Τρίτη 24 Μαΐου 2022

Μαρία Κυρτζάκη-Ποιήματα


Εσύ πατρίδα μου είσαι μια πόρνη

Με νταβατζήδες και πρεζάκηδες τελειώνεις τη δουλειά σου

Κι ύστερα ντύνεσαι φτηνά και βγαίνεις

 

Είσαι μια πόρνη σαν κυρία

Προσεχτικά τους επιβήτορες διαλέγεις

Πλάγια μέσα χρησιμοποιείς

Δανείζεσαι ξένα ονόματα

 

Καθόλου αθώα – θύμα των ισχυρών ή κάτι τέτοιο

Την κλίση σου τη διάλεξες προσεχτικά

Όπως προσεχτικά την πόρτα μου χτυπάς

Και μεταμφιεσμένη σε ταλαίπωρο λαό

Μου απαιτείς να παραδώσω την ψυχή μου

(Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΚΟΠΑΔΙ, 1982)

 

ΗΜΕΡΙΑ ΝΥΧΤΑ

 

Α.

Είδα τον άντρα σαν αρχάγγελο

– με τη ρομφαία

Σαν θάνατος μ’ αγκάλιασε

 

Ε.

Η καλοσύνη του σαν νύχτα με χωράει

Ο ερωτάς του σαν σώμα αφίλητο.

Από το βάθος της ημέρας με πλησίασε

άντρας σαν φύσημα ανέμου

τους κόκκους μου σαν στρόβιλος εμπέρδεψε

σύννεφο απλώθηκα να τον χωρέσω.

 

(Σαν έρημος το θαύμα μου περνώ στην ιστορία)

 

Θ.

Έρχεται προς εμένα

– και υποχωρώ.

Με τα τεράστια φτερά του κάνει ουρανό.

Βυθίζομαι στην κόλασή του

Σαν θέρμες να τον πιάνουνε

σαν να ’μαι στο καζάνι του η φωτιά.

Δροσίζεται επάνω μου

Με γεύεται σαν παγωτό χωνάκι

σαν κάτι ξένο.

Δεν με τολμά ολόκληρος να με τυλίξει

απ’ τα βυζιά μου το αίμα να γευτεί.

Θέλει μαχαίρι να μου μπήξει στην κοιλιά

μέσα μου να χωθεί

με πρόσωπο και σώμα

 

ΙΕ.

Τραγουδώ τη σιωπή και πιο πέρα

 

Στο κορμί μου επάνω στερέωσες

χαμηλές σημαιούλες

Με τον πόντο βαδίζεις   σαν άγιος

Έναν έναν τους νεκρούς ανασταίνεις

 

ΚΘ.

Σε χωρώ και βαδίζω.

Ενδιάμεσα τους ήλιους μου βάζω

Τη φωνή σου

Σαν φωνή κουλουριάζεται εντός μου

Και τα χέρια σου δένω αλυσίδες.

Πόσος θάνατος με χωράει απόψε

Πόσο φως τη φωνή μου τεντώνει

Ακουμπώ

Στη σχισμή της ημέριας νύχτας

και σαν γύφτισσα το αυτί μου στο χώμα

Βουητό με τραντάζει και σαν γη

το κορμί μου

Το καφέ στων ματιών σου  Ανοίγω

Να με κάψεις  Το μέλι να στάξεις

σαν μαύρο

Του σπινθήρα σου γίνομαι η άκρη

Στο κορμί σου απλώνομαι τέφρα

Μαύρο φως

και σαν ένας πορφυρός

 

και γιγάντιος καθρέφτης

σαν ήλιος

 

ΛΒ.

Ανέωξα σ’ εσένα το σώμα μου

και τη γλώσσα μου χύνω.

Σαν πηγάδι της γης και του χώματος πόρος

Με τραβάς

Και στη νύχτα σου γιασεμί αναδεύω

Ξεπηδάς κι όπως χέρι απλώνεσαι

μυρωδιά μου που αφή με τυλίγεις

Το τραγούδι σου ντύμα μου βάζεις

Δίχως στίχο και χωρίς μουσική

να χορέψω προστάζεις

Διατάζεις και γέρνω σαν κάλυκας

Και τα χέρια σου ράχη κι ορθώνουν

(ΗΜΕΡΙΑ ΝΥΧΤΑ, 1989)

 

ΣΧΙΣΤΗ ΟΔΟΣ

 

Και δεν επέθανες, βεβαίωσε η φωνή

(Υπόγειο καλώδιο αναγκάζει

τις συσκευές του κόσμου να μιλούν)

Όχι δεν πέθανα και ζω και σου μιλώ

 

Πουλάκι είναι και λαλεί πουλάκι είναι κι ας λέει

Έρχεται πέρασμα στενό έρχονται αγάπης λόγια

σχιστή την γλώσσα διασχίζει η οδός

Φάνηκε φόνος

 

Για θάνατο δεν ξέρει ο σκοτωμένος

Μόνο βυθίζεται λες χάνεται Σαν μυστικό

πέτρας παλιάς που σήκωσε πατημασιά η αεράκι

που πέρασε από όαση και τώρα στροβιλίζεται

τα ίχνη αφανίζοντας σε έρημο

άνεμος κυκλικός

 

Για θάνατο δεν ξέρει ο σκοτωμένος

Όταν το μαύρο φως σαν άσπρο τον κυρίεψε

Στο ανεξίτηλο εισχωρεί αργά  Τρομάζει

 

Βλέφαρο και ταράζεται ωσάν

με τις συσπάσεις του να δύναται

– πως ναι πως σώζει την φωνή

Για θάνατο δεν ξέρει να μιλά   Άπολις παραδίδεται

Αμαχητί μες στα δασάκια του μυαλού αναζητά

τις ζωγραφιές των αισθημάτων πως υπήρξαν

 

Για θάνατο μιλούν οι ζωντανοί.

 

Λίγο με χάρτινα στεφάνια κέρματα

δοσοληψίες των χεριών στου οφθαλμού

την αδηφάγο κατοχή συμπαραστάτες

Λίγο με δόξας απόηχους

Λίγο με ύπνο και όνειρα

Σε περιγράφει ο θάνατος

Σαν θάνατος ο θάνατος περιγελά  Σε περιφέρει

Ως επιτάφιος το ζην και αλήθεια

ότι προόρισται για Κιβωτός θανάτου

Μα δεν επέθανες, βεβαίωσε η φωνή

 

Και τι θα πει δεν πέθανα και πώς

τον θάνατο θάνατο ονομάζεις

πώς να υπάρξει όνομα στον θάνατο πώς

να φθογγούται ο θάνατος και πώς

ο θάνατος να καρπωθεί το «ξέρω του θανάτου»

 

Ειδέναι Οίδα Οιδίποδας.

Μόνο με ψεύδη βεβαιώνεται η ζωή

(ΣΧΙΣΤΗ ΟΔΟΣ, 1992)

 

ΕΛΛΗΝΕΣ

 

Σαν Έλληνες που ξέμειναν

σε άλλης γης πατρίδα.

 

Χάθηκε στα βάθη της Ασίας

σε παραλίες φιλοσόφων βούλιαξε

και στα νησιά των ποιητών έγινε κύμα

και αεράκι ήμαρ νοσταλγίας.

 

Πατρίδα είναι ό,τι νοσταλγείς.

 

Πέρα απ’ του Πύρρου την χαμένη ηδονή

της Πίνδου τα’ αποκούμπι

Πίσω απ’ του Αίμου τις κορφές

στην Θράκη του Ορφέα η Ευρυδίκη

μαύρο μαντήλι να φορεί

ρούχο μακρύ του πένθους

 

Γιατί πενθεί την μουσική.

 

Και ψάχνει ψάχνει στα τρανζίστορ στα FM

κι ύστερα πάλι αίματα μεσαία και

στα βραχέα αίματα τα σκοτεινά και συμπαγή

τα μέλη της το μέλος ψάχνει

λόγο πλάγιο να πει

την μελωδία που άστραψε

και σαν ζωή της φάνηκε.

 

Και σαν ζωή τους φάνηκε

πως νοσταλγούν αυτήν την άλλη την ζωή.

Πίσω από μάρμαρα ερείπια κρυφτήκαν

στον Παρθενώνα γύρισαν  Εκοίταξαν

με τις Καρυάτιδες μαζί περπάτησαν

τον βράχο άκρη άκρη στην πόλη του Ζαλόγγου

μέσα σε κοίλα θέατρα παράστησαν.

 

Όχι. Αυτοί δεν ξέρουν δεν νοούν

Δεν ξέρουν ούτε νοσταλγούν

 

και τα τρανζίστορ παίζουν άλλες μουσικές.


Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/toses-magies-dichos-thama/

Μια ποιήτρια της οδού Ερατοσθένους


Η φωτιά που σε καίει
Κ’ η μοναξιά μου που ψάχνει τις στάχτες
Λένε πως κάποτε τα μάτια γίνονται δυό αιχμές
Τα χείλη κόκκινοι τάφοι
Τα χέρια κισσοί
Τα δάχτυλα μικρές σταγόνες δροσιάς
Λένε
Πώς το κορμί είναι οι στάχτες
Το κορμί η μοναξιά
Μα εμένα τα μάτια μου δυό μικρές θάλασσες
Δίχως καράβια
Δίχως αγέρηδες να φουσκώνουν τα κύματα
Δυό μικρές θάλασσες
Πού αρνήθηκες.


Πηγή: «Η γυναίκα με το κοπάδι» (1982), Στη συγκεντρωτική έκδοση: Στη μέση της ασφάλτου: Ποιήματα 1973-2002. Αθήνα: Καστανιώτης 2005. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου