Κυριακή 29 Μαΐου 2022

Θεόδωρος Γρηγοριάδης-Μικρού μήκους


 
Η πύλη άνοιξε αργά. Μπορεί κι αυτουνού να του φάνηκε ότι όλα γίνονταν σε αργή κίνηση. Είχε συνηθίσει να βλέπει τον κόσμο με κινηματογραφική ματιά, το είχε σπουδάσει, μόνο που δεν είχε καταφέρει ακόμη να γυρίσει την πρώτη του ταινία. Μια ταινιούλα μικρού μήκους είχε κατορθώσει να φτιάξει, κι εκείνη δεν έφτασε ούτε στο φεστιβάλ νέων δημιουργών της Δράμας. Μπα, δεν ήταν γκαντεμιά τωρινή, αυτή την κουβάλαγε χρόνια, από τότε. Από κείνον που θα έβγαινε σε λίγο από την πύλη των φυλακών.
Οι Αγροτικές Φυλακές. Επίτηδες, λες, φτιαγμένες έξω από την πόλη, σε μια στεπώδη ανοιχτωσιά. Γκρίζο χώμα, ακαλλιέργητο, κάτι παλιά εργοστάσια επεξεργασίας μετάλλων είχαν αφήσει πίσω τους ερείπια και μολυσμένα υπεδάφη. Οι κτιριακές εγκαταστάσεις μοναχικές, στο πουθενά, σαν να τελείωνε κάπου εκεί η ζωή και αμέσως παραπέρα ν’ άρχιζε το τίποτε.
Πως να ’ταν άραγε αυτός που είχε αρνηθεί να τον δει είκοσι ολόκληρα χρόνια; Και γιατί έπρεπε να τον δει; Να τον φορτωθεί; Να φορτωθεί τις δικές του τύψεις; Πιο λογικό ακουγόταν να μην τον συναντήσει ποτέ. Τα γράμματά του λίγα. Επίσκεψη καμιά, και ας επέμενε η γιαγιά Ντρούσκα, λίγο πριν πεθάνει, ότι έπρεπε να τον συγχωρέσει και να τον δει από κοντά. Δικός της γιος ήταν ο δολοφόνος, αν ήταν μάνα της νύφης, ποιος ξέρει αν θα αντιδρούσε έτσι για τον φονιά.
Η δοκιμασία, μέχρι να αποφασίσει να συναντήσει τον αποφυλακισμένο πατέρα του, κράτησε μήνες. Τελικά το αποδέχτηκε και ήρθε. Τουλάχιστον ας τον κατέβαζε μέχρι την πόλη κι ας τον άφηνε στην καινούρια του ζωή, όση του απέμενε.
Η πύλη άνοιγε. Η κάμερα στα χέρια του. Ο άνθρωπος που έβγαινε κρατούσε ένα σακ βουαγιάζ. Το συννεφόκαμα του έφερνε πρόσκαιρη τύφλωση στα μάτια – εκεί μέσα δεν χρειάζονταν γυαλιά.
«Καλημέρα» του είπε.
«Καλημέρα, παλικάρι μου» είπε ο αποφυλακισμένος, ζαρωμένος, ευνουχισμένος. Τελειωμένος. «Τι κρατάς στα χέρια σου, γιέ μου;»
«Μια κάμερα. Θέλω να γράψω τη ζωή σου, αρχίζοντας από τη μέρα που βγήκες».
«Τι τη θέλεις τη ζωή μου» αναρωτήθηκε χωρίς να περιμένει απάντηση. «Την έφαγα. Μαζί μ’ εκείνη».
Ο γιος τραβούσε συνεχώς υλικό.
«Γι’ αυτό ήρθες να με υποδεχτείς, Τάσο; Για να με κάνεις ταινία;»
«Αυτό σπούδασα, πατέρα».
«Σπούδασες πώς να προδίνεις τη ζωή των άλλων;»
Ο αποφυλακισμένος προχωρούσε προς τη στάση των λεωφορείων. Κάθε μία ώρα περνούσε ένα λεωφορείο του ΚΤΕΛ. Δεν έβλεπε στα μάτια τον γιο του, γιατί δεν μπορούσε, ο άλλος είχε φροντίσει να φορέσει τα μάτια του φακού.
«Γιατί τη σκότωσες;»
«Αυτό ήρθες να μάθεις από μένα; Είκοσι χρόνια έμεινα εκεί μέσα στους γ... τοίχους για να το ξεχάσω».
« Έχεις δίκιο. Η μάνα δεν ξεχνιέται».
«Σωστά. Σταμάτα να με φωτογραφίζεις!»
«Σε κινηματογραφώ».
«Θες να μάθεις γιατί τη σκότωσα; Δεν σου είπε η γιαγιά σου, η κοινωνία η σωστή δεν σου το πρόλαβε το μυστικό;»
«Τί να προλάβει;»
«Γιατί τη σκότωσα».
«Γιατί είσαι παρανοϊκός και τη ζήλευες».
Ο αποφυλακισμένος άντρας σταμάτησε ξαφνικά και στάθηκε μπροστά στον άνθρωπο-κάμερα.
«Δεν θα σου τη σπάσω τη μηχανή, μπάσταρδε. Εξαιτίας σου τη σκότωσα. Γράψ’ το αυτό. Για την τιμή μου. Και, αν τολμάς, δείξε την ταινία σου και στην τηλεόραση. Και ύστερα ψάξε να βρεις ποιανού παιδί είσαι».
Το πλάνο άδειαζε καθώς ο άντρας έφευγε από τη μέση και στη θέση του φανερωνόταν το κενό, πίσω από τα ερείπια, πίσω από τα φυλαγμένα κτίρια, το πιο ακατοίκητο κενό.
 
Γρηγοριάδης, Θ. (2007). Χάρτες. Εβδομήντα ιστορίες, Αθήνα: Πατάκης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου