ΣΤΗΝ ΚΑΤΩ ΝΥΧΤΑ
Ήπιες απόψε λόγια και φωνές
μοιάζαν με ουίσκι. Το σώμα
της παλιάς αηδόνας σού τραγούδησε
το πόσο πόνεσε και τώρα
άλλο δε γίνεται να τραγουδήσει.
Έτσι είναι. Στην κάτω νύχτα
όλα σωπαίνουνε.
Τα πίνει ο θόρυβος
που πίνει.
Λίγη φωνή
βγαίνει μονάχα το ξημέρωμα
κι ειν' η δική της
καθώς γλιστράει στο πάλκο της λεωφόρου
κι εκεί πρωτοσφυρίζει το τραγούδι της
μαρμαρωμένη κίτρινη της πάχνης
θεά αποτρόπαιη μουσική της μέρας.
ΣΚΥΛΑΔΙΚΟ
Φίλε το ξέρω
πάντα σ' άρεσε
το σουξεδάκι αυτό
μαζί με το λαρύγγι του
και με το ντεκολτέ του.
Λοιπόν απόψε μες στο ουίσκι ο συνθεσάιζερ
λιώνει ολοστρόγγυλες τις φαντασίες
για να μη νιώσει ούτ' ένας τους
πως σε κρατάω στα χέρια μου
ό,τι έμεινε από σένα
ό,τι έθρεψε το σώμα σου κάτω απ' το χώμα
για να μη νιώσει η αηδόνα
πως σ' έχω κόψει φρέσκον το πρωί
κι ανάμεσα στ' ανύποπτα της πίστας
θα πετάξεις τώρα δίπλα της
να ρίξεις τις στροφούλες σου
νταλκαδιασμένο εσύ
τάφου λουλούδι.
ΤΟ ΡΑΜΦΟΣ ΒΥΘΙΖΕΤΑΙ ΟΠΟΥ ΒΡΕΙ
Ι. ΦΙΛΕ, κάπνιζε τον Έρωτα κι άμα τελειώσει λιώσε τη γόπα, πάτα την, διάλυσέ την.
II. Άνοιξε το ψυγείο, πυροβόλησε τ’ αυγά, να χυθούν οι κρόκοι στο πάτωμα, να συρθούν να γλείφουν τα παιδιά σου.
III. Και σπάνε το θερμόμετρο μη μετρηθεί το πάθος· και ρίξε τον υδράργυρο στ’ αυτιά σου.
IV. Τέλος, σημάδεψε και τους βολβούς σου με τη στέκα σ’ αίθουσα μπιλιάρδων.
V. Άλλωστε θα τους βρεις στα μάτια μιας πουτάνας που παντρεύτηκε και τώρα μετανιώνει.
VI. Όσοι χρόνια κολυμπάτε αμέριμνοι στα μάτια μου, θα βάλω τα κλάματα και θα σας πνιξω.
VII. Μπίρες, μπίρες, μπίρες· τα νιάτα μας σαν τον αφρό σας.
VIII. Η Ελλάδα στο χάρτη μια μπόρα που ξεσπάει καταπάνω μου.
IX. Όμως δεν μπορεί, θα ’ναι ωραία στη νήσο Βανκούβερ!
X. Κι όμως φίλε, εμείς, το μέσα του πιάνου, πονάμε για να βγει η δικιά σου μουσική!
Αναπήρων Πολέμου, 1982
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου