Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2021

Άδωνις-Ο Χρόνος



᾿Αγκαλιάζω τὸ στάχυ τοῦ χρόνου, τὸ κεφάλι μου πύργος φωτιᾶς· 
 Ποιό, τὸ αἷμα ποὺ τὴν ἄμμο αὐλακίζει, καὶ ποιά, τούτη ἡ δύση;
Πές μας, φλόγα τοῦ παρόντος, τί θὰ λέμε;
Στὸ λάρυγγα μέσα, τῆς ῾Ιστορίας τὰ συντρίμμια
Καὶ στὸ πρόσωπο, τὰ σημάδια τοῦ θύματος
Πόσο πικρή ᾿ναι ἡ γλώσσα τώρα, πόσο στενὴ ἡ πύλη τοῦ ἀλφάβητου
᾿Αγκαλιάζω τὸ στάχυ τοῦ χρόνου, τὸ κεφάλι μου πύργος φωτιᾶς·
… δήμιος κατάντησε ἕνας φίλος; Μήπως
εἶπε γείτονας· Πόσο ἀργεῖ ὁ Χουλακοῦ*; Ποιός χτυπᾶ τὴν πόρτα;
῞ Ενας εἰσπράκτορας τοῦ φόρου;
Δῶσ᾿ του τὸν φόρο … Σχήματα γυναικῶν
κι ἀντρῶν … εἰκόνες βαδίζουνε/γνέψαμε,
κρυφομιλήσαμε, - τὰ βήματά μας,
ἕνα νῆμα φόνων/
Λὲς νἆναι ὁ φόνος σου ἀπ᾿ τὸν θεό;
Λὲς νἆναι ὁ θεὸς ἀπ᾿ τὸν φόνο σου;

- Σάστησε μὲ τὸ αἴνιγμα,
λίγησε σὰν τόξο τρόμου πάνω στὶς κυρτές του ἡμέρες.
- ῾Ο ἀδερφός μου χάθηκε, ὁ πατέρας τρελλός, τὰ παιδιά μου νεκρά
Ποιός θὰ δεχθεῖ τὶς ἱκεσίες μου; Τὴν πόρτα ν᾿ ἀγκαλιάσω; ῍Η
μήπως
νὰ πῶ τὸ παράπονό μου στὸ χαλάκι τῆς προσευχῆς;
- Ζαλίστηκε. Φέρε τὰ φάρμακα
καὶ μὲ τῶν σοφῶν τὰ φίλτρα γιάτρεψέ τον.
Πτώματα ποὺ ὁ φονιὰς διαβάζει σὰν ἀνέκδοτα/στοῖβες κόκκαλα,
κεφάλι παιδιοῦ αὐτὸς ὁ σωρὸς ἢ κομμάτι κάρβουνο;
Σῶμα, ἐκεῖνο ποὺ διακρίνω ἢ σκελετὸς ἀπὸ πηλό;
Σκύβω, διορθώνω δυὸ μάτια, μπαλώνω ἕνα πλευρό,
῎ Ισως μὲ βοηθήσει ἡ λογικὴ καὶ μὲ ὁδηγήσει ἡ λάμψη τῆς μνήμης;
᾿Αλλὰ μάταια ψηλαφῶ τὰ λεπτὰ νήματα,
μάταια συνδέω ἕνα κεφάλι, δυὸ χέρια καὶ δυὸ πόδια,
νὰ φανερωθεῖ τὸ σκοτωμένο πρόσωπο
- Ποιός διδάσκεται ἀπὸ τὸ μερμήγκι;
Γιατί ἡ ἔκπληξη; Εἶναι ποίηση
νὰ σμίγεται ἡ τραγικὴ σπίθα μὲ τὸ μάτι; Μήπως ἔκσταση
νὰ βλέπεις τὸ σπίτι σου νὰ τινάζεται
συντρίμμια στὸν θεό;
Τοῦ μάντη ἡ κουκουβάγια ἔκρωξε σὲ μιναρὲ ἀπάνω,
Μὲ τὴν κραυγή της ἔπλεξε οὐράνιο τόξο
Κι ἔκλαψε πνιγμένη ἀπ’ τὴ χαρά της
᾿Αγκαλιάζω τὸ στάχυ τοῦ χρόνου, τὸ κεφάλι μου πύργος φωτιᾶς·
…/Τὰ μυστικά του φανέρωσε ὁ γελωτοποιός -
Χρυσοχοεῖο αὐτὸς ὁ ἀνυπόταχτος χρόνος,
Τέλμα γεμάτο προφῆτες.
Τὰ μυστικά του φανέρωσε ὁ γελωτοποιός -
Θάνατος ἡ ἀλήθεια θἆναι
῾Ο θάνατος, ψωμὶ γιὰ τοὺς ποιητές
Κι ἐκεῖνο ποὺ ὀνομάστηκε ἢ ἔγινε πατρίδα·
Κάποια ἐποχὴ ποὺ πλέει στὸ πρόσωπο τοῦ χρόνου.
Τὰ μυστικά του φανέρωσε ὁ γελωτοποιός -
Ποῦ’ ναι τὸ κλειδί σου, περίλαμπρο κύμα; Πλημμύρισέ με,
σὲ ἱκετεύω,
καὶ πάρε τὶς τελευταῖες μου ὄχθες, πάρε με
μὲ μάγεψε μιὰ φλεγόμενη ἄβυσσος,
μὲ μάγεψε ἕνα ἄχυρο ποὺ καίγεται,
μὲ μάγεψαν δρόμοι ποὺ τρομάζουν τοὺς δρόμους
᾿Αγκαλιάζω τὸ στάχυ τοῦ χρόνου, τὸ κεφάλι μου πύργος φωτιᾶς·
Λησμόνησε ἡ ψυχή μου τὶς ἀγάπες της
Λησμόνησε τὴν κρυμμένη κληρονομιά της στὸ σπίτι τῶν εἰκόνων
Πιὰ δὲν ἀναπολεῖ ὅ,τι λέν᾿ οἱ βροχές, ὅ,τι γράφει τῶν δέντρων
τὸ μελάνι
Δὲν ζωγραφίζει παρὰ
κάποιο γλάρο ποὺ τὸ κύμα στὰ καραβόσκοινα ἐκτοξεύει
Δὲν ἀκούει παρὰ
τὴν κραυγὴ κάποιου μετάλλου· ἰδοὺ τῆς πολιτείας ἡ καρδιά·
φεγγάρι ποὺ κόβεται στὰ δυό, δεμένο μὲ τὸν ἀφαλὸ
ἑνὸς πύρινου τέρατος
Δέν ξέρει πιὰ πὼς ὁ θεὸς κι ὁ ποιητὴς εἶναι δυὸ παιδιὰ
ποὺ κοιμοῦνται πάνω στῆς πέτρας τὸ μάγουλο.
Λησμόνησε ἡ ψυχή μου τὶς ἀγάπες της
Γι᾿ αὐτὸ μὲ τρομάζει τὸ σκοτάδι - τὸ προμελετημένο αὔριο
Γι᾿ αὐτὸ μὲ κυριεύει ἡ ἀμφιβολία, μοῦ ἀντιστέκεται τ᾿ ὄνειρο
Δέσμιος τρέχω ἀπὸ φωτιὰ σὲ φωτιά
Μ᾿ ἔπνιξε ὁ ἱδρώτας ποὺ στάζει ἀπ᾿ τὸ κορμί μου
καὶ μὲ τοὺς τοίχους μοιράστηκα
τὴν ἀϋπνία τῆς νύχτας / (τὰ βήματα τῆς νύχτας, ἀγρίμια …)
Συχνὰ εἶπα τῆς ποίησης ποὺ καταστάλαξε στὴ μνήμη μου
Ποιό εἶναι τὸ πριόνι πάνω στὸν τράχηλο
ποὺ μοῦ ὁρίζει τὸ σῆμα τῆς σιωπῆς;
Σὲ ποιὸν τὴ στάχτη μου ν᾿ ἀφηγηθῶ;
᾿ Εγὼ ποὺ τὸν παλμό μου ἀγνοῶ πῶς νὰ τὸν ξεριζώσω
καὶ σ᾿ ἕνα τραπέζι νὰ τόνε ρίξω,
᾿ Εγὼ ποὺ ἀρνιέμαι νὰ κάνω τὸν καημό μου τύμπανο γιὰ τὸν
οὐρανό
῍ Ας πῶ τότε· ἦταν ἡ ζωή μου οἶκος φαντασμάτων κι ἀνεμόμυλος
᾿Αγκαλιάζω τὸ στάχυ τοῦ χρόνου, τὸ κεφάλι μου πύργος φωτιᾶς·
Τὰ δέντρα τῆς ἀγάπης στὸ Κασάμπιν* γίναν ἀδέρφια
μὲ τὰ δέντρα τοῦ θανάτου στὴ Βηρυττό, κι ἐδῶ
τὸ δάσος τῆς μυρτιᾶς παρηγορεῖ
τῆς ἐξορίας τὸ δάσος - ῞Οπως εἰσέρχεται τὸ Κασάμπιν στοῦ
χορταριοῦ
τὸν χάρτη καὶ διυλίζει τῶν λιβαδιῶν τὰ ἔγκατα
εἰσῆλθε ἡ Βηρυττὸς στὸν χάρτι τοῦ θανάτου / οἱ τάφοι
σὰν κῆποι, καὶ χωράφια τὰ λείψανα
Τί εἶν᾿ ἐκεῖνο ποὺ ξεχύνει τὸ Κασάμπιν στὴν Τύρο καὶ Σιδόνα,
καθὼς ἡ Βηρυττὸς ξεχύνεται;
Ποιό, τὸ ἀπόμακρο πράγμα ποὺ πλησιάζει;
Τί εἶν᾿ ἐκεῖνο ποὺ στὸν χάρτη μου ἀναδεύει αὐτὰ τὰ αἵματα;
… Στέγνωσε τὸ καλοκαίρι καὶ τὸ φθινόπωρο δὲν ἦρθε
Μὲς στὴ μνήμη τῆς γῆς ἡ ἄνοιξη μελάνιασε / ὁ χειμώνας,
ὅπως τὸν ζωγραφίζει ὁ θάνατος· ψυχορράγημα ἢ αἱμορραγία
᾿Εποχὴ ποὺ βγαίνει ἀπ᾿ τὴ φιάλη τοῦ προορισμοῦ
καὶ τὴν παλάμη τοῦ πεπρωμένου
᾿ Εποχὴ περιπλάνησης ποὺ τὸν χρόνο αὐτοσχεδιάζει
καὶ τὸν ἀγέρα ἀναμασάει,
Πῶς, ποῦθε θὰ τὸν ἀναγνωρίσετε;
Φονιὰς δίχως πρόσωπο/ντυμένος ὅλα τὰ πρόσωπα …
᾿Αγκαλιάζω τὸ στάχυ τοῦ χρόνου, τὸ κεφάλι μου πύργος φωτιᾶς·
᾿ Εξαντλημένος ἔγειρα τὴν κεφαλὴ κι ἀγναντεύω τὰ πέρατα -
Ποιά τὰ κουρέλια; Χρονικά; Χῶρες; Λάβαρα στὴν ἀκτὴ
τοῦ σούρουπου κρεμασμένα;
᾿ Ιδού, μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ διαβάζω γενεές, καὶ σ᾿ ἕνα πτῶμα
μύρια πτώματα
᾿Ιδού, μὲ κατακλύζει ἡ ἄβυσσος τῆς ἀνοησίας,
Τὸ σῶμα μου ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὴν ἐξουσία μου
Τὸ πρόσωπό μου δὲν φαίνεται πιὰ στὸν καθρέφτη του
Τὸ αἷμα μου δραπετεύει ἀπὸ τὶς φλέφες του …
Μήπως διότι βλέπω τὸ φῶς ποὺ τοῦ πηγαίνει τὰ ὄνειρά μου;
Μήπως διότι εἶμαι ἡ ἄκρη τοῦ σύμπαντος ποὺ οἱ ἄλλοι εὐλογοῦν
κι ἐγὼ ἀναθεματίζω;
Τί εἶν᾿ ἐκεῖνο ποὺ ξεριζώνει τὰ κατάβαθά μου καὶ φεύγει
ἀνάμεσα σὲ θάμνους ἀπὸ ἐπιθυμίες, σὲ χῶρες-ὠκεανοὺς ἀπὸ
δάκρυα
καὶ φυλὲς ἀπὸ σύμβολα;
ἀνάμεσα σὲ ἔθνη καὶ γένη - ἐποχὲς καὶ λαούς;
Τί εἶν᾿ ἐκεῖνο ποὺ κόβει στὰ δυὸ τὴν ψυχή μου;
Τί εἶν᾿ ἐκεῖνο ποὺ μὲ καταστρέφει;
Μήπως εἶμαι σταυροδρόμι;
Μήπως ἔπαψε ὁ δρόμος μου, σὲ στιγμὴ ἀποκάλυψης, νἆναι
ὁ δικός μου;
Μήπως πολλαπλασιάστηκα, μήπως εἶν᾿ ἄβυσσος ἡ ᾿Ιστορία μου
καὶ μοῖρα ἡ πυρπόληση;
Τί εἶν᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἀναδύεται, μ᾿ ἕναν καγχασμό, ἀπ᾿ τὰ πνιγμένα
μέλη μου;
Μήπως πολλαπλασιάστηκα, ὁ ἕνας ρωτώντας τὸν ἄλλον·
Ποιός εἶσαι καὶ ἀπὸ ποῦ ἔρχεσαι;
Μήπως εἶναι τὰ μέλη μου δάση μαχῶν
… μέσα στὸ αἷμα ποὺ ἔγινε ἄνεμος, μέσα στὸ σῶμα
ποὺ ἔγινε φύλλο;
Τρελλάθηκα; Ποιός εἶμαι σ᾿ἐκεῖνο τὸ σκοτάδι; Δίδαξέ με, τρέλλα,
κι ὁδήγησέ με
Ποιός εἶμαι, φίλοι μου, ὁραματιστὲς καὶ διωγμένοι;
Νὰ μποροῦσα ἀπ᾿ τὸ πετσί μου νὰ βγῶ, δίχως νὰ ξέρω ποιὸς ἤμουν
καὶ ποιὸς θὰ εἶμαι
ἕνα ὄνομα ψάχνω καὶ κάτι νὰ ὀνοματίσω,
τίποτα ὅμως δὲν ὀνομάζεται
ἐποχὴ τυφλὴ καὶ ῾Ιστορία τυφλωμένη
ἐποχὴ λασπωμένη καὶ ῾Ιστορία συντριμμένη
Δαμασμένος ὁ ἄρχοντας, σκοτάδι δόξα σοι
᾿Αγκαλιάζω τὸ στάχυ τοῦ χρόνου, τὸ κεφάλι μου πύργος φωτιᾶς·
῾ Ο σημίτης πρόγονός μου ἐξεπλάγη ἀπ᾿ ὅ,τι γέννησε
Τὸ τυφλὸ πεπρωμένο,
Παπαγάλος; ῍Η προφήτης ποὺ κατάντησε μούμια;
῏Ω πρόγονε ποὺ τὸν δρόμο σου τώρα ἐγκαταλείπω
Καλῶς, ἐσὺ ποὺ κατοικεῖς τὸ μόριο τοῦ νεροῦ καὶ τὰ στρώματα
τοῦ οὐρανοῦ
Εἶναι λογικὸ νὰ ὁδεύεις, καθὼς ὁδεύεις, ὑπερήφανος, πρὸς τὰ ὀπίσω
᾿ Εσὺ τὸ μυστήριο καὶ τὸ πλούσιο ἀπὸ προφητεῖες βασίλειο -
᾿Εγὼ ὁ ἀνύμπορος νὰ σὲ ἀντιληφθῶ, ὁ ἀπολωλὸς
στὴν πλάνη του, ἐσὺ τὸ θαῦμα.
῏Ω πρόγονε τώρα σὲ ἀπορρίπτω, ἀγάπησα ὅμως τὴν πλάση
μὲς στὸ δημιουργικό σου εἶναι, δὲν θὰ μὲ ἀναγνωρίζεις πιὰ
καὶ τίποτα δὲν θὰ μᾶς συνδέει
παρὰ ἐκεῖνο τὸ ἐρείπιο ποὺ καταστάλαξε στὴν ψυχή μου - κλαίει
καὶ μὲ κάνει νὰ σὲ κλαίω.
᾿Αγκαλιάζω τὸ στάχυ τοῦ χρόνου, τὸ κεφάλι μου πύργος φωτιᾶς·
Τὸ τέλος τῆς ἐποχῆς ποὺ ἔβρεχε ἀργιλάσβεστο ἀνταμώνει
τὴν ἀρχὴ τῆς ἐποχῆς ποὺ βρέχει πετρέλαιο
῾Ο θεὸς τῆς φοινικιᾶς σκύβει
σὲ κάποιον σιδερένιο θεό,
κι ἐγὼ ἀνάμεσά τους, αἷμα ἐκχεόμενο καὶ καραβάνι ποὺ
ὀπισθοδρομεῖ
᾿Εμβαθύνω στὴν σβησμένη μου φωτιὰ
καὶ κοιτάζω πῶς νὰ καλοπιάσω
τὸν δύστροπο μὲς στὴν ἔρημό του θάνατό μου,
καὶ λέω· τὸ σύμπαν τὸ ὑφαίνει τ᾿ ὄνειρό μου …/Τὰ νήματα
ξηλώνονται
Βλέπω τὸν ἑαυτό μου σὲ μιὰν ἄβυσσο κι ἀφήνομαι στῆς
πτώσεως
τὴ νύχτα
Βλέπω τὰ πράγματα· κύκλος καπνοῦ
Βλέπω τὸν κόσμο· κυνήγι,
τὸ τραπέζι στρωμένο, - ἀρτύματα τὰ σώματα
καὶ δοχεῖα τὰ κεφάλια
ὁ θεὸς κάθεται στὸ τραπέζι, ψωμὰς ἦταν
ἕνα ζαρκάδι καὶ στρατιώτης μιὰ σαύρα/ἕνας θεὸς
τρώει τὸ θήραμα, ἢ τὸ θήραμα τὸν θεό;
Ψεύτης ὁ δρόμος καὶ ἡ ὄχθη προδότης
Πῶς νὰ μὴ σὲ κεραυνοβολήσει τώρα ἡ τρέλλα;
῎Ετσι αὐτὸν ποὺ τρώγει ἀπαρνιέμαι καὶ τὴν τροφή
Καὶ ἡ καθεμιὰ μ᾿ ἀνακουφίζει περιπλάνηση
Παρηγοριά μου· νὰ εἰσελαύνω στ᾿ ὄνειρό μου, - περιπλανιέμαι,
κυμαίνομαι,
τραγουδάω τὸν πόθο γι᾿ ἄρνηση καὶ παραληρῶ -
Κρίκος τῶν ἡμερῶν μου, τὸ ἄστρο τῆς ᾿Αφροδίτης, καὶ βραχιόλι
ὁ Αἰγόκερως,
Λέω· οἱ ἀνθοὶ μὲς στοὺς κάλυκές τους
ἀνοίγουν σὰν ἐξῶστες …
Παρηγοριά μου· νὰ εἶμαι ἀντάρτης - ἐπιστρατεύω τῆς ἀνταρσίας
τὰ ρήματα
Σ᾿ ἐκείνους τοὺς δύστροπους ἀνέμους βάλτε χαλινάρι
Σφαγμένη ἡ ῾Ιστορία καὶ ἴσα ποὺ ἀρχινάει ἡ σφαγή
᾿Αφῆστε τὸν φονιά, τὸ θύμα καὶ τὴ σφαγὴ μάρτυρες
Μὲ τ᾿ ἀπομεινάρια σκεπᾶστε με καὶ ζωγραφίστε με
᾿Ερείπειο ἀνάμεσα στὰ ἐρείπεια.
῎Ετσι τὴ σοφία θ᾿ ἀντλήσω ἀπὸ τὴν πηγή της
Κραυγάζοντας· καλῶς ἤρθατε ἀπομεινάρια μου, σὲ καλωσορίζω παρακμή.
Αὔριο θὰ μὲ σβήσει ὁ θάνατος μὰ δὲν θὰ σβήσω
Αὔριο θὰ πηγαίνω ἀπὸ ἕνα φῶς σὲ ἄλλο,
᾿Αλήθεια, πιὸ ἀδύνατος ἀπὸ μιὰ κλωστὴ
μὰ καὶ πιὸ ἔξοχος ἀπ᾿ ὅποιον θεό
῎Ετσι ἀρχινάω
᾿Αγκαλιάζω τὴ γῆ μου καὶ τοὺς μυστικούς της πόθους -
᾿Αγαπάει τῆς θάλασσας τὸ σῶμα, μιὰ ἀγάπη ποὺ ἔχει τὸν ἥλιο
γιὰ χέρια
Σῶμα - ἀποθήκη τῆς βροντῆς κι ἄγκυρα τῆς τρυφεράδας
Σῶμα - ὑπόσχεση ὅπου ἐγὼ λείπω
ἐγὼ ὁ ἀναδυόμενος ἀπ᾿αὐτὴ τὴν πρόκληση
Σῶμα/σκεπᾶστε μὲ τὸ φῶς τῆς ἐρωτευμένης βροχῆς
τὸ πρόσωπο τῆς μαργαρίτας,
Γένοιτο …
ἀγκαλιάζω τὴν ἐρχόμενη ἐποχὴ κι ὁδοιπορῶ
δύστροπος, μὲ καπετάνιου ὕφος, τὴν χώρα μου σημαδεύω, -
ἀνηφορίστε στὶς πιὸ ψηλές της κορφές,
κατεβεῖτε στὰ κατάβαθά της
τρόμο δὲν θὰ βρεῖτε μήτε ἁλυσίδες - σὰν νὰ ἦταν τὸ πουλὶ
κλαδί,
ἡ γῆ παιδὶ καὶ τὰ παραμύθια γυναῖκες
῎ Ονειρο;
᾿Αφήνω στὶς ἑπόμενες γενιές μου αὐτὸ τὸ διάστημα νὰ κατακτήσουν
Τὸ δέρμα μου δὲν εἶναι κάλυβα στοχασμῶν, μήτε
τὸ πάθος μου ξυλόκοπος τῆς μνήμης, -
ἄρνηση τὸ γένος μου, κι ὁ γάμος μου γονιμοποίηση
ἀνάμεσα σὲ δυὸ πόλους, δική μου τούτη ἡ ἐποχή,
δικοί μου ὁ νεκρὸς θεὸς καὶ ἡ νεκρὴ μηχανή - ᾿Εποχή μου
νὰ κατοικῶ τῶν ἐπιθυμιῶν τὴ δεξαμενή,
νὰ εἶναι τ᾿ ἀπομεινάρια μου τ᾿ ἄνθη μου, κι ἐγὼ
τὸ ἄλφα τοῦ νεροῦ καὶ τὸ ὠμέγα τῆς φωτιᾶς - ὁ τρελλὸς τῆς
ζωῆς.
Φανερώνοντας στὸν χρόνο τὰ μυστικὰ τοῦ πάθους του,
῎Ετσι ὁμολογεῖ·
Εἶναι ὁ ἀπολωλός, ὁ ἀντάρτης, ὁ διάφορος.


(Βηρυττός, 4 ᾿Ιουνίου - 25 ᾿Οκτωβρίου 1982)
Μετάφραση: Μάρκελλος Πιράρ

* Χουλακοῦ· Αὐτοκράτορας τῆς Μογγολίας - Πολιόρκησε τὴν Βαγδάτη τὸ 1258, τερματίζοντας τὴν ἐποχὴ τοῦ Καλιφάτου.
* Κασάμπιν · Χωριὸ τῆς Συρίας - Γενέτειρα τοῦ ῎Αδωνι.

Πηγή: Πηγή: poiein.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου