Το "στρατηγείο" της Ειδικής Ασφάλειας ήταν σ' ένα διώροφο σπίτι, μάλλον τριώροφο δεν θυμάμαι. Με πήγαν σ ' ένα δωμάτιο σε πάνω όροφο, με άφησαν για πολλή ώρα μαζί με έναν δικό τους που καθόταν σε καρέκλα απέναντί μου, κι εγώ σε μια καρέκλα ήμουν, αυτός είχε το πιστόλι του ποτέ στραμμένο προς εμένα και πότε το έπαιζε στα χέρια του σαν παιχνίδι παιδιού. Λέξη δεν είπε όση ώρα ήταν "παρέα" μου ο τύπος. Μια στιγμή, άκουσα φριχτές κραυγές πόνου, οιμωγές, έρχονται από κάποιο άλλο δωμάτιο. Ποιος ξέρει ποιον βασάνιζαν εκείνη την ώρα. Φοβερό ήταν αυτό το άκουσμα, ανατριχιαστικό. Δεν άντεξα και έβγαλα κι εγώ μια κραυγή:" Μα έτσι τέλος πάντων βασανίζεται αυτούς τους ανθρώπους που έχετε στα χέρια σας, έτσι; Τόσο απάνθρωπα;"
Με κοίταξε σαν να μην καταλάβαινε τι του έλεγα. "Τι εννοείς;" ρώτησε. "Αυτό που κι εσύ ακούς, ουρλιάζει από τον πόνο και τα μαρτυρία ο άνθρωπος που εσείς τον βασανίζετε". Με ξανακοίταξε με σαρκαστικό μορφασμό: " Χα! Ρε βλάκα, δεν ουρλιάζει από πόνο κανένας, ηλίθιος είσαι που το νομίζεις, αυτοί που εμείς " περιποιούμαστε" δεν έχουν το κουράγιο ούτε κιχ να κάνουν". Τα είχα κυριολεκτικά χαμένα, τα ουρλιαχτά δεν είχαν πάψει στιγμή. " Τότε, δεν καταλαβαίνω, ποιος ουρλιάζει έτσι;" " Ο βασανιστής, ρε κοπάνε, αυτός που τώρα βασανίζει ουρλιάζει από ευχαρίστηση, από ηδονή γι' αυτό που κάνει, μπήκες τώρα;" Τι να έλεγα;
Όταν με τα πολλά έφυγα ζωντανός από την Ειδική Ασφάλεια, ζωντανός μεν αλλά κατατζακισμένος από άγριο ξύλο, όταν επιτέλους έφυγα σέρνοντας τα πόδια μου, φτάνοντας στη γωνία είδα το όνομα του δρόμου:
ΟΔΟΣ ΕΛΠΙΔΟΣ
[...]
Δεν είναι μόνο οι διωγμός που υφίστανται
οι απλοί άνθρωποι, οι αυθαίρετες συλλήψεις, οι φυλακές, οι εξορίες, τα βασανιστήρια, η φυσική και η ψυχολογική βία, ο θάνατος, είναι και κάτι άλλο: μπροστά σε μια τέτοια ανελέητη πραγματικότητα εμείς οι ίδιοι, τα θύματα του τρομοκρατικό μηχανισμού της εξουσίας, υποχωρούσε σιγά σιγά στην καρδιά μας και στη συνείδησή μας, ο φόβος έρχεται και κατατρώει τα πνευματικά και ηθικά σπλάχνα μας, συμβιβάζομαι με την τυραννία, οι ευγενείς ιστοί της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ακεραιότητας σαπίζουν, συνηθίζουμε τέλος τη συνήθεια.
Σαμαράκης, Α., 1919, Αθήνα: Ελευθερουδάκης 1996.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου