Les Mains de Jeanne-Marie
Jeanne-Marie a des mains fortes,
Mains sombres que l’été tanna,
Mains pâles comme des mains mortes.
– Sont-ce des mains de Juana ?
Ont-elles pris les crèmes brunes
Sur les mares des voluptés ?
Ont-elles trempé dans les lunes
Aux étangs de sérénités ?
Ont-elles bu des cieux barbares,
Calmes sur les genoux charmants ?
Ont-elles roulé des cigares
Ou trafiqué des diamants ?
Sur les pieds ardents des Madones
Ont-elles fané des fleurs d’or ?
C’est le sang noir des belladones
Qui dans leur paume éclate et dort.
Mains chasseresses des diptères
Dont bombinent les bleuisons
Aurorales, vers les nectaires ?
Mains décanteuses de poisons ?
Oh ! quel Rêve les a saisies
Dans les pandiculations ?
Un rêve inouï des Asies,
Des Khenghavars ou des Sions ?
— Ces mains n’ont pas vendu d’oranges,
Ni bruni sur les pieds des dieux.
Ces mains n’ont pas lavé les langes
Des lourds petits enfants sans yeux.
Ce ne sont pas mains de cousine
Ni d’ouvrières aux gros fronts
Que brûle, aux bois puant l’usine,
Un soleil ivre de goudrons.
Ce sont des ployeuses d’échines,
Des mains qui ne font jamais mal,
Plus fatales que des machines,
Plus fortes que tout un cheval!
Remuant comme des fournaises,
Et secouant tous ses frissons,
Leur chair chante des Marseillaises
Et jamais les Eleisons !
Ça serrerait vos cous, ô femmes
Mauvaises, ça broierait vos mains,
Femmes nobles, vos mains infâmes
Pleines de blancs et de carmins.
L’éclat de ces mains amoureuses
Tourne le crâne des brebis !
Dans leurs phalanges savoureuses
Le grand soleil met un rubis !
Une tache de populace
Les brunit comme un sein d’hier ;
Le dos de ces Mains est la place
Qu’en baisa tout Révolté fier !
Elles ont pâli, merveilleuses,
Au grand soleil d’amour chargé,
Sur le bronze des mitrailleuses
À travers Paris insurgé !
Ah ! quelquefois, ô Mains sacrées,
À vos poings, Mains où tremblent nos
Lèvres jamais désenivrées,
Crie une chaîne aux clairs anneaux!
Et c’est un soubresaut étrange
Dans nos êtres, quand, quelquefois,
On veut vous déhâler, Mains d’ange,
En vous faisant saigner les doigts !
Τα Χέρια της Ζαν-Μαρί[1]
Η Ζαν Μαρί έχει χέρια δυνατά,
Χέρια σκοτεινά που κατεργάστηκαν τα καλοκαίρια,
Όπως τα χέρια των νεκρών χέρια χλωμά.
– Θα μπόραγαν της Χουάνας να ειν’ έτσι τα χέρια;[2]
Μήπως να πιάσαν καφέ πούδρα
Πάνω στα στάσιμα νερά των ηδονών;
Φεγγάρια να ήπιαν στα νερά
Σε λίμνες τεχνητές γαλήνιων στιγμών;
Ουρανούς βαρβαρικούς άραγε να ρουφήξαν,
Ήσυχες πάνω σε γόνατα γητευτικά;
Πούρα μήπως εργάστηκαν[3] και στρίψαν,
Να διακινήσανε λαθραία διαμαντικά;
Στα πυρακτωμένα πόδια της Μαντόνας
Να σβήσανε λουλούδια χρυσαφιά;
Είναι το μαύρο αίμα μπελαντόνας
Που σκάει κοιμάται μέσα στη φουχτιά.[4]
Χέρια τα δίπτερα που κυνηγούν
Στα γαλανώματα[5] που βουίζουν
Κροκάτα χέρια, νέκταρ π’ αναζητούν;
Χέρια δηλητήρια που διυλίζουν;
A! Να τ’ αδράξαν ονείρατα ποια
Μες στα ποκνιάσματα[6] π’ αχούν;
Της Ασίας όνειρα νια,
Της Περσίας ή της Σαχιούν;
Τα χέρια αυτά πορτοκάλια δεν πουλήσαν
Μήτε και μαυρίσανε στα πόδια των θεών.
Τα χέρια αυτά ρουχαλάκια δεν ασπρίσαν
Αβλεφάριδων[7] μικρών βαριών παιδιών.
Αυτά δεν είναι χέρια πολυτελούς πορνείου[8]
Μήτε των πλατυμέτωπων εργατριών
Πάνω σε ξύλα που τα καίει μ’ αποφορά εργοστασίου
Ένας ήλιος βυθισμένος στο μεθύσι κατραμιών
Έχουν χέρια που υποτάσσουνε αυτές,
Που δεν κάνουνε ποτέ τους κακό,[9]
Πιο θανάσιμα κι από τις μηχανές,
Πιο δυνατά κι από άλογο σωστό!
Τρέμει και σαν καμίνι πάλλει,
Πετώντας από πάνω της τα ρίγη,
Η σάρκα τους τη Μασσαλιώτιδα που ψάλλει
Με κυρελέησον ποτέ δεν σμίγει![10]
Θα έσφιγγε γυναίκες στον λαιμό σας τη θηλιά
Άθλιες, σκόνη θα τ’ άλεθε τα χέρια σας στην πρέσα
Άριστες γυναίκες, αυτά τα χέρια σας τα αισχρά
Στα λευκάσματα και τις καρμίνες που είναι βαμμένα μέσα
Η λάμψη των ερωτικών χεριών αυτών
Το κρανίο των αμνών πώς στρίβει!
Στις πεινασμένες φάλαγγές των
Ο μέγας ήλιος αποθέτει ένα ρουμπίνι[11]
Ένα στίγμα ανθρώπων λαϊκών
Τα μαυρίζει σαν το στήθος πλούσιων γυναικών[12]
Στην πλάτη ετούτων των Χεριών
Κάθε περήφανη Εξέγερση απέθεσε ασπασμόν
Θαυμάσια, απομείνανε χλωμά
Κάτω από μέγαν ήλιο μ’ αγάπη φορτωμένο,
Απάνω σε κανόνια χάλκεα[13]
Διασχίζοντας ένα Παρίσι εξεγερμένο
Α! Κάποιες φορές, Χέρια καθαγιασμένα,
Σφιγμένη στις γροθιές σας, Χέρια όπου ριγούν
Τα χείλη μας ποτέ ξεμεθυσμένα,
Ουρλιάζει μια καδένα, οι κρίκοι στραφταλούν![14]
Και τι παράξενο τίναγμα ξαφνικά
Στην ύπαρξή μας, όταν, κάποτε, φορές,
Να σας ξανοίξουν θέλουν, Χέρια αγγελικά
Στα δάχτυλά σας κάνοντας αιμάσσουσες πληγές!
Μετάφραση: Σωτήρης Σιαμανδούρας
.......................................................................................................................................................................
Υποσημειώσεις
↑1 Το ποίημα έχει μελοποιηθεί από τον Λεό Φερρέ.
↑2 Η Χουάνα φαίνεται να είναι αναφορά σε χαρακτήρα του Musset (Μισέ), συγγραφέα του 19ου αιώνα. Είναι ο τύπος της κοκέτας και ελαφρών ηθών αριστοκράτισσας. Σε ολόκληρο το ποίημα, ο Ρεμπώ αντιπαραθέτει τη γυναίκα του λαού στη γυναίκα της αριστοκρατίας του αίματος και του χρήματος. Αυτά σημειώνει ο Alain Bardel (Αλέν Μπαρντέλ), [υπεύθυνος για τον διαδικτυακό τόπο http://abardel.free.fr/] που μας προσφέρει σχολιασμένο τον Ρεμπώ.
↑3 Εισάγω το «εργάστηκαν», γιατί αυτή είναι μια αναφορά στις εργαζόμενες γυναίκες που στρίβαν πούρα και τσιγάρα, στις «τσιγαριέρες» ας τις ονομάσουμε. Τις συνάντησα παλαιότερα στη λαϊκή μνήμη του καρναβαλιού της Ανδαλουσίας, στη δουλειά της ανθρωπολόγου Κατερίνας Σεργίδου.
↑4 Από τη μια έχουμε μια θρησκευτική εικόνα των κεριών που καίνε στα πόδια της Παναγίας, όπου γυναίκες αποθέτουν χρυσαφένια λουλούδια για να «σβήσουν», να μαραθούν. Και από την άλλη μια αναφορά στη μπελαντόνα, δηλητήριο και γιατροσόφι. Δύο εικόνες για τη γυναίκα, Αγία και Μάγισσα. Όπως σημειώνει ο Μπαρντέλ, υπάρχει η βάσιμη ερμηνεία ότι ο Ρεμπώ έχει υπόψη του το έργο του Μισλέ για τις μάγισσες, που μεταφράστηκε πρόσφατα και στα ελληνικά. Υπενθυμίζω ότι η μάγισσα στον Μισλέ είναι η καταδιωκόμενη ελεύθερη γυναίκα. Ο Ρεμπώ τη συνδέει με τη γυναίκα της Κομμούνας.
↑5 Το «bleuisons», όπως σημειώνει ο Μπαρντέλ, είναι λέξη του Ρεμπώ για τις αποχρώσεις του γαλανού. Προτείνω τα «γαλανώματα». Για το «Aurorales» δανείζομαι το «κροκάτα» από τους μοιραίους του Βάρναλη. Δάνειο από έναν επαναστάτη ποιητή σε έναν άλλον. «Κροκόπεπλος» αποκαλείται η Ηώς, η θεά της Αυγής, από τον Όμηρο. Ο Ρεμπώ συνεχίζει κι εδώ την αντίστιξη δύο στερεοτυπικών αναπαραστάσεων για τη γυναίκα, πριν αναδείξει τη γυναίκα του εξεγερμένου Παρισιού.
↑6 Συνεχίζοντας τη λεηλασία του Μπαρντέλ, σημειώνω ότι υπάρχουν διάφορες ερμηνείες για το «pandiculations». Μπορεί να είναι απλή αναφορά στο χουζούρεμα ανάμεσα στα όνειρα. Υπενθυμίζεται όμως, και πάλι από τον Μπαρντέλ, ότι αυτές τις πρωινές κινήσεις του σώματος, εκείνη την εποχή, οι ψυχίατροι τις θεωρούσαν βασικό σύμπτωμα της υστερίας. Θα λέγαμε ίσως ότι κάθε ζωντάνεμα του γυναικείου σώματος ψυχιατρικοποιείται, όπως παλαιότερα δαιμονοποιήθηκε. Το τέντωμα ειδικότερα των χεριών ψηλά και προς τα πίσω υποτίθεται ότι ήταν και μέρος του χορού των μαγισσών στα Σαμπάτ. Για να τα αποδώσω όλα αυτά με μία λέξη εισάγω τα «ποκνιάσματα», λέξη κυπριακή, που φαίνεται να συμπεριλαμβάνει όλο αυτό το ξύπνημα του σώματος. «Σαχιούν» είναι η αράβικη λέξη για το όρος Σιών. Το «Khenghavars», όπως σημειώνεται από τον Μπαρντέλ, είναι επινόηση του Ρεμπώ για να αναφερθεί στην Περσία. Αναφέρεται εδώ γενικότερα στην Ανατολή. Διαβάζω την ερμηνεία ότι πρόκειται για αναφορά στη στερεοτυπική Ανατολή. Ως εδώ παρακολουθώ τον Μπαρντέλ. Γιατί όμως τότε να χαρακτηρίζονται νέα, πρωτόφαντα αυτά τα όνειρα; Ας μου επιτραπεί η υπόθεση ότι πρόκειται ενδεχομένως για αναφορά στις ουτοπικές αναζητήσεις της εποχής. Γιατί αυτό μου θυμίζει ένα απόσπασμα του Ρανσιέρ, από τις «Νύχτες των προλετάριων», και μεταφράζω: «Άλλοι πεθαίνουν : αυτοκτονία των ανέφικτων ονείρων, θλίψη για τις δολοφονημένες επαναστάσεις, φθίση στην εξορία της ομίχλης του Βορρά, πανώλη της Αιγύπτου, της Αιγύπτου εκείνης όπου αναζητούσαν τη Γυναίκα-Μεσσία […]».
↑7 Εδώ ο Ρεμπώ φαίνεται να διακρίνει τη γυναίκα της Κομμούνας και από τη μικροπωλήτρια-ζητιάνα, από μια στάση αναμονής και υποταγής μπροστά στα πόδια των θεών, αλλά και από κάτι άλλο. Δεν είναι σαφές σε τι αναφέρεται το «sans yeux», παιδιά «χωρίς μάτια». Όπως σημειώνεται από τον Μπαρντέλ, μπορεί να αναφέρεται στον τρόπο αναπαράστασης του Ιησού στα χέρια της Παρθένου, ειδικά στα αγάλματα. Άρα, μια διάκριση από την Αγία και πάλι. Έχει προταθεί επίσης η ερμηνεία ότι γίνεται αναφορά στα παιδιά και τις μητέρες των φτωχών χωρών, όπου ήταν –και είναι- διαδεδομένη η ασθένεια του τραχώματος, ασθένεια που πλήττει τα μάτια με αποτέλεσμα τα βλέφαρα να κλείνουν και να γυρίζουν προς τα μέσα οι βλεφαρίδες. Θα μπορούσαν, υποθέτω, στην περίπτωση αυτή, τα παιδιά να είναι βαριά για εξαντλημένα χέρια και όχι βαριά από μόνα τους. Εισάγω με όλα αυτά το «αβλεφάριδων», γιατί περισσότερο τις βλεφαρίδες στερούνται τα αγάλματα. Κάπου γράφει κι ο Βαγιέχο για το «βλεφαριδωτό αρχιπέλαγο» (Ποιητικά άπαντα, σ.251). Άλλος επαναστάτης ποιητής.
↑8 Όπως σημειώνεται από τον Μπαρντέλ, το «cousine» είναι λέξη του Ρεμπώ και οι σχολιαστές τείνουν να συμφωνήσουν ως προς τη σημασία της ως γυναίκας ελευθερίων ηθών κάποιου είδους. Επιλέγω αυτή τη σημασία στη λογική της αντιπαράθεσης των γυναικείων κόσμων που διέπει ολόκληρο το ποίημα. Εναλλακτικά, θα μπορούσε να είναι νεολογισμός του Ρεμπώ για τη ράφτρα. Τα μεγάλα μέτωπα που ακολουθούν είναι ένα από τα στερεότυπα υποτίμησης των γυναικών της εργατικής τάξης. Στη συνέχεια γίνεται μάλλον αναφορά στην παραγωγή ξυλοκάρβουνου. Ωστόσο, εδώ ο Ρεμπώ διακρίνει την επαναστάτρια και από την εργάτρια. Ίσως, θα έλεγα, γιατί η επαναστατημένη γυναίκα δεν βολεύεται ούτε και σε αυτή τη θέση.
↑9 Δεν υπάρχει κάποια αντίφαση ανάμεσα στη δύναμη των χεριών που υποτάσσουν και το γεγονός ότι δεν κάνουν κακό. Είναι μια υπεράσπιση της επαναστατικής βίας.
↑10 Εκτός μόδας θα χαρακτηριστεί υποθέτω αυτός ο αντικληρικαλισμός. Είναι εκεί πάντως, σε αυτή τη νοηματική μήτρα του σοσιαλιστικού κινήματος.
↑11 Σε αυτό το βίαιο πλαίσιο, το ρουμπίνι είναι μεταφορά για το αίμα, η οποία εντάσσεται στη γενικότερη αντίστιξη με τον πλούτο.
↑12 Το «sein d’hier», όπως σημειώνει ο Μπαρντέλ, φαίνεται να είναι αναφορά στην περασμένη μόδα του ακάλυπτου στήθους, στα βαθιά ντεκολτέ των κυριών της αριστοκρατίας. Από τη στροφή αυτή και μετά παρατηρούμε το πρώτο γράμμα των χεριών να γράφεται με κεφαλαίο.
↑13 Όπως σημειώνει και πάλι ο Μπαρντέλ, παρά τα «mitrailleuses», η αναφορά είναι στα κανόνια της Κομμούνας. Ας είναι «χάλκεα» τα όπλα των ηρωίδων της Κομμούνας, όπως εκείνα του Έκτορα.
↑14 Όταν τελείωσε η Ματωμένη Εβδομάδα, δηλαδή η σφαγή του μαχόμενου λαού του Παρισιού, οι νικητές έσερναν τους Κομμουνάρους δεμένους μ’ αλυσίδες γύρω απ’ τις γροθιές, τον έναν και τη μία πλάι στην άλλη, διακόσιους κάθε μέρα, για τη φυλακή, την εξορία ή την άγρια εκτέλεση. Στον δρόμο ο όχλος της αριστοκρατίας συμπλήρωνε το μαρτύριο με ύβρεις και επιθέσεις. Γι’ αυτό ίσως και ο στίχος με τον οποίο κλείνει το ποίημα.
Πηγή: https://marginalia.gr/arthro/ta-cheria-tis-zan-mari-toy-arthoyroy-rempo-metafrasi-kai-scholiasmos/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου