Ο τόπος μου ό,τι μερεμετίζει μέρα
νύχτα να του το σακατεύουν.
Αν και κοιμάται όπως πεθαίνει.
Κι όπως πλαγιάζει να κοιμηθεί να πεθάνει
το σώμα του σβήσει δε σβήσει το φως
λάμποντας χαιρετά όσα ονειρεύτηκε.
Από δίπλα ο λύκος στο δάσος
μ' ένα τόοοσο μεγάλο στόμα
για να τον τρώει καλύτερα.
Διαθέτοντας το στόμφο της η αγριότητα
του ισχυροτέρου
έργο που σ' όλες τις εποχές
σπάει τα ταμεία.
Της γλυκειάς πατρίδας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου