Η ώρα ήταν πέντε και μισή εχάραζε
περήφανος ο Απρίλιος τίναζε
απ’ τα ξανθά μαλλιά του την ψιλή βροχή.
Πολλοί περνούσαν από κει επαναφέροντας
την κίνηση και τη βουή στο δρόμο
αλλά κανένας δεν τον πρόσεχε κανένας
δεν είχε έλλειψη από ακεφιά και τρόμο.
Κάποιος ρωτούσε τι ώρα είναι
άλλος βλαστήμαγε που πέρασε η ώρα
άλλος ρωτούσε αν θα κάνει ζέστη
άλλος ρωτούσε αν θα ξαναβρέξει
άλλος ζητούσε μιαν αφετηρία λεωφορείων
άλλος ζητούσε μιαν αφετηρία της μέρας
άλλος – ο πιο επικίνδυνος για το σιγουρεμένο καθεστώς
ζητούσε μιαν αφετηρία πουλιών…
Πάντα παράξενος ο Απρίλιος πάντα
να μας χωρίζει δίχως δισταγμό στα δύο
Άνοιξη ή Καλοκαίρι είναι τώρα;
Για το ρακοσυλλέκτη όμως συνεχιζόταν ο χειμώνας.
Κοιμόταν σαν παιδί σαν αγγελούδι σαν αρνί
μες στα κουρέλια του και μέσα στα χαρτιά του
χαμογελούσε ονειρευόταν φαίνεται ότι πετούσε
επάνω από λιβάδια σύγνεφα βουνά και θάλασσες
επάνω από εποχές χαρές και λύπες.
Χαμογελούσε ονειρευόταν φαίνεται ότι έπεφτε
από ψηλά μπαλκόνια έπεφτε απαλά στην άσφαλτο
σαν το φτερό πουλιού σαν λέξη κοριτσιού
και τίποτε δεν πάθαινε. Κοιμόταν χαμογελούσε
ονειρευότανε και δεν ξυπνούσε δεν ξυπνούσε…
Από τη συλλογή «Τα θεάματα», 1983 (ενότητα: «Κομμάτια τού άλλοτε»).
Πηγή: «Θωμάς Γκόρπας, Τα ποιήματα [1957 - 1983]», εκδ. Ποταμός, 2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου