ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΡΙΩΝ ΝΥΧΤΩΝ
του K. Friar
Ι
Όταν ήταν σκοτεινά σαν τότε που η απάντηση
Ήλθε πολύ κρυφά κι ανέβηκε απ’ τη γη στα μάτια
Όπως ανεβαίνει ο υδράργυρος του θερμομέτρου
Ή όπως το ήρεμο τριφύλλι πάει στον ουρανό
Σαν τότε που είχαν βρεθεί χιλιάδες στόματα
Για την εξόριστη φωνή, άλλοι στο δρόμο
Από χέρι σε χέρι κουβαλούσαν τη ζωή τους
Άλλοι κουνούσαν τα χέρια τους και αποχαιρετούσαν
Άσπρα βαπόρια από σύννεφο με γυαλιστερά φινιστρίνια
Σαν κοριτσίστικα μάτια πρωί-πρωί που ανοίγουν
Οι βιαστικοί τρέχαν να προλάβουν κάποιον
Να τον καλωσορίσουν για να κοιμηθούν ήσυχοι.
ΙΙ
Αυτά ήταν τα όστρακα τ’ ασημένια, τα μάζεψα
Ένα-ένα απ’ της πίκρας σου τ’ αυλάκι
Αυτές ήταν οι πεταλούδες με τα μισοκαμένα φτερά
Μια-μια τις μάζεψα
Από το δέρμα σου που −όπως σε προσκλητήριο
Μετά απ’ τη μάχη δε λέει «παρών» ο στρατιώτης
Που έπαιζε οκαρίνα και διασκέδαζε το λόχο−
Το δέρμα σου δε λέει «παρών»
Αυτά τα όστρακα κι αυτές τις πεταλούδες
Σ’ τα δίνω και τα ξαναπαίρνω
Μέχρι να παλιώσουν
Σα χαρτονομίσματα
Που παν από χέρι σε χέρι
Ή από φόνο σε φόνο
Καληνύχτα ώρα να φεύγουμε
Γαυγίζει το θάνατο
Το σκυλί.
ΙΙΙ
Κοιτάζει, κάνει μια τελευταία προσπάθεια
Εν ανάγκη σκουπίζεται με το μαντήλι του
Μέχρι να ξεβάψει
Μετά βγαίνει έξω με το φυσικό του χρώμα
Όπως όταν σε υπόγειο φυτρώνει
Μια τρυφερή φασουλιά που τεντώνεται
Και ξεμυτίζει απ’ τη χαραμάδα που μπάζει φως
Συναντάει ένα γνωστό τον χαιρετά και του λέει
Ότι στον τέταρτο όροφο περιμένει μια κυρία
Που τα μάτια της κλείνουν και ανοίγουν
Κάθε φορά σε άλλη σελίδα
Έτσι που να μαθαίνεις άκρες-μέσες
Το περιεχόμενο του βιβλίου
Παίρνεις το χέρι της το κρύβεις σ’ ένα κουτί
Και το ’χεις πάντα στη διάθεσή σου
Ακόμα κι όταν λείπουν τα τριζόνια
Και το συρτάρι παίρνει φωτιά με τα χειρόγραφα
Αυτά σκεφτόμουν και ήξερα πόσο γρήγορα
Παν τα τηλεγραφήματα με τις ευχές
Ή με την αγγελία θανάτου.
VII
Τώρα δώσ’ μου μια λέξη σου
Να σκάψω το στήθος μου να της βρω
Το πιο φωτεινό μέρος
Κι ας φύγει αργότερα όπως φεύγει η προσευχή
Αλήθεια πώς φυτρώνει πώς μεγαλώνει
Πόσο χορταστική είναι η προσευχή.
ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ
…αίφνης η ανάγκη της νύχτας σε φέρνει εδώ
Αισθάνομαι το στόμα σου μικρή θαλασσινή σπηλιά
Στον αριστερό μου ώμο
Δεν έχω τίποτα να εκφράσω αφήνομαι στα χέρια μου
Ταχτοποιώ κι ετοιμάζω τις φωτιές του μεσημεριού
Πάνω στην άσπρη ζωή
Η σκέψη μια θολή ευθεία
Σαν μικρά χωριά που τα είδα απ’ το πλοίο
Σαν ξαφνικοί θόρυβοι τη νύχτα στην άκρη της θάλασσας
Που μας τρομάζουν για πολύ λίγο
Ήσουν την τελευταία ημέρα.
Από την ποιητική συλλογή «Εντός παρενθέσεως» (1945).
Πηγή: «Δ.Π. Παπαδίτσα - Ποίηση», Μέγας Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα, 1997.
Αναδημοσίευση από: https://ppirinas.blogspot.com/2020/04/blog-post_20.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου