22
Του κάκου σχήμα στο νερό θα προσπαθείς να δώσεις
Άλλο απ΄τ΄αγγειό που θα το κλειεί, ξένη δανείζεται μορφή.
Μάταια την πέτρα θα χτυπάς σα σίδερο να λυγιστεί,
Σε στιά κι΄αν την πυρώσεις.
Ενώ κι΄ο ταπεινός πηλός φέρνει στο φως συχνά ομορφιές,
Και το πεντελικό αν το κρους με τα ικανά εργαλεία,
Π΄από τη γη στον Όλυμπο σ΄υψώνουνε πολλές φορές,
Γιατί στην όψη την ψυχή του πλάστη έχουν θεία.
Όμως ποιός έδωσε ποτέ το κρυσταλλένιο σχήμα
Στον ήλιο τον αδάμαντα βιασμένο απ΄άλλο σώμα;
Σιγά - σιγά θα τρίβεται ανυπόταχτος,
Δεν υπακούει παρ΄αν τριφτεί με το δικό του τρίμμα.
Και της ουσίας η λάμψη του, που τόσο μάς μαγεύει εδώ,
Τέχνη, χωρίς αντίποινα περιφρονάει και σένα,
Τι όχι το σχήμα, μα η ψυχή κρατεί έναν ουρανό,
Και δε φοβάται χαλασμό σ΄αυτό που κλείει κανένα.
ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΜΟΥ
Ω κρύα μοναξιά, ολούθενες με μαύρα νέφη εμένα
πως μ΄έχει ζώσει, που βαρύ σταλάν εντός μου πόνο!
πια τυμβορύχος έγινα του τάφου μου, ένα-ένα
που τα παλιά θυμούμενος ξεθάφτω κ΄αιματώνω.
Του βίου η άσκεφτη χαρά, που σαν αυγή ενός Μάη,
όλα τα λούλουδ' άνοιγε τα ευωδιακά στη δρόσο
γοργά έχει φύγει, και θολή μια χειμωνιά βογκάει,
που νέους μού αρπάζει ναυαγούς που μάταια πάω να σώσω.
Κ΄οι πόθοι πια, π΄αλλες φορές μ΄υψώναν απ΄το χώμα,
κ΄έβλεπα μέσα στ΄όνειρο την άσειστη αρμονία,
αν φτερουγίσουν, ξάφνου η γη με σέρν' έτσι απ΄το σώμα
που με ρίχτει εδώ σπάζοντας τα φτερά μου με βία
Πάντα κατάδικος σκληρής κ΄ενάντιας Μοίρας στέκω
σ΄έργα καταναγκαστικά κι΄ο ανθός μου όλο μαραίνει,
και το τραγούδι μου άθελα σα μοιρολόι το πλέκω,
για ό,τι μού ετάφει ζωντανό, για ό,τι νεκρό μού μένει.
ΔΕΙΛΙΝΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ
Το ντέφι, το ασημόντεφο, το αέρι κρούει στη λεύκα
κι΄ο τόπος ξεφαντώνει,
ενώ στη ράχη του βουνού ψηλώνουνε τα πεύκα,
σα να ζητούν την πυρκαγιά να φτάσουν που τα ζώνει.
Τις ρεματιές το σούρουπο με καταχνιά σκεπάζει,
και ντύνει ένα χλωμόφεγγο τους κάμπους, που σιγά
όλο θολώνει, όταν ψηλά λες κ΄ένα νέφι αρπάζει
έτσι το φως, που ολόκληρο σπιθοβολάει φωτιά.
Πολιπλόκαμος Δράκοντας, με χίλια
Μύρια κεφάλια αχόρταγα, αιμοβόρα,
Και με γαμψόνυχα χέρια πληθώρα,
Που της γης εκμυζώντας τα βασίλεια
Μαραίνει τη ζωή και μες στ’ ανήλια
Τα δικά του την πάει τα κοσμοφτόρα·
Που τ’ άχραντα της νιότης πνίγει δώρα
Και τη μοιάζει με πέτρινα κοχίλια
Π’ όσο είν’ ογρά λαμπρίζουν στ’ ακρογιάλι·
Αχ! Το σκληρό, τ’ ανέσπλαχνο το τέρας
Που σφίγγει όλη τη γης σε πόνου αγκάλη.
Κι ο ιδικός του μονάχα λάμπει αστέρας,
Ο Μαμωνάς, τον Πόλεμο που υψώνει,
Στην άθλια γης την Κόλαση στηλώνει!
Γεράσιμος Σπαταλάς (1897-1971)
Πηγές:
http://www.katiousa.gr/logotechnia/poiisi/kyriaki-proi-m-ena-poiima-kapitalismos-tou-gerasimou-spatala/
http://poetry-poets.blogspot.com/2010/01/1887-1971.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου