιο παγωμένο από το ψυγείο σας, Κυράδες… Στην Απάνω Βρύση βάζεις το χέρι σου στην πηγή και ξεραίνεται… Σουτ! τη μάλωνε η Μεσαία, είμαστε στην εκκλησία, δεν μιλάνε στην εκκλησία!
Δεν μιλάνε στην εκκλησία βέβαια, μα τώρα της θυμήθηκε αυτηνής η Απάνω Βρύση… Ώσπου συνήθισε κι έκανε μόνον ό,τι έπρεπε να κάνει. Δε μίλαγε στη λειτουργία, έκανε το σταυρό της όπου έπρεπε, είχε έγνοια τις γιορτές, το καντήλι, το λιβάνισμα. Και η Μεσαία ευχαριστιόταν. Η Μικρή, το είπαμε, δεν ήταν τίποτα. Όμορφη δεν ήταν, καλή δεν ήταν, έξυπνη δεν ήταν. Πήγαινε στην κουζίνα πότε-πότε, καθόταν τάχα για να βοηθήσει, σκούπιζε τα πιάτα, κι όλο πονηρές και άπρεπες κουβέντες της έπιανε. Για το γιατρό, πως τάχα πήγε να τη φιλήσει.[…] Και ο κουμπάρος τους ο Κίτσος είπε τάχα: Αχ και να μη σε γνωρίζω πριν να παντρευτώ… Και ο έμπορος με το μουστάκι και τα σγουρά μαλλιά, την κοίταζε με νόημα… Δεσποσύνη, δεσποσύνη σας αγαπώ!.
– Σας είπε έτσι; ρώταγε μαγεμένη.
– Είσαι βλάκας, τίποτα δεν καταλαβαίνεις. Μου το είπε με τα μάτια. Πώς να μου το πει αλλιώς, αφού δεν έχω σειρά. Δεν καταλαβαίνεις, βλάκα, πρέπει να παντρευτούν οι άλλες δύο πρώτα. Δεν έχω σειρά!
Οι άλλες δύο όλο ανάβαλλαν, όλο βρίσκαν πως δεν ήταν της σειράς τους οι γαμπροί, όλο και τρόμαζαν με την απόφαση. Προξενήτρες πηγαινοέρχονταν στο σπίτι, λέγαν λέγαν τα καλά κάθε γαμπρού, το έχει του την καρδιά του. Οι άλλες δύο το συζητάγανε. Όλο κάτι έλειπε για να πουν το “Ναι”. Κι όταν δεν έλειπε πια τίποτα, ήταν ο φόβος που έμπαινε στη μέση, κι εμποδιζόταν η απόφαση.
Πώς περνάν τα χρόνια! Αν είχε δεχτεί τότε η Μεγάλη το λοχαγό τώρα θα ήταν κυρία στρατηγού… Καλά έκαμε και δεν είπε το ναι στο γιο του εργοστασιάρχη. Νάτος τώρα, όλα τα έχασε και πένεται. Μα και ο άλλος που τον φοβήθηκαν, έγινε Δήμαρχος… Κι ο άλλος ο όμορφος, ο γλεντζές πέθανε σάπιος και κακογερασμένος…
Ανθολογία Ελληνικού διηγήματος 1900-1963, Έκδ. Γ.Κουρή, Αθήνα, 1963
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου