Η πολιτεία ένα ναρκοπέδιο.
Προχωρείς με μάτια ορθάνοιχτα από τη φρίκη.
Η ξιφολόγχη σκαλίζει σπασμωδικά το έδαφος.
Άγρυπνος, νήστις και πένης
σκιά του ονείρου σου.
Προχωρείς στην πολιτεία
ανακαλύπτεις μια, δυο, δέκα νάρκες
τις παραμερίζεις,
μα ο κίνδυνος δεν πέρασε,
το επόμενο βήμα δεν ξέρεις τι κρύβει.
Στιγμή σε στιγμή επίκειται η ανατίναξη.
Φτάνει λίγη αφαίρεση, λίγη αγάπη,
μια κάποια απόκλιση που δεν είχες υπολογίσει.
Προχωρείς
κι η ύπαρξή σου δεν είναι παρά ένα πόδι.
Κάποτε
ο ήλιος, το πολύ φως ή κάποιο χελιδόνι
σε σταματάνε,
κοιτάς τα μακρινά βουνά
ή καθώς το φεγγάρι σκουπίζει το μέτωπό σου
στη μέση της νύχτας
στάζει μέσα σου λίγο φως,
κατεβαίνει φωτοβολίδα με παγερή λάμψη,
φωτίζει απρόβλεπτα.
Τότε ανακαλύπτεις τη νάρκη,
όχι έξω, μέσα στην ύπαρξή σου,
αδιαχώριστη
και τέλος
μα πώς το αγνοούσες τόσα χρόνια
σε αφανίζει.
Από τη συλλογή Έγκλειστοι (1962)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου