Αυτοβιογραφία
Σαν το αγρίμι έζησα.
Στηλώνοντας πάντα τʼ αυτί μου.
Αλλάζοντας πρόσωπο κι όνομα
ανάμεσα σε τουφέκια, σίδερα και σκοινιά.
Μες σε πηγάδια έριξαν τον ύπνο μου.
Σκυλιά και σύρματα ξέσκισαν το κορμί μου.
Δε μου άφησαν τίποτα.
Τη σιωπή μου γλίτωσα μόνο.
Σαν το αγρίμι έζησα τη ζωή μου.
( «Κατάθεση», 1965)
Πού πάμε.
Πού σπαταλάμε τα πιο ωραία μας λόγια· τα πιο γενναία μας όνειρα…
Κινάμε σαν τη φωτιά και σβήνουμε, σβήνουμε αργά δίχως ν’ αφήσουμε τίποτα.
Όταν μέσα μας κάποτε μουγκρίσαν ποτάμια.
Όταν λουλούδισαν θάλασσες.
Όταν δάση φουρτούνιασαν, ξεκινώντας
για ταξίδια πέρ’ απ’ αυτά τα κλειστά βουνά.
Πού πάμε.
Επιστρέφουμε.
Όλο και πιο αναπότρεπτα, όλο και πιο απελπισμένα
επιστρέφουμε.
Δίχως ώς τώρα να ταξιδέψουμε.
Πουθενά
Βέβαιο πως όλα θα βουλιάξουν σε λίγο.
Και τα χέρια που άγγιξαν, έστω σε μια σύντομη ζάλη, τη λευτεριά
σα θερισμένα κουπιά θ’ απομείνουν ριγμένα στην άκρη.
Μα εσένα θα ‘θελα ώς το τέλος να σκέφτομαι αγάπη μου
ακριβή μου αγάπη.
Όπως όταν μέσα στα μάτια σου φουρτούνιαζαν οι πολύφωνες θάλασσες
και στα νυχτερινά σου μαλλιά τα δάχτυλά μου χάνονταν
ζητώντας καινούργιους δρόμους, καινούργιες σημαίες, ώς τα χαράματα.
Γιατί έτσι ρημαγμένη πια μου είναι αβάσταχτο να σε βλέπω
σε ξένα χέρια – κι από μένα τον ίδιον ακόμα – παρατημένη
σ’ επιτήδειους ψεύτες και σ’ επαγγελματίες εραστές να φθείρεσαι να γεράζεις
ξεπουλώντας τα πιο ακριβά σου συνθήματα
τραγουδώντας βραχνά, φτηνά τραγούδια ρεμπέτικα
εσύ που τα λόγια σου κάποτε βούιζαν σαν πυκνά παράφορα δάση
γεμάτα περήφανα αγρίμια και παραδείσια πτηνά,
Έτσι όπως ήσουν κάποτε θέλω ώς το τέλος να σε σκέφτομαι αγάπη μου
μοναδική μου αγάπη.
Ίσως δε λησμονήσουν
όταν θα ξαναρχίσουν μια καινούργια άνοιξη οι άλλοι.
Γλίτωσα.
Για να φύγω ένας άθλιος γέροε
γεμάτο ζάρες απογοητεύσεις και σφάλματα
Ξόδεψα τη ζωή μου σε λεπτομέρειες.
Ζυγιάζοντας χειρονομίες και λόγια.
Αγοράζοντας ακριβά με το αίμα πουλώντας στο τέλος φτηνά.
Είμαστε μια γενια΄που δεν έχει πια τίποτ’ άλλο από μνήμες.
Ζήσαμε τη φωτιά και το φόβο την έπαρση και την πίκρα την απόφαση και την άρνηση.
Τώρα τελειωμένοι καθόμαστε και κάνουμε αθροίσεις τα βράδια
βαίνοντας πάντα χαμένοι
(κι ας μην ξέρουμε ακόμα πού θα ‘πρεπε να ‘ναι το κέρδος)
βρίσκοντας πάντως λειψά τα χτυπήματα
τούτο κυρίως: ατέλειωτη πάνω μας
την τελευταία λαβωματιά.
Χρ. Δ. Αντωνίου: Ο Θανάσης Κωσταβάρας και το δράμα του ανώνυμου αγωνιστή. – Περιοδικό Περί Ου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου