Ο ποιητής, απ’ τη φύση του, δεν μπορεί παρά να εκφράζει τις απόψεις του ατόμου. Αργά ή γρήγορα θα έρθει σε σύγκρουση με την κοινωνία ή την ομάδα και θα ακολουθήσει (βασικά) έναν απ’ τους εξής τρεις δρόμους: Ή θα ασκήσει κριτική στις κυβερνήσεις και στις ηγεσίες των κομμάτων, ή θα κλειστεί στον γυάλινο πύργο του, ή θα συμβιβαστεί και θα γίνει ένας κομφορμιστής. Στη δεύτερη περίπτωση, όπως συνέβη με τους οπαδούς της «Τέχνης για την Τέχνη» στη Γαλλία τον 19ο αιώνα, μπορεί να ασκήσει μια έμμεση κριτική, μια κριτική που δεν φτάνει στην ουσία του ζητήματος, που αποδείχνει όμως, όπως λέει ο Πλεχάνοβ, ότι υπάρχει διάσταση ανάμεσα στους καλλιτέχνες και στο κοινωνικό περιβάλλον. Για μένα, γνήσιοι ποιητές είναι εκείνοι που διαλέγουν τον πρώτο δρόμο. Θα ‘φτανα μάλιστα να πω ότι θεωρώ δυνάμει ποιητές όλους εκείνους που, όπως περίπου λέει ο Καντ, διαθέτουν ένα μυαλό και έχουν την τόλμη να το μεταχειριστούν χωρίς την καθοδήγηση κανενός.
Οι κυβερνήσεις και οι ηγεσίες των κομμάτων καθοδηγούνται πάντα από τη σκοπιμότητα. Ο ποιητής βλέπει μακρύτερα απ’ τις σκοπιμότητες της πολιτικής. Ο στίχος μου, λέει ο Μαγιακόβσκι στους απογόνους, θα φτάσει σ’ εσάς περνώντας πάνω απ’ τα κεφάλια των ποιητών και των κυβερνήσεων. Ο ποιητής είναι το αντίθετο του πολιτικού διότι αρνείται να υποταχτεί στη σκοπιμότητα της πολιτικής. Ο δρόμος της ποιητικής ανυποταξίας είναι φυσικά ο δυσκολότερος. Οι κυβερνήσεις και οι ηγεσίες των κομμάτων μεταχειρίζονται κάθε μέσο για να καναλιζάρουν και να ελέγξουν την ποιητική δημιουργία. Παντού και πάντα κι ως τις μέρες μας, σ’ Ανατολή και Δύση, εξάσκησαν και εξασκούν κάθε μορφή βίας για να αναγκάσουν τους ποιητές να συμμορφωθούν με τις εκάστοτε σκοπιμότητές τους. Οι δυσκολίες πληθαίνουν ακόμη περισσότερο απ’ το γεγονός ότι ο ποιητής, όπως και κάθε καλλιτέχνης, είναι «μάστορης». Για να αποδείξει τη μαστοριά του (και για να κερδίσει χρήματα), δέχεται να γράφει ωδές επί πληρωμή, δέχεται να γίνει αυλικός στιχοπλόκος, ακαδημαϊκός ή μέλος της Ενώσεως Σοβιετών Συγγραφέων. Το γεγονός ότι αρκετά έργα, γραμμένα «κατά παραγγελίαν», είναι πράγματι αξιόλογα επιτείνει ακόμη περισσότερο τη σύγχυση.
Αυτή η ανάγκη που νιώθουν οι ποιητές να αναγνωριστεί η μαστοριά τους και γενικά η αξία τους εξηγεί την ύπαρξη των βραβείων. Ομολογώ ότι λυπήθηκα διαβάζοντας τις διαμαρτυρίες των νέων ποιητών μας για την πρόσφατη απόφαση των «Δώδεκα» να μην απονείμουν το βραβείο τους. (Διότι περί αυτού ακριβώς πρόκειται: περί του βραβείου. Αν ένας οποιοσδήποτε κριτικός ή έστω και πολλοί κριτικοί διατυπώνανε την άποψη ότι δεν υπάρχει σήμερα αξιόλογη ποίηση, αμφιβάλλω αν θα αγανακτούσαν τόσο οι νέοι ποιητές μας.) Λυπήθηκα διαβάζοντας τις διαμαρτυρίες τους, γιατί μου δίνουν το δικαίωμα να υποθέσω ότι δεν έγραψαν τα ποιήματά τους επειδή αισθάνθηκαν την ανάγκη να τα γράψουν, αλλά γιατί απέβλεπαν σε μια «καθιέρωση». Λες και ένα βραβείο θα μπορέσει ποτέ να προσθέσει έστω και το ελάχιστο στην όποια αξία του έργου τους. Λες και δεν έχουνε μάθει ακόμα πως απονέμονται τα βραβεία (όλα ανεξαιρέτως, συμπεριλαμβανομένων και των βραβείων Στάλιν, Νόμπελ και Πούλιτζερ). Λες και δεν υπέπεσε στην αντίληψή τους το γεγονός ότι, όταν η επιτροπή είναι «μεικτή», το βραβείο μοιράζεται στα δυο (Ρίτσος- Δικταίος, Καραντώνης- Λειβαδίτης).
—Από μια συνέντευξη στον Ρένο Αποστολίδη, περιοδικό «Εικόνες», 15 Ιουνίου 1959
ΠΗΓΗ: Άρης Αλεξάνδρου, «Έξω απ’ τα δόντια, Δοκίμια 1937- 1975» | Εκδόσεις «Πατάκη», Ιούνιος 2021 (Α’ Έκδοση: Βέργος, 1977 | B’ Έκδοση: Ύψιλον, 1982)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου