Τετάρτη 7 Αυγούστου 2019

Κωστής Παλαμάς- Τρία ποιήματα


Το σπίτι που γεννήθηκα

Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι,
στοιχειό είναι και με προσκαλεί ψυχή και με προσμένει.
Το σπίτι που γεννήθηκα, ίδιο στην ίδια στράτα
στα μάτια μου όλο υψώνεται και μ’ όλα του τα νιάτα.
Το σπίτι, ας του νοθέψανε το σχήμα και το χρώμα
και ανόθευτο και αχάλαστο, και με προσμένει ακόμα.
Της πόρτας του η παλαιική κορώνα, ώ! να, ή καμάρα!
Μόνο οι χορδές της λείπουνε για να γενή κιθάρα
να συνοδέψει του σπιτιού τ’ ολόχαρο τραγούδι,
προς το παιδί, γυρίζω ανθός, δροσιά, ξεπεταρούδι,
πάω στη φωλιά, στη γάστρα μου, στο πρωί μου, στο μαγνήτη,
στη ζέστα της μητέρας μου, στο πατρικό άγιο σπίτι.
Ας ήρθαν τα γεράματα κι ας κύλησαν οι χρόνοι,
Απ’ το ψιμύθρι του αλλασμού κι απ’ του χαμού τη σκόνη,
και απείραχτο κι ανέγγιχτο στη Μοίρα αγνάντια στέκει,
κι από τον κήπο του για με χλωρά στεφάνια πλέκει.
Του κάκου οι έγνοιες, οι καιροί, πληγές καρδιών και τόπων.
Τα μάτια μου άλλα, κι άλλα είναι τα μάτια των ανθρώπων.
Από την ισκιερή εμπατή στη φωτισμένη σάλα
Με τ’ ακριβό ρολόι χρυσό στην κρυσταλλένια γυάλα,
Όλα βαλμένα ρυθμικά, γιορτιάτικα ντυμένα,
προσώπατα, αντικείμενα, με καρτερούν εμένα.
Στο πλάι της δούλας της πιστής η αρχόντισσα γιαγιά μου
και η ρήγισσα της προκοπής, η μάνα μου, ω χαρά μου!
το στερνογέννητο καρπό στην αγκαλιά, και πέρα,
μπρός σε χαρτιά το φάντασμα γνοιασμένο του πατέρα.
Και μεσ’ απ’ τους ανασασμούς του ρόδου και του δυόσμου
και δουλευτής και φυτευτής του κήπου, ο αδελφός μου.
Και πιο βαθιά ,κατάβαθα, σαν άλλου κόσμου πλάση
να! Ολόρθο, αξήγητο, κρυφό, στον κήπο ένα κοράσι.
Του πρώτου πόθου το ιερό προφήτεμα, η παιδούλα!
Στη χαραυγή μου γέλασμα, στη δύση μου τρεμούλα.
Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι.
Στοιχειό και σαν απάτητο, με ζει και με προσμένει.

Τα παράκαιρα
Χαλάσματα
Γύρισα στα ξανθά παιδιάτικα λημέρια,
γύρισα στο λευκό της νιότης μονοπάτι,
γύρισα για να ιδώ το θαυμαστό παλάτι,
για με χτισμένο απ των Ερώτων τ’ άγια χέρια.
Το μονοπάτι το ‘πνιξαν οι αρκουδόβατοι,
και τα λημέρια τα ‘καψαν τα μεσημέρια,
κ’ ένας σεισμός το ‘ριξε κάτου το παλάτι,
κα μέσ στα ερείπια τώρα και στ’ αποκαΐδια
απομένω παράλυτος· σαύρες και φίδια
μαζί μου αδερφοζούν οι λύπες και τα μίση·
και το παλάτι ένας σεισμό το ‘χει γκρεμίσει.
Κύπρος
Στο σοφό μας φίλο Ν. Γ. Πολίτη.
Καλώς μας ήρθατε, παιδιά! Στην Κύπρο την αέρινη,
στη Μακαρία τη γη,
στάζει το μέλι διαλεχτό σαν πρώτα; Ακόμα γίνεται
τ' ολόγλυκο κρασί;
Ή χαρουπιά η όλόχλωρη λέει τα παλιά και τ' άξια
της αργυρής ελιάς;
Και τ' αηδονάκι τραγουδεί στην ευωδιά του λάδανου
τα πάθη της καρδιάς;
Κι οι ακρογιαλιές λαχταριστές, τ' αραξοβόλια ολόβαθα
και τ' ακροτόπια ορθά,
το καρτερούνε της θεάς το υπέρκαλο ζαγνάντεμα
και δεύτερη φορά;
Καλώς μας ήρθατε, παιδιά! Στην Κύπρο την πολύχαλκη,
στην καρποφόρα Γη,
ακόμα η Μοίρα της οργής, η Μοίρα όλων των όμορφων,
ξεσπάει και καταλεί;
Λυσσάει με την αναβροχιά, με την ακρίδα μαίνεται,
χτυπάει με τη σκλαβιά;
Στ' ωραίο πολύπαθο κορμί ή αγνή ψυχή δεν έσβησε;
Πέστε το εσείς, παιδιά!
Καλώς μας ήρθατε, παιδιά, και φέρτε, κελαηδήστε μας
το ευγενικό νησί. —
Μες στη βαθιά της αγκαλιά μητέρα ή Άσπρη Θάλασσα
να κρύψει εσέ ζητεί.
Του κάκου' στεριές, πέλαγα, λαοί τριγύρω σου ήμεροι
και βάρβαροι λαοί,
σ' είδανε, σε ορεχτήκανε, και κατά σε χυθήκανε
και Ασία και Αφρική.
Ρωμαίους και Σαρακηνούς, Τούρκους και Φράγκους γνώρισες.
Ώ Ροδαφνούσα εσύ,
από τη Δύση ό Βασιλιάς κι ό Ρήγας σ' ερωτεύτηκαν
απ' την Ανατολή.
Κι απ' τον καιρό πού σε ήβρανε θαλασσομάχοι Φοίνικες,
ως τώρα που σοφά
πατάει σ' εσένα ό Βρετανός, πολλούς αφέντες άλλαξες,
δεν άλλαξες καρδιά.
Κι είναι ή καρδιά σον εσέ πιστή, και δένεις με γητέματα,
και πήραν από σε
μια ρίζα τα διαβατικά, και μοίρανε τ' αλλότρια
δική σου χάρη, ώ ναι!
Και την Αστάρτη ξέγραψεν η θεία Ποθοκρατόρισσα
πού γέννησαν οι αφροί,
κι από της Τύρου το Μελκάρθ, και με τα σπλάχνα σου, έπλασες
τον Έλληνα Ηρακλή.
Κι αφού πετάξανε οι θεοί, και της Παφίας απόμεινε
συντρίμματα ό βωμός,
η Ροδαφνούσα σου έφτασε, και γίνηκε τραγούδι σου,
και σ' άναψε, καημός,
Και του Ηρακλή το ρόπαλο το πήρε και κυνήγησε
τον ξένο, εκδικητής,
κι εσέ λημέρι του έκαμε, το κάλεσμα προσμένοντας
το μέγα, ό Διγενής.
Εσύ κρυφοζωντάνεψες, αραιό νησί, και φύλαξες,
εσύ τα προσκυνάς,
τις Ρωμιοσύνης τα είδωλα• της Ομορφιάς το είδωλο
και της Παλικαριάς.
Από τα κέδρα του Όλυμπου σκαλίστε γοργοκάραβα,
ώ Ακρίτα! ώ Ροδαφνού!
Ή κάμετε καράβια σας τα ολάνθιστα κι ολόδροσα
φτερούγια του Απριλίου,
Και των Ελλάδων τα νεκρά ακρογιάλια γύρα φέρτε τα,
ξυπνήστε ένα βοριά,
απλώστε ένα τρικύμισμα, κι αστράφτε εμπρός και μέσα μας
τα ωραία, τα δυνατά.
Καλώς μας ήρθατε, παιδιά! Σ' εσένα, Κύπρο αέρινη,
ώ Μακαρία Γη,
πήγεν ο μέγας Έρωτας και χτύπησε, κι ανάβρυσε
θαματουργή πηγή.
Στοιχειό οργισμένο την πηγή βαθιά την καταχώνιασε.
Ώ χέρι ονειρευτό
που πάντα σε προσμένουμε, ξεσκέπασε, και φέρε μας
το αθάνατο νερό!
Καλώς μας ήρθατε, παιδιά! Στην Κύπρο την αέρινη,
στη Μακαρία τη γη,
στ' ωραίο πολύπαθο κορμί ή αγνή ψυχή δεν έσβησε.
Και ζει, και ζει, και ζει!
(Η Πολιτεία και η Μοναξιά, Αθήνα, 1912)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου