Μπήκαμε στην πόλη προς το σούρουπο
την είδαμε την ώρα που αλλάζει
χρώματα και τα νερά σκουραίνουν
στην ώρα την τσακώσαμε του μεταιχμίου
γυναίκα που ετοιμάζεται για έξοδο
της νύχτας, μισόγυμνη, ερωτική
στενά λιθόστρωτα κι οι στέγες κήποι
του ουρανού με γλάστρες που ευωδιάζουν.
Ας είσαι πόλη μαγική, θα ‘σαι και πόλη
μνήμης, ψιθύρισα και ξάφνου νύμφες
γεννιούνταν στα λευκά και το φεγγάρι
φώτιζε για μια στιγμή το πρόσωπό τους
κι ύστερα χάνονταν ξανά, γυρνούσαν
πίσω στη ζωή με μνήμη αυτή τη νύχτα.
Δεν ξέρω τι με φόβισε, δεν θα προλάβω
σκέφτηκα, πότε να μπω πότε να βγω
σε τέτοια πόλη καθώς σκυφτός περνούσα
τη στροφή απ’ τη Δελβίρα Πόρτα, όπου
περνούσε ο Σίντ κι απ’ όπου πέρασες κι Εσύ
τρέχοντας ματωμένος. Τώρα στα δεξιά
το μαγαζί του sex κι αριστερά το «Χάνι
της Αθήνας», δεν ξέρω τι με γέμισε
τόση μελαγχολία, δεν θα προλάβω
το ένιωθα να πάρω τίποτα μαζί μου
δεν θα προλάβω τίποτα να δω – όταν
γυρνώντας σ’ είδα, σ’ ένα κατώφλι
στέκοσουν ωριόπλουμη και δυνατή
κι απότομα με κοίταξες με μια φωνή
μαγνητική στο πυρωμένο βλέμμα.
Ποτέ μην μπεις σε πόλη μυθική την ώρα
που βραδιάζει, που τρεμοπαίζουν όλα
αλλάζοντας μορφές και τα ρυθμίζει
αλλόκοτος ειρμός, χρόνος παλιός
τα κυβερνά λεπτουργημένος μυστικά
στην τέχνη των Αράβων. Ποτέ μην μπεις
σε πόλη προς το σούρουπο με τόση βιάση
γυναίκα λάμια γίνεται με βλέμμα
στοιχειωμένο. Τώρα θα φύγεις λες κι εγώ
θα στρίψω στο στενό και θα χαθώ για πάντα.
Μα έχω στάξει, γνώριζε, φαρμάκι
στην ψυχή σου για να θυμάσαι πάντοτε
πως τίποτα δεν είδες, δεν περπάτησες
σ’ αυτή την πόλη που έτσι εύκολα
τα σκέλια δεν ανοίγει αν δεν τη θρέψεις
μ’ όνειρο, τα εκατό σκαλιά να κατεβείς
μες στους αιώνες – ώρα να φύγεις λες
(να φύγεις!) μα χρωστάς επιστροφή
του έρωτα, μην το ξεχνάς. Στην πόλη
αυτή που καρτερά να κοιμηθείς μαζί της
σπλαχνικά σε νύχτες της Αλάμπρας.
Μια νύχτα στη Γρανάδα, 1999
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου