Αρνούμαι να προσθέσω φλυαρίες. Φόρεσε το καλό του μπλε πουκάμισο. Εγώ πλήρωσα δυό Αλβανούς να σκάψουν το χώμα. Το χώμα ήταν κόκκινο, με τσουκνίδες, αγριόχορτα και πέτρες.
Ήταν άνοιξη. Μοσκοβολούσαν όλα. Λεπτή κανελλόσκονη σκάλωνε στο χνούδι των ρουθουνιών μου. Τα σπίτια μύριζαν κουλούρια και οι αυλές μελισσόχορτο.
Τα γυμνά πόδια των αντρών βούλιαζαν στο κόκκινο χώμα. Τους παρακολουθώ.
Μπλέχτηκε στον κασμά ένα μαύρο κομμάτι ύφασμα. Τίποτε άλλο.
Μέσα μου, έλεγα το όνομά του. Ξανά και ξανά.
Πιό πέρα στο ποτάμι λούζονταν γυμνά τ’ αγόρια. Ακούγονταν τα γέλια τους. Χρυσοί ερωτιδείς ! Κολύμπαγαν στο επιλήσμον ρεύμα του κόσμου.
Με μια ακαθόριστη ενοχή, έβλεπα τη γη ν’ αχνίζει. Οι άντρες, διαρκώς σκυφτοί. Άφηναν μικρές κραυγές σαν παράξενα ζώα.
Επαναλάμβανα μέσα μου τ’ όνομά του. Με μιά ανάλαφρη πικράδα απ’ τις σκιές της δάφνης και των κυπαρισσιών.
Οι άντρες, σταμάτησαν για λίγο. Σιγαλιά. Ακούω τις αναπνοές των νεκρών, από τα ανοιχτά παράθυρα των τάφων.
Η τρύπα στο χώμα μεγάλωνε. Ένα αντεστραμμένο μάτι !
Νωρίς το πρωί. Φτερουγίζει ένα αηδόνι μικρό, στο μυστικό κήπο του νεκροταφείου.
Εκείνος με το καλό του μπλε πουκάμισο. Αναζητώ την επαφή με το οικείο του δέρμα που λάμπει από τον ήλιο. Βάσκανος μοίρα !
Τον χάιδεψα. Όπως ένας βοσκός χαϊδεύει το αρνί του.
Βυθισμένη γλύκα !
Δακρύζω.
Τα δάκρυά μου λάμπουν στον ήλιο σαν μεταξωτές κορδέλες. Κοιτάζω πίσω απ’ το θολό τζάμι των δακρύων. Μιά αγριομηλιά, ένας ξεροπλάτανος και μια αγριοκερασιά γύρω από το σκαμμένο χώμα. Ένα σφριγηλό μπουκέτο. Σκορπίζει τη δύναμή του !
Σπάνια παθανθή της ζωής !
Η τρύπα στο χώμα μεγάλωνε. Εγώ προσποιούμαι ότι παρατηρώ πως ζουν τα πετεινά του ουρανού.
Μακρινές φωνές έφτασαν από το ποτάμι.
Από τη γη, ακουγότανε πως κεντάνε τα κοκαλάκια των νεκρών.
Η αγριοκερασιά, μέσα στην πόζα και το τσίτωμα.
Τα έντομα κολυμπούσαν στο φως. Κι άλλα φθείρονταν σ’ ένα αναρριχητικό ταξίδι.
Οι δύο άντρες ξαναγύρισαν κι έπιασαν τον κασμά με μιά ένταση γιορταστική και εύφορη.
Η τρύπα στο χώμα μεγάλωνε.
Ο μεσημεριάτικος ήλιος ανέβηκε πολύ, και χτύπαγε στην τσίγκινη σκεπή του ουρανού.
Εκεί στη μέση της μέρας, απ’ τα ξεφλουδισμένα μάρμαρα, αγροτόπαιδα και κορίτσια που πέθαναν στα δεκαοχτώ, με εσθήτες και αλογίσιες μάσκες, φτερά και μαραμένα πλατανόφυλλα, περπατούσαν στον εγκαταλειμμένο κήπο του κοιμητηρίου.
Περπατούσαν, σα ν’ ακροβατούσαν, ανάμεσα στο τίποτα και στο πάντα. Στην καθημερινότητα και τη μαγεία.
Και σήκωναν το κεφάλι ελαφρά. Σα να αρέσκονταν να βλέπουν τα μικρά σύννεφα στον ουρανό. Σαν και ν’ ανάσαιναν τον ανοιξιάτικο αέρα, σαν οι ωραίες μέρες να είναι εδώ ξανά.
Ανέμελοι νεκροί !
Ο αέρας μου μύριζε θανατερή, βόρεια μοναξιά.
Όμως το νεκροταφείο, ολοένα γέμιζε ωραίους νεκρούς.
Τα νεανικά κεφάλια τους καρφωμένα στις φλέβες του λαιμού τους.
Μα, κι οι πεθαμένοι είναι φτιαγμένοι από βλέννες κι άντερα ; Μεθούσαν. Από δυόσμο και χαρά και ανθρώπινες επιθυμίες ! Μερικοί είχαν πάλλευκα φτερά. Κι ένας γοητευτικός νέος με σκουρόξανθα πυκνά μαλλιά, κορμί λεπτό και νευρώδες, κράταγε μια φλογέρα μπροστά στα χείλη του, που είχε φτιάξει από ένα κομμάτι πευκόξυλο.
Εγώ, δεν άκουγα τίποτε, μα τα περιστέρια, τρόμαξαν σαν ν’ άκουσαν κάτι αλλόκοτο και πέταξαν προς τα τόξα της εκκλησίας !
Μια λεπτή φωτιά, έτρεξε κάτω απ’ το δέρμα μου.
Εκείνος, δίπλα μου. Με το καλό του μπλε πουκάμισο. Πολύπλοκος, πλούσιος, απόμακρος, προκλητικός και οι νεκροί γύρω μας, να γλιστράνε στο σμαραγδένιο αφρό των χόρτων !
Φτιάχνουν στεφάνια από κισσό, ψάλλοντας το γαμήλιο άσμα!
Κι η αγριοτριανταφυλλιά, που ανθίζει για λίγο καιρό, σήμερα άνθισε !
Κάπου στον κήπο ήταν ένα παράθυρο ανοιχτό, κι άρχισα να κρυώνω.
Κι ας μην κρατούσα τίποτε, τα χέρια μου, άδειαζαν ! Κάτι σαν απόσβεση ...
Εκείνος, με το καλό του μπλε πουκάμισα. Γυαλοκοπούσε το γαλάζιο σατέν του φυλακτού του και οι πολύχρωμες λιλιπούτειες χαντρούλες που το στόλιζαν στο τελείωμά του.
Σηκώθηκε σιωπηλός.
Αρνούμαι να προσθέσω φλυαρίες.
Πήγε προς το σκαμμένο χώμα. Ξάπλωσε με το καλό του μπλε πουκάμισο χωρίς να λερωθεί. Μ’ ένα τσιγάρο να κρέμεται στα χείλη.
Το στρογγυλό φως, έχει κυλήσει αργά πάνω στα βράχια κι έχει ξαναφύγει προς τον ουρανό.
Η πόλη κάτω νυχτώνει σε μπλε λουλακί
Επάργυρον, 2005.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου