[Πόση πτώση άραγε μας μένει ως την κορφή;]
Η ποίηση του Κώστα Μόντη (1914-2004) διακρίνεται για το καίριο και την αλήθεια των εκφερόμενων διαπιστώσεων, καθώς ο ποιητής επιδιώκει όχι το λυρισμό ή τις ωραιοποιήσεις, αλλά την καταγραφή της πραγματικότητας με όλη την πιθανή σκληρότητά της. Σημαντικό μέρος των ποιημάτων του, άλλωστε, αναφέρεται στην τουρκική εισβολή και τον βαρύτατο αντίκτυπο αυτής στη ζωή των Κυπρίων.
Κάθοδος των Μυρίων
Μας σκότωσαν τους αρχηγούς
κι επιστρέφουμε ακέφαλοι
μ’ οδηγό (τι να κάναμε;) ένα γραφιά.
Όμως η αλήθεια είναι πως αυτοί οι γραφιάδες
ξέρουν να βρίσκουν τη θάλασσα.
Το 401 π.Χ. ο ιστορικός Ξενοφώντας -ένας γραφιάς- αναλαμβάνει να οδηγήσει τους 10.000 Έλληνες μισθοφόρους πίσω στην Ελλάδα, μετά το θάνατο του Κύρου στα Κούναξα (λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Βαβυλώνα). Οι Έλληνες που συμμετείχαν στην απόπειρα του Κύρου να εκθρονίσει τον αδελφό του Αρταξέρξη Β΄, απέμειναν χωρίς αξιωματικούς ύστερα από μια δόλια παγίδα του Τισσαφέρνη. Έτσι, η επικίνδυνη -μα επιτυχής- πορεία της επιστροφής έγινε υπό την καθοδήγηση του Ξενοφώντα (και του Σπαρτιάτη Χειρίσοφου).
Ο ποιητής αξιοποιεί το ιστορικό αυτό γεγονός για να δώσει μιαν απάντηση σ’ εκείνους που υποτιμούν τη συνεισφορά των πνευματικών δημιουργών -των γραφιάδων. Έστω κι αν οι γραφιάδες δίνουν την εντύπωση πως υστερούν σε πρακτικά ζητήματα ή πως δεν μετέχουν επαρκώς και με αρκετό δυναμισμό στα τρέχοντα, είναι ωστόσο εκείνοι που μπορούν να λειτουργήσουν ως αποτελεσματικοί καθοδηγητές, φέρνοντας τους ανθρώπους στην επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων.
4.7.22 Ἐπεὶ δὲ οἱ πρῶτοι ἐγένοντο ἐπὶ τοῦ ὄρους καὶ κατεῖδον τὴν θάλατταν, κραυγὴ πολλὴ ἐγένετο. Ἀκούσας δὲ ὁ Ξενοφῶν καὶ οἱ ὀπισθοφύλακες ᾠήθησαν ἔμπροσθεν ἄλλους ἐπιτίθεσθαι πολεμίους· εἵποντο γὰρ ὄπισθεν ἐκ τῆς καιομένης χώρας, καὶ αὐτῶν οἱ ὀπισθοφύλακες ἀπέκτεινάν τέ τινας καὶ ἐζώγρησαν ἐνέδραν ποιησάμενοι, καὶ γέρρα ἔλαβον δασειῶν βοῶν ὠμοβόεια ἀμφὶ τὰ εἴκοσιν. Ἐπειδὴ δὲ βοὴ πλείων τε ἐγίγνετο καὶ ἐγγύτερον καὶ οἱ ἀεὶ ἐπιόντες ἔθεον δρόμῳ ἐπὶ τοὺς ἀεὶ βοῶντας καὶ πολλῷ μείζων ἐγίγνετο ἡ βοὴ ὅσῳ δὴ πλείους ἐγίγνοντο, ἐδόκει δὴ μεῖζόν τι εἶναι τῷ Ξενοφῶντι, καὶ ἀναβὰς ἐφ’ ἵππον καὶ Λύκιον καὶ τοὺς ἱππέας ἀναλαβὼν παρεβοήθει· καὶ τάχα δὴ ἀκούουσι βοώντων τῶν στρατιωτῶν “θάλαττα θάλαττα” καὶ παρεγγυώντων.
[Καλή η λευτεριά, πρώτη η λευτεριά,
μα σου ’χει κάποτε μια σκλαβιά,
σου ’χει μια σκλαβιά!]
Ανθρώπινες ηδονές
Φαίνεται πως η επιβίωσή μας δεν είν’ δική μας υπόθεση,
φαίνεται πως κάποιον άλλον πρωτίστως ενδιαφέρει,
εκείνον που τόσο προσεχτικά
φρόντισε να επικολλήσει ανταμοιβή
ακόμα και στα πιο ασήμαντα
που θα ‘πρεπε να κάνουμε για να ζήσουμε,
κάποιον που ήξερε καλά
πόση εμπιστοσύνη θα μπορούσε να μας έχει
χωρίς αυτές τις ανταμοιβές.
Ένα καυστικό σχόλιο του ποιητή για τη μικροπρεπή φύση των ανθρώπων, οι οποίοι επί της ουσίας δεν κάνουν τίποτε, αν δεν έχουν κατά νου κάποια προσδοκώμενη ανταμοιβή. Ο Μόντης αντικρίζει δίχως ψευδαισθήσεις τον κόσμο γύρω του και τονίζει πως από τα πλέον ασήμαντα έως τα πιο σπουδαία, οι άνθρωποι χρειάζονται ένα εγωιστικό κίνητρο για να δράσουν. Οι ανθρώπινες ηδονές, που ξεκινούν από τις σωματικές απολαύσεις και φτάνουν μέχρι τα ισχυρότερα θέλγητρα του χρήματος και της εξουσίας, είναι εν τέλει η κινητήριος δύναμη ενός κόσμου που απαξιώνει πλήρως την ανιδιοτέλεια και τη φιλαλληλία.
[Περίεργο πράγμα η καρδιά.
Όσο τη σπαταλάς τόσο περισσότερη έχεις.]
Ιάκωβος Πατάτσος
Εμείς; Τι είμαστε εμείς;
Μπορεί να το διαβάσουμε με θλίψη (πολλή; Καλά, πολλή),
μπορεί να το συζητήσουμε με πόνο (αν και πόσο καιρό κι αυτό;),
μπορεί –οι πιο ευαίσθητοι– να τ’ αγρυπνήσουμε
(αν και πόσες νύχτες;),
μα τίποτ’ άλλο.
Όλα τ’ άλλα είν’ της μητέρας του παιδιού.
Ιάκωβος Πατάτσος: Ήρωας του Απελευθερωτικού Αγώνα (1955-1959), απαγχονίστηκε στις κεντρικές φυλακές της Λευκωσίας, μαζί με τους Ανδρέα Ζάκο και Χαρίλαο Μιχαήλ, από τις βρετανικές αποικιακές δυνάμεις στις 9 Αυγούστου 1956.
Ο Απελευθερωτικός αγώνας των Κυπρίων, που ξεκίνησε το 1955, στρεφόταν κατά των αγγλικών αποικιακών δυνάμεων και απέβλεπε στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η ολοκλήρωσή του το 1959 θα φέρει την ανεξαρτησία του νησιού, όχι όμως και την τότε ζητούμενη Ένωση.
Ο ποιητής, εύλογα, συγκινείται βαθύτατα για την ηρωική θυσία των νέων Κυπρίων στο πλαίσιο αυτού του κρίσιμου εθνικού αγώνα, ωστόσο με πλήρη ειλικρίνεια αποδέχεται -για τον ίδιο, αλλά και για τους συμπολίτες του- τους προφανείς περιορισμούς που θέτει η ανθρώπινη φύση στο βαθμό συμπόνιας και θλίψης για την απώλεια ξένων ουσιαστικά ανθρώπων. Οι περισσότεροι θα διαβάσουν για το θάνατο του νέου αγωνιστή με θλίψη -ίσως με πολλή θλίψη-, θα συζητήσουν με πόνο για κάποιο διάστημα το θέμα αυτό, κι οι πιο ευαίσθητοι ίσως και να μείνουν άγρυπνοι απ’ τη στενοχώρια τους. Μα στην πραγματικότητα η δική τους αντίδραση θα είναι περιορισμένης έντασης και διάρκειας.
Ο μόνος άνθρωπος που θα βιώσει πραγματικά τον πόνο αυτής της απώλειας και θα βρεθεί αίφνης απογυμνωμένος απ’ την αναγκαία ύπαρξη αυτού του νέου ανθρώπου, είναι η μητέρα του. Οι υπόλοιποι, όσο κι αν λυπηθούν, όσο κι αν θρηνήσουν για το χαμό του νέου, είναι βέβαιο πως πολύ σύντομα θα ξεχάσουν το γεγονός του θανάτου του. Για τους περισσότερους, άλλωστε, ο νέος αυτός είναι ένας ακόμη από τους πολλούς που χάθηκαν για χάρη της πατρίδας∙ κι ο θάνατός του έρχεται να προστεθεί σε μια μεγάλη σειρά θανάτων, χωρίς ν’ αποκτά καθοριστική σημασία για τη συνέχεια της καθημερινότητάς τους.
Ευαγόρας Παλλικαρίδης
Όταν διάβασα την ιστορία σου
το βράδι είχα πυρετό.
Για τον εικοσάχρονο ποιητή Ευαγόρα Παλληκαρίδη που απαγχόνισαν οι Εγγλέζοι
Όταν εμείς εξακολουθούσαμε να γράφουμε στίχουςεκείνος διέκοπτε κι’ ανέβαινε στην αγχόνη.
(Στιγμες, 1958)
Ευαγόρας Παλλικαρίδης: Ήρωας του Απελευθερωτικού Αγώνα (1955-1959), απαγχονίστηκε στις κεντρικές φυλακές της Λευκωσίας από τις βρετανικές αποικιακές δυνάμεις στις 13 Μαρτίου 1957. Ήταν 19 ετών.
[Ποιος μας κομμάτιασε τη συνέχεια
ποιος μας τεμάχισε τις ώρες,
ποιος μας διέσπασε τις στιγμές;]
Κυριάκος Μάτσης
Απλώστε την ομίχλη
μην πέσει σήμερα στα στάχυα του
η αναπόφευχτη χαρά των κορυδαλλών.
Κυριάκος Μάτσης: Ήρωας του Απελευθερωτικού Αγώνα (1955-1959), δολοφονήθηκε με εμπρηστική βόμβα από τις βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις στο κρυσφήγετό του στο χωριό Δίκωμο στις 19 Νοεμβρίου 1958.
[Γιατί τόσα Μνημεία στον Άγνωστο Στρατιώτη
κι ούτ’ ένα στον Άγνωστο Άνθρωπο;
Εμείς πού θα βάνουμε τα στεφάνια μας;]
Κύπρος Κυπριανίδης I
(Το γελαστό παιδί που σκοτώθηκε
στις μάχες της Λευκωσίας)
Το χαμόγελό σου πηγαινοερχόταν στο διάδρομο,
με το χαμόγελό σου αρχίζαμε το πρωί,
με το χαμόγελό σου φεύγαμε το απόγευμα.
Που να ξέραμε τι βραχνάς θα μας γινόταν μια μέρα
να μην το ενθαρρύναμε,
που να ξέραμε τι πικροδάφνη θα μας γινόταν μια μέρα
να μη συνδεθούμε!
Που να υποθέταμε
πως χαμογελούσες διαρκώς για να προφτάξεις,
που να ξέραμε
ποιος μέσα σου ήταν ενήμερος και βιαζόταν να προφτάξεις!
Το κορίτσι στο τζάμι
Πολύ μ’ απασχολεί αυτό το κορίτσι
που ακούμπησε τ’ απόγεμα
το πρόσωπο στο τζάμι
και κάρφωσε το βλέμμα στον δρόμο
χωρίς να βλέπει,
και προσήλωσε την προσοχή στον δρόμο
χωρίς να προσέχει.
Όλοι εμείς που γράφουμε στίχους...
Όλοι εμείς που γράφουμε στίχους,
όλοι εμείς το διαμπερές τραύμα της Γης,
λευκοί και μαύροι και κίτρινοι,
«ανεπτυγμένοι» και «υπανάπτυκτοι»,
πλούσιοι και φτωχοί,
που τους γράφουμε απάνω στο χιόνι,
που τους γράφουμε απάνω στην άμμο,
απάνω στον ήλιο, απάνω στη βροχή,
απάνω στο πεζοδρόμιο,
απάνω στους χαρταετούς της καρδιάς μας,
απάνω στα υπόγεια της καρδιάς μας,
στα σαλόνια και στις σοφίτες,
με πέννα και με κάρβουνο,
όλοι εμείς που γράφουμε στίχους,
που εξακολουθούμε να τους γράφουμε στον ανοιχτό πίνακα,
που εξακολουθούμε να τους γράφουμε στον υπαίθριο πίνακα,
με τις κιμωλίες μας στεγνές ή βρεγμένες,
που εξακολουθούμε να τους γράφουμε με το αίμα μας,
σε μια παντιέρα που δεν τη γνωρίσαμε ακόμα,
σε μια παντιέρα που την ψάχνουμε ψηλαφητά μες στους αιώνες,
σε μια παντιέρα που μας αποκρύβεται
για να μην τελειώσει,
που μας ξέρει και αποκρύβεται
για να μην την παρατήσουμε,
σε μια παντιέρα που δεν τη βλέπουμε
μα σφιγγόμαστε γύρω της,
που δεν τη βλέπουμε μα κρεμαζόμαστε απάνω της,
που δεν ξέρουμε αν υπάρχει μα δεν το συζητάμε.
Όλοι εμείς που γράφουμε στίχους
μπροστά στο φεγγάρι ή στο εχτελεστικό απόσπασμα
κι ανακυκλωνόμαστε και δεν εκλείπουμε
απ’ τον Όμηρο ή και πιο πριν ή και πάντα
μέχρι τον τελευταίο μας άσημο,
όλοι εμείς –τι σύμπτωση!
Χωρίς καμιά προσυνεννόηση,
χωρίς καμιά προεπαφή!
Τι παράξενη σύμπτωση, αδερφοί μου!
Θέμα για διήγημα
Τέσσερα ξιπόλητα παιδιά
ήρθαν να δουν τη μητέρα τους στο Νοσοκομείο.
Είναι γύρω απ’ το κρεβάτι της.
Και δεν μιλούν.
Τι να πουν; Δεν ξέρουν τι να πουν.
Μιλά εκείνη. Μιλά διαρκώς εκείνη.
Και τα ρωτά και τα ρωτά
χωρίς να περιμένει απάντηση
και τους πασπατεύει τα κεφάλια.
Έπειτα τους δίνει τέσσερις καραμέλες
που της τις πρόσφερε χτες μια άλλη άρρωστη
και τις φύλαξε
(Της είχε πει: «Μπορώ να πάρω τέσσερις;»).
Όταν χτύπησε το κουδούνι τα παιδιά έφυγαν,
τα δυο μεγάλα έσερναν τα δυο μικρά κι έφυγαν.
Ξιπόλητα καθώς ήταν, σιωπηλά καθώς ήταν,
έφυγαν σα γατάκια.
Μα δεν έφυγαν αμέσως απ’ το Νοσοκομείο,
έμειναν πολλή ώρα ακόμα στην αυλή.
Κι η μητέρα όλο και ρωτά τις νοσοκόμες
αν τα βλέπουν απ’ το μπαλκόνι,
όλο και ρωτά.
Γρηγόρης Αυξεντίου
Εκείνο τ’ «όχι» δεν το επανέλαβε η ηχώ,
ήταν πολύ βαρύ για να το μεταφέρει.
Γρηγόρης Αυξεντίου: Ήρωας του Απελευθερωτικού Αγώνα (1955-1959), υπαρχηγός της ΕΟΚΑ, απανθρακώθηκε, ύστερα από πολύωρη μάχη με τις βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις, στο κρησφύγετό του κοντά στη μονή Μαχαιρά στις 3 Μαρτίου 1957.
[Με μια καρδιά που άλλα της λες
κι άλλα καταλαβαίνει.]
Οι φοβερές μέρες του Δεκέμβρη του 1963 στη Λευκωσία
Τόσα χρόνια αναζητούσαμε θέματα.
Να τα, λοιπόν, τώρα!
Να που όταν, επί παραδείγματι,
πήραν τον σκοτωμένο
απ’ τ’ αντικρινό οικόπεδο
δεν πρόσεξαν την τσάντα με το πρόγευμα
που του είχε ετοιμάσει η γυναίκα του
και παρέμεινε.
Οι φοβερές μέρες του Δεκέμβρη του 1963 στη Λευκωσία: Αναφέρεται στις διακοινοτικές συγκρούσεις που ξέσπασαν τον Δεκέμβριο του 1963 και είχαν ως αποτέλεσμα, ανάμεσα σε άλλα, τη διαίρεση της Λευκωσίας (που είχε συμβεί σε πρώτο στάδιο ήδη από το καλοκαίρι του 1958) με τη δημιουργία της λεγόμενης Πράσινης Γραμμής.
Στις 21 Δεκεμβρίου του 1963 ένα επεισόδιο μεταξύ μιας περιπόλου της κυπριακής αστυνομίας και μιας ομάδας Τουρκοκυπρίων αποτέλεσε την αφορμή για να ξεσπάσουν αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο εθνότητες. Ο ποιητής αντλεί από τα γεγονότα αυτά μια λεπτομέρεια που προβάλλει τις λιγότερο εμφανείς μα εξίσου σημαντικές συνέπειες κάθε ανάλογης φονικής σύγκρουσης. Ο νεκρός στο αντικρινό οικόπεδο -η εθνότητα του οποίου δεν έχει σημασία- είχε μια γυναίκα που τον αγαπούσε και τον φρόντιζε∙ μια γυναίκα που του είχε ετοιμάσει το πρόγευμά του, κι η οποία τώρα απέμεινε μόνη της.
Η τσάντα με το πρόγευμα -την οποία κανείς δεν προσέχει και παραμένει εγκαταλελειμμένη εκεί που σκοτώθηκε ο άνδρας-, μας παραπέμπει στη σύζυγο του νεκρού, που στερείται απρόσμενα την παρουσία του αγαπημένου της. Τη στιγμή που οι δύο κοινότητες συγκρούονται αποσκοπώντας σε εδαφικά ή άλλου είδους κυριαρχικά οφέλη, το τίμημα των απωλειών είναι υψηλό για τις οικογένειες των νεκρών, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους.
Της εισβολής
Είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας,
είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας.
Τουρκική εισβολή ΙΙ
Αυτή η κούκλα με το κομμένο χέρι,
που κρεμάστηκε στο παράθυρο
του γκρεμισμένου σπιτιού,
ποιο παιδάκι ήθελε ν’ αποχαιρετήσει,
σε ποιο παιδάκι σύρθηκε ως το παράθυρο
ν’ ανεμίσει το χέρι και της το ’κοψαν;
Μετά την Τουρκική εισβολή
Τώρα πια πώς θα μπορέσουμε να πεθάνουμε,
τώρα πια πώς θα μπορέσουμε να πεθάνουμε
μ’ αυτή την έγνια πίσω μας;
Αναγκαστικώς θ’ αναβάλλουμε.
Στίχοι για την Τουρκική εισβολή
Υπάρχει μεγάλη ζήτηση στίχων
για την Τουρκική εισβολή.
Η κυρία Μ τους θέλει επειγόντως
για μια ραδιοφωνική εκπομπή στο Παρίσι,
δυο Ελληνικά κι ένα Αγγλικό περιοδικό
τους χρειάζονται για τα ειδικά αφιερώματά τους,
στην Camden Town και στην Νέα Υόρκη
οργανώνονται δύο φιλανθρωπικές χοροεσπερίδες
που θα τις ποικίλλει απαγγελία επίκαιρων ποιημάτων.
Είναι θέμα προβολής της Κύπρου
που πολύ θα βοηθήσει τον έρανο για τους πρόσφυγες.
Πώς να τους πεις πως έπηξε το μελάνι στην πέννα σου,
πώς να τους πεις πως έπηξε το αίμα στην καρδιά σου,
πώς να τους πεις να μας αφήσουν ήσυχους;
Ο θώρακας του Κινύρα
Υπήρξαν πολλοί οι επικριτές του Κινύρα
πως άλλα του ζητήθηκαν κι άλλα έδωσε,
πως απέκρουσε την Ιστορία,
πως πρόσφερε απλώς ένα θώρακα
για την εκστρατεία της Τροίας.
- Τίποτα περισσότερο δεν ήταν δυνατό, βέβαια,
να περιμένει κανείς από ένα ποιητή, είπαν.
- Μπορεί να κυβερνά ένας ποιητής
και μάλιστα σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές; είπαν.
Ένας τρίτος είπε πως όλα εκείνα τα ποικίλματα
δεν ήταν δυνατό ν’ αντισταθμίσουν
την οφειλόμενη ανθρώπινη προσφορά.
Άλλος είπε πως ακριβώς και μόνο το γεγονός
πως τόσο βαρύτιμο έκανε το θώρακα ο Κινύρας
αποδείκνυε πως ένοιωθε
ότι κάτι άλλο σημαντικό παρέλειπε.
Κι ένας τελευταίος -ποιητής κι αυτός-
ο Εύκλος απ’ το Κούριο
είπε -δε νομίζω από αντιζηλία-
πως ούτε καν την ποίηση
δεν ήξερε ο Κινύρας να θέσει υπεράνω όλων
-που ως φαίνεται ήθελε-
γιατί πώς θα’ ταν, αλήθεια, νοητό
όταν θα μιλούσε ο Όμηρος
για τους Κυπρίους ήρωες
να μην είχε παρά ένα κενό θώρακα να τραγουδήσει,
να μην είχε παρά ένα κενό θώρακα να περιγράψει,
όσο πολύτιμο;
ὅτι Μενέλαος σὺν Ὀδυσσεῖ καὶ Ταλθυβίῳ πρὸς <Κινύραν εἰς> Κύπρον ἐλθόντες συμμαχεῖν ἔπειθον· ὁ δὲ Ἀγαμέμνονι μὲν οὐ παρόντι θώρακας ἐδωρήσατο, ὀμόσας δὲ πέμψειν πεντήκοντα ναῦς, μίαν πέμψας, ἧς ἦρχεν ... ὁ Μυγδαλίωνος, καὶ τὰς λοιπὰς ἐκ γῆς πλάσας μεθῆκεν εἰς τὸ πέλαγος.
[Βιβλιοθήκη Απολλοδώρου]
Τότε ο Ατρείδης φώναξε, πρόσταξε να φορέσουν
τα όπλα τους οι Αχαίοι∙ αρματωσιά κι ο ίδιος
χάλκινη φόρεσε. Πρώτα στις κνήμες του κνημίδες
έβαλε που προσάρμοζαν μ’ ολάργυρες περόνες∙
πέρασε θώρακα μετά γύρω από τα στήθη,
που ο Κινύρας κάποτε του έδωσε για δώρο.
Γιατί στην Κύπρο έφτασε η φήμη η μεγάλη,
ότι οι Αχαιοί θα παν στην Τροία με τα πλοία∙
θώρακα χάρισε γι’ αυτό στο βασιλιά για δώρο.
Δέκα σειρές ο θώρακας είχε βαθύ λαζούρι,
είκοσι από κασσίτερο, δώδεκα από χρυσάφι∙
ανέβαιναν προς το λαιμό μαυρογαλάζια φίδια
τρία από κάθε μεριά, με ίριδες παρόμοια,
που στα νέφη στήνει ο Δίας, για τους θνητούς σημάδι.
[Ιλιάδα, Λ 15-28. Μετάφραση: Θεόδωρος Γ. Μαυρόπουλος]
Παραλλαγή
Κανονικά δεν είχε τίποτα να πει ο Όμηρος
για την Κυπριακή συμμετοχή.
Και δίχως άλλο θα την παρέλειπε ολότελα
αν δε συνέβαινε να ‘ν’ Κύπριος κι ο ίδιος
κι ήταν πια δύσκολη η θέση του
και πια δε γινόταν έπρεπε να βρει αφορμή να ενδιατρίψει
όσο κι αν καταλάβαινε πως δεν ήταν για να τραγουδήσουν
ένα θώρακα οι στίχοι του,
όσο κι αν καταλάβαινε πως παρεξέκλινε.
Στην παραλλαγή του ποιητικού θέματος σχετικά με το θώρακα του Κινύρα, ο Μόντης αξιοποιεί την εκδοχή που θέλει την Κύπρο ως γενέτειρα του Ομήρου, αιτιολογώντας την περιγραφή του θώρακα, όχι πια ως ελάχιστη αναφορά στην Κύπρο, αλλά ως ένδειξη υποκειμενικής εύνοιας. Ο Όμηρος, παρά τη μη συμμετοχή της ιδιαίτερης πατρίδας του στην εκστρατεία των Ελλήνων, δεν μπορούσε παρά ν’ αναζητήσει μιαν αφορμή -μιαν οποιαδήποτε αφορμή- για ν’ αναφερθεί στο νησί του.
Δεν είναι, λοιπόν, οι στίχοι που αφιερώθηκαν στο θώρακα λόγος για να υπενθυμίζεται η αποχή των Κυπρίων, αλλά λόγος για να τονίζεται η σύνδεση του Ομήρου με το νησί. Σύνδεση τόσο στενή, που ανάγκασε τον μεγάλο ποιητή να παρεκκλίνει απ’ τα αρμόζοντα της αφήγησης μόνο και μόνο για να συμπεριλάβει την Κύπρο στο έπος του.
[Αυτό που τώρα δε μας γνωρίζει
οληνύχτα οργίαζε μέσα μας.]
Προς Κάλβο (για την Κύπρο)
Επανάλαβε εκείνο το «ωραία και μόνη»,
επανάλαβε εκείνο το «ωραία και μόνη».
[Είναι πάντα φρονιμότερο να σηκώνουμε εμείς τις κουρτίνες πριν τις σηκώσουν οι άνεμοι!]
Ένα τουρκάκι στο Κιόνελι το 1966
Μ’ ενδιαφέρει αυτό το χαμόγελο του μικρού παιδιού
που τ’ αγνοήσαμε και μας ανέμισε
ένα χεράκι χελιδόνι,
που τ’ αντιπαρήλθαμε και μας ανέμισε
ένα χεράκι γιασεμί.
Κιόνελι: τουρκοκυπριακό χωριό, ΒΔ της Λευκωσίας, οδικός κόμβος μεταξύ Λευκωσίας και Κερύνειας. Ύστερα από τα γεγονότα Δεκεμβρίου 1963 και Αυγούστου 1964, ο δρόμος πέρασε στον αποκλειστικό έλεγχο
Τούρκων και Τουρκοκυπρίων, καθιστώντας προβληματική τη συγκοινωνία μέσω του συγκεκριμένου χωριού.
[Είν’ αρκετό να πούμε όλοι
από μια φορά στη ζωή μας
ένα «όχι».]
Pieta (του Botticelli)
Όχι η Μητέρα που λιποθυμούσε,
όχι εκείνη που Σου χάιδευε το πρόσωπο∙
εκείνη που σου αγκάλιαζε τα πόδια,
εκείνη που κολλούσε απαλά το πρόσωπο στα πόδια Σου,
εκείνη πούσφιγγε ψηλαφητά το πρόσωπο στα πόδια Σου,
να το ενσωματώσει,
να διατηρήσει την αφή.
Ο ποιητής παρατηρώντας τον πίνακα του Botticelli για την αποκαθήλωση, επιλέγει ως ιδανικότερη Μητέρα εκείνη που κρατά τα πόδια του Χριστού κοντά στο πρόσωπό της. Είναι, κατά τον Μόντη, εκείνη που μοιάζει να επιχειρεί μια όσο το δυνατόν διαρκέστερη διατήρηση της αίσθησης του ιερού σώματός του. Έτσι, σε αντίθεση με τη μητρική μορφή που λιποθυμά απ’ την ένταση του πόνου και τη μητέρα που επιλέγει να χαϊδέψει τρυφερά το πρόσωπό του, η ταπεινότητα και η αφοσίωση που εμφανώς εκφράζεται απ’ το κράτημα των ποδιών του Χριστού συνιστά για τον ποιητή την πιο καίρια αποτύπωση της αγάπης και της λατρείας.
[Όλα όσα ζήσαμε,
όλα όσα αγαπήσαμε,
όλα όσα είπαμε δικά μας,
θα επαναλαμβάνουνται στην απουσία μας
μ’ άλλους να τα ζουν,
άλλους να τ’ αγαπούν,
άλλους να τα λεν δικά τους.]
[Ποιος μας κομμάτιασε τη συνέχεια
ποιος μας τεμάχισε τις ώρες,
ποιος μας διέσπασε τις στιγμές;]
Κυριάκος Μάτσης
Απλώστε την ομίχλη
μην πέσει σήμερα στα στάχυα του
η αναπόφευχτη χαρά των κορυδαλλών.
Κυριάκος Μάτσης: Ήρωας του Απελευθερωτικού Αγώνα (1955-1959), δολοφονήθηκε με εμπρηστική βόμβα από τις βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις στο κρυσφήγετό του στο χωριό Δίκωμο στις 19 Νοεμβρίου 1958.
[Γιατί τόσα Μνημεία στον Άγνωστο Στρατιώτη
κι ούτ’ ένα στον Άγνωστο Άνθρωπο;
Εμείς πού θα βάνουμε τα στεφάνια μας;]
Κύπρος Κυπριανίδης I
(Το γελαστό παιδί που σκοτώθηκε
στις μάχες της Λευκωσίας)
Το χαμόγελό σου πηγαινοερχόταν στο διάδρομο,
με το χαμόγελό σου αρχίζαμε το πρωί,
με το χαμόγελό σου φεύγαμε το απόγευμα.
Που να ξέραμε τι βραχνάς θα μας γινόταν μια μέρα
να μην το ενθαρρύναμε,
που να ξέραμε τι πικροδάφνη θα μας γινόταν μια μέρα
να μη συνδεθούμε!
Που να υποθέταμε
πως χαμογελούσες διαρκώς για να προφτάξεις,
που να ξέραμε
ποιος μέσα σου ήταν ενήμερος και βιαζόταν να προφτάξεις!
Το κορίτσι στο τζάμι
Πολύ μ’ απασχολεί αυτό το κορίτσι
που ακούμπησε τ’ απόγεμα
το πρόσωπο στο τζάμι
και κάρφωσε το βλέμμα στον δρόμο
χωρίς να βλέπει,
και προσήλωσε την προσοχή στον δρόμο
χωρίς να προσέχει.
Όλοι εμείς που γράφουμε στίχους...
Όλοι εμείς που γράφουμε στίχους,
όλοι εμείς το διαμπερές τραύμα της Γης,
λευκοί και μαύροι και κίτρινοι,
«ανεπτυγμένοι» και «υπανάπτυκτοι»,
πλούσιοι και φτωχοί,
που τους γράφουμε απάνω στο χιόνι,
που τους γράφουμε απάνω στην άμμο,
απάνω στον ήλιο, απάνω στη βροχή,
απάνω στο πεζοδρόμιο,
απάνω στους χαρταετούς της καρδιάς μας,
απάνω στα υπόγεια της καρδιάς μας,
στα σαλόνια και στις σοφίτες,
με πέννα και με κάρβουνο,
όλοι εμείς που γράφουμε στίχους,
που εξακολουθούμε να τους γράφουμε στον ανοιχτό πίνακα,
που εξακολουθούμε να τους γράφουμε στον υπαίθριο πίνακα,
με τις κιμωλίες μας στεγνές ή βρεγμένες,
που εξακολουθούμε να τους γράφουμε με το αίμα μας,
σε μια παντιέρα που δεν τη γνωρίσαμε ακόμα,
σε μια παντιέρα που την ψάχνουμε ψηλαφητά μες στους αιώνες,
σε μια παντιέρα που μας αποκρύβεται
για να μην τελειώσει,
που μας ξέρει και αποκρύβεται
για να μην την παρατήσουμε,
σε μια παντιέρα που δεν τη βλέπουμε
μα σφιγγόμαστε γύρω της,
που δεν τη βλέπουμε μα κρεμαζόμαστε απάνω της,
που δεν ξέρουμε αν υπάρχει μα δεν το συζητάμε.
Όλοι εμείς που γράφουμε στίχους
μπροστά στο φεγγάρι ή στο εχτελεστικό απόσπασμα
κι ανακυκλωνόμαστε και δεν εκλείπουμε
απ’ τον Όμηρο ή και πιο πριν ή και πάντα
μέχρι τον τελευταίο μας άσημο,
όλοι εμείς –τι σύμπτωση!
Χωρίς καμιά προσυνεννόηση,
χωρίς καμιά προεπαφή!
Τι παράξενη σύμπτωση, αδερφοί μου!
Ένα ιδιαίτερο ποίημα ποιητικής από τον Κώστα Μόντη, με το οποίο τιμά τους ομοτέχνους του για τη διαχρονική και αδιάκοπη προσπάθειά τους να καταγράφουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους, υπηρετώντας μια τέχνη (παντιέρα), μια «σημαία», της οποίας η βαθύτερη ουσία παραμένει επίμονα απρόσιτη. Ανεξάρτητα από την εθνικότητα, την κοινωνική και οικονομική τους κατάσταση∙ ανεξάρτητα από τις ιστορικές ή άλλες συνθήκες∙ ήδη από τα χρόνια του Ομήρου, ίσως και πιο πριν -ίσως πάντα-, οι ποιητές γράφουν στίχους μέσα από τα βάθη της ψυχής τους, αποκαλύπτοντας τις αλήθειες της ζωής «το διαμπερές τραύμα της Γης».
Οι ποιητές, χωρίς η θέλησή τους να κάμπτεται από τις ποικίλες δυσκολίες που συναντούν στη ζωή τους, συνεχίζουν να γράφουν στίχους δίνοντας ή επιχειρώντας να δώσουν μορφή σε μια τέχνη, την οποία δεν έχουν στην πραγματικότητα γνωρίσει ακόμη. Σε μια τέχνη που την αναζητούν ψηλαφητά εδώ και αιώνες∙ σε μια τέχνη που τους κρύβεται, παρά τις δικές τους συνεχείς προσπάθειες, θέλοντας έτσι να διατηρήσει αμείωτο το ενδιαφέρον τους, θέλοντας να διατηρήσει ανέπαφο και ανεξάντλητο το μυστήριό της. Σε μια τέχνη, η οποία ίσως και να μην υπάρχει καν, έστω κι αν οι ποιητές δεν το συζητούν αυτό το ενδεχόμενο.
Αφιερώνουν τη ζωή τους σε αυτή, χωρίς να ζητούν αδιαμφισβήτητα στοιχεία της ύπαρξής της, καθώς μέσω αυτής κατορθώνουν να διατυπώσουν όλα εκείνα που θα έμεναν αλλιώς ανείπωτα. Πρόκειται, άλλωστε, για μια τέχνη που ενώνει υπό τη σημαία της ανθρώπους απ’ όλη την οικουμένη, σ’ έναν κοινό στόχο∙ στην έκφραση σκέψεων και ιδεών που κινούνται πάνω και πέρα από σύνορα, διακρίσεις και αντιπαλότητες.
Θέμα για διήγημα
Τέσσερα ξιπόλητα παιδιά
ήρθαν να δουν τη μητέρα τους στο Νοσοκομείο.
Είναι γύρω απ’ το κρεβάτι της.
Και δεν μιλούν.
Τι να πουν; Δεν ξέρουν τι να πουν.
Μιλά εκείνη. Μιλά διαρκώς εκείνη.
Και τα ρωτά και τα ρωτά
χωρίς να περιμένει απάντηση
και τους πασπατεύει τα κεφάλια.
Έπειτα τους δίνει τέσσερις καραμέλες
που της τις πρόσφερε χτες μια άλλη άρρωστη
και τις φύλαξε
(Της είχε πει: «Μπορώ να πάρω τέσσερις;»).
Όταν χτύπησε το κουδούνι τα παιδιά έφυγαν,
τα δυο μεγάλα έσερναν τα δυο μικρά κι έφυγαν.
Ξιπόλητα καθώς ήταν, σιωπηλά καθώς ήταν,
έφυγαν σα γατάκια.
Μα δεν έφυγαν αμέσως απ’ το Νοσοκομείο,
έμειναν πολλή ώρα ακόμα στην αυλή.
Κι η μητέρα όλο και ρωτά τις νοσοκόμες
αν τα βλέπουν απ’ το μπαλκόνι,
όλο και ρωτά.
Γρηγόρης Αυξεντίου
Εκείνο τ’ «όχι» δεν το επανέλαβε η ηχώ,
ήταν πολύ βαρύ για να το μεταφέρει.
Γρηγόρης Αυξεντίου: Ήρωας του Απελευθερωτικού Αγώνα (1955-1959), υπαρχηγός της ΕΟΚΑ, απανθρακώθηκε, ύστερα από πολύωρη μάχη με τις βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις, στο κρησφύγετό του κοντά στη μονή Μαχαιρά στις 3 Μαρτίου 1957.
[Με μια καρδιά που άλλα της λες
κι άλλα καταλαβαίνει.]
Οι φοβερές μέρες του Δεκέμβρη του 1963 στη Λευκωσία
Τόσα χρόνια αναζητούσαμε θέματα.
Να τα, λοιπόν, τώρα!
Να που όταν, επί παραδείγματι,
πήραν τον σκοτωμένο
απ’ τ’ αντικρινό οικόπεδο
δεν πρόσεξαν την τσάντα με το πρόγευμα
που του είχε ετοιμάσει η γυναίκα του
και παρέμεινε.
Οι φοβερές μέρες του Δεκέμβρη του 1963 στη Λευκωσία: Αναφέρεται στις διακοινοτικές συγκρούσεις που ξέσπασαν τον Δεκέμβριο του 1963 και είχαν ως αποτέλεσμα, ανάμεσα σε άλλα, τη διαίρεση της Λευκωσίας (που είχε συμβεί σε πρώτο στάδιο ήδη από το καλοκαίρι του 1958) με τη δημιουργία της λεγόμενης Πράσινης Γραμμής.
Στις 21 Δεκεμβρίου του 1963 ένα επεισόδιο μεταξύ μιας περιπόλου της κυπριακής αστυνομίας και μιας ομάδας Τουρκοκυπρίων αποτέλεσε την αφορμή για να ξεσπάσουν αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο εθνότητες. Ο ποιητής αντλεί από τα γεγονότα αυτά μια λεπτομέρεια που προβάλλει τις λιγότερο εμφανείς μα εξίσου σημαντικές συνέπειες κάθε ανάλογης φονικής σύγκρουσης. Ο νεκρός στο αντικρινό οικόπεδο -η εθνότητα του οποίου δεν έχει σημασία- είχε μια γυναίκα που τον αγαπούσε και τον φρόντιζε∙ μια γυναίκα που του είχε ετοιμάσει το πρόγευμά του, κι η οποία τώρα απέμεινε μόνη της.
Η τσάντα με το πρόγευμα -την οποία κανείς δεν προσέχει και παραμένει εγκαταλελειμμένη εκεί που σκοτώθηκε ο άνδρας-, μας παραπέμπει στη σύζυγο του νεκρού, που στερείται απρόσμενα την παρουσία του αγαπημένου της. Τη στιγμή που οι δύο κοινότητες συγκρούονται αποσκοπώντας σε εδαφικά ή άλλου είδους κυριαρχικά οφέλη, το τίμημα των απωλειών είναι υψηλό για τις οικογένειες των νεκρών, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους.
Της εισβολής
Είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας,
είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας.
Τουρκική εισβολή ΙΙ
Αυτή η κούκλα με το κομμένο χέρι,
που κρεμάστηκε στο παράθυρο
του γκρεμισμένου σπιτιού,
ποιο παιδάκι ήθελε ν’ αποχαιρετήσει,
σε ποιο παιδάκι σύρθηκε ως το παράθυρο
ν’ ανεμίσει το χέρι και της το ’κοψαν;
Μετά την Τουρκική εισβολή
Τώρα πια πώς θα μπορέσουμε να πεθάνουμε,
τώρα πια πώς θα μπορέσουμε να πεθάνουμε
μ’ αυτή την έγνια πίσω μας;
Αναγκαστικώς θ’ αναβάλλουμε.
Στίχοι για την Τουρκική εισβολή
Υπάρχει μεγάλη ζήτηση στίχων
για την Τουρκική εισβολή.
Η κυρία Μ τους θέλει επειγόντως
για μια ραδιοφωνική εκπομπή στο Παρίσι,
δυο Ελληνικά κι ένα Αγγλικό περιοδικό
τους χρειάζονται για τα ειδικά αφιερώματά τους,
στην Camden Town και στην Νέα Υόρκη
οργανώνονται δύο φιλανθρωπικές χοροεσπερίδες
που θα τις ποικίλλει απαγγελία επίκαιρων ποιημάτων.
Είναι θέμα προβολής της Κύπρου
που πολύ θα βοηθήσει τον έρανο για τους πρόσφυγες.
Πώς να τους πεις πως έπηξε το μελάνι στην πέννα σου,
πώς να τους πεις πως έπηξε το αίμα στην καρδιά σου,
πώς να τους πεις να μας αφήσουν ήσυχους;
Ο θώρακας του Κινύρα
Υπήρξαν πολλοί οι επικριτές του Κινύρα
πως άλλα του ζητήθηκαν κι άλλα έδωσε,
πως απέκρουσε την Ιστορία,
πως πρόσφερε απλώς ένα θώρακα
για την εκστρατεία της Τροίας.
- Τίποτα περισσότερο δεν ήταν δυνατό, βέβαια,
να περιμένει κανείς από ένα ποιητή, είπαν.
- Μπορεί να κυβερνά ένας ποιητής
και μάλιστα σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές; είπαν.
Ένας τρίτος είπε πως όλα εκείνα τα ποικίλματα
δεν ήταν δυνατό ν’ αντισταθμίσουν
την οφειλόμενη ανθρώπινη προσφορά.
Άλλος είπε πως ακριβώς και μόνο το γεγονός
πως τόσο βαρύτιμο έκανε το θώρακα ο Κινύρας
αποδείκνυε πως ένοιωθε
ότι κάτι άλλο σημαντικό παρέλειπε.
Κι ένας τελευταίος -ποιητής κι αυτός-
ο Εύκλος απ’ το Κούριο
είπε -δε νομίζω από αντιζηλία-
πως ούτε καν την ποίηση
δεν ήξερε ο Κινύρας να θέσει υπεράνω όλων
-που ως φαίνεται ήθελε-
γιατί πώς θα’ ταν, αλήθεια, νοητό
όταν θα μιλούσε ο Όμηρος
για τους Κυπρίους ήρωες
να μην είχε παρά ένα κενό θώρακα να τραγουδήσει,
να μην είχε παρά ένα κενό θώρακα να περιγράψει,
όσο πολύτιμο;
Σύμφωνα με τη Βιβλιοθήκη του Απολλόδωρου, όταν ζητήθηκε από τον βασιλιά της Κύπρου, Κινύρα, να συνεισφέρει στην Τρωική εκστρατεία, εκείνος υποσχέθηκε ότι θα στείλει 50 πλοία, αλλά έστειλε τελικά μόνο ένα πραγματικό, ενώ τα υπόλοιπα που συμπλήρωναν τον ορισμένο αριθμό ήταν φτιαγμένα από πηλό. Το τέχνασμα αυτό του Κινύρα, που προφανώς σχετίζεται με το γεγονός ότι η Κύπρος δεν ήταν ακόμη πλήρως εξελληνισμένη και δεν είχε άρα πρόθεση ή συμφέρον συμμετοχής στην εκστρατεία, εκλαμβάνεται από τον Μόντη ως ο λόγος για τον οποίο δεν υπάρχει στην Ιλιάδα καμία αξιόλογη αναφορά στην Κύπρο. Εκείνο για το οποίο αναφέρθηκε εν τέλει στην Ιλιάδα η Κύπρος και ο βασιλιάς της, ήταν για τον περίτεχνο θώρακα, που προσέφερε ο Κινύρας ως δώρο στον Αγαμέμνονα -μια ελάχιστη συμμετοχή, σε σχέση με την εξύμνηση που θα μπορούσε να έχει διεκδικήσει η ανδρεία των Κυπρίων, αν τους είχε δοθεί η ευκαιρία να πολεμήσουν στην Τροία.
Η επιλογή αυτή του Κινύρα, που κόστισε στους Κυπρίους ήρωες την ασύγκριτη τιμή ενός ομηρικού επαίνου, αποδίδεται στο πλαίσιο του ποιήματος στο γεγονός πως ο Κινύρας ήταν ποιητής, και άρα δεν μπορούσε να εκτιμήσει σωστά το μέγεθος της ιστορικής συγκυρίας. Στη δεύτερη στροφή του ποιήματος, μάλιστα, μέσα από τα λόγια του Εύκλου -σημαντικού ποιητή και προφήτη- αμφισβητείται, επιπλέον, ακόμα και η ικανότητα του Κινύρα να τοποθετήσει την ποίηση υπεράνω όλων. Αν ο Κινύρας είχε την απαιτούμενη διορατικότητα, θα είχε έγκαιρα αντιληφθεί πως στο τέλος -όσο πολύτιμος κι αν ήταν ο θώρακας που είχε δωρίσει στον Αγαμέμνονα- τίποτε δεν θα μπορούσε να υποκαταστήσει τον άσβηστο έπαινο που θα χάριζε ο Όμηρος στους γενναίους Κυπρίους. Έτσι, εξαιτίας της αδυναμίας του Κινύρα να προασπίσει την υστεροφημία των πολιτών του, το μόνο που είχε ο Όμηρος να υμνήσει σε σχέση με την Κύπρο ήταν ένας θώρακας, ένας κενός θώρακας.
ὅτι Μενέλαος σὺν Ὀδυσσεῖ καὶ Ταλθυβίῳ πρὸς <Κινύραν εἰς> Κύπρον ἐλθόντες συμμαχεῖν ἔπειθον· ὁ δὲ Ἀγαμέμνονι μὲν οὐ παρόντι θώρακας ἐδωρήσατο, ὀμόσας δὲ πέμψειν πεντήκοντα ναῦς, μίαν πέμψας, ἧς ἦρχεν ... ὁ Μυγδαλίωνος, καὶ τὰς λοιπὰς ἐκ γῆς πλάσας μεθῆκεν εἰς τὸ πέλαγος.
[Βιβλιοθήκη Απολλοδώρου]
Τότε ο Ατρείδης φώναξε, πρόσταξε να φορέσουν
τα όπλα τους οι Αχαίοι∙ αρματωσιά κι ο ίδιος
χάλκινη φόρεσε. Πρώτα στις κνήμες του κνημίδες
έβαλε που προσάρμοζαν μ’ ολάργυρες περόνες∙
πέρασε θώρακα μετά γύρω από τα στήθη,
που ο Κινύρας κάποτε του έδωσε για δώρο.
Γιατί στην Κύπρο έφτασε η φήμη η μεγάλη,
ότι οι Αχαιοί θα παν στην Τροία με τα πλοία∙
θώρακα χάρισε γι’ αυτό στο βασιλιά για δώρο.
Δέκα σειρές ο θώρακας είχε βαθύ λαζούρι,
είκοσι από κασσίτερο, δώδεκα από χρυσάφι∙
ανέβαιναν προς το λαιμό μαυρογαλάζια φίδια
τρία από κάθε μεριά, με ίριδες παρόμοια,
που στα νέφη στήνει ο Δίας, για τους θνητούς σημάδι.
[Ιλιάδα, Λ 15-28. Μετάφραση: Θεόδωρος Γ. Μαυρόπουλος]
Παραλλαγή
Κανονικά δεν είχε τίποτα να πει ο Όμηρος
για την Κυπριακή συμμετοχή.
Και δίχως άλλο θα την παρέλειπε ολότελα
αν δε συνέβαινε να ‘ν’ Κύπριος κι ο ίδιος
κι ήταν πια δύσκολη η θέση του
και πια δε γινόταν έπρεπε να βρει αφορμή να ενδιατρίψει
όσο κι αν καταλάβαινε πως δεν ήταν για να τραγουδήσουν
ένα θώρακα οι στίχοι του,
όσο κι αν καταλάβαινε πως παρεξέκλινε.
Στην παραλλαγή του ποιητικού θέματος σχετικά με το θώρακα του Κινύρα, ο Μόντης αξιοποιεί την εκδοχή που θέλει την Κύπρο ως γενέτειρα του Ομήρου, αιτιολογώντας την περιγραφή του θώρακα, όχι πια ως ελάχιστη αναφορά στην Κύπρο, αλλά ως ένδειξη υποκειμενικής εύνοιας. Ο Όμηρος, παρά τη μη συμμετοχή της ιδιαίτερης πατρίδας του στην εκστρατεία των Ελλήνων, δεν μπορούσε παρά ν’ αναζητήσει μιαν αφορμή -μιαν οποιαδήποτε αφορμή- για ν’ αναφερθεί στο νησί του.
Δεν είναι, λοιπόν, οι στίχοι που αφιερώθηκαν στο θώρακα λόγος για να υπενθυμίζεται η αποχή των Κυπρίων, αλλά λόγος για να τονίζεται η σύνδεση του Ομήρου με το νησί. Σύνδεση τόσο στενή, που ανάγκασε τον μεγάλο ποιητή να παρεκκλίνει απ’ τα αρμόζοντα της αφήγησης μόνο και μόνο για να συμπεριλάβει την Κύπρο στο έπος του.
[Αυτό που τώρα δε μας γνωρίζει
οληνύχτα οργίαζε μέσα μας.]
Προς Κάλβο (για την Κύπρο)
Επανάλαβε εκείνο το «ωραία και μόνη»,
επανάλαβε εκείνο το «ωραία και μόνη».
[Είναι πάντα φρονιμότερο να σηκώνουμε εμείς τις κουρτίνες πριν τις σηκώσουν οι άνεμοι!]
Ένα τουρκάκι στο Κιόνελι το 1966
Μ’ ενδιαφέρει αυτό το χαμόγελο του μικρού παιδιού
που τ’ αγνοήσαμε και μας ανέμισε
ένα χεράκι χελιδόνι,
που τ’ αντιπαρήλθαμε και μας ανέμισε
ένα χεράκι γιασεμί.
Κιόνελι: τουρκοκυπριακό χωριό, ΒΔ της Λευκωσίας, οδικός κόμβος μεταξύ Λευκωσίας και Κερύνειας. Ύστερα από τα γεγονότα Δεκεμβρίου 1963 και Αυγούστου 1964, ο δρόμος πέρασε στον αποκλειστικό έλεγχο
Τούρκων και Τουρκοκυπρίων, καθιστώντας προβληματική τη συγκοινωνία μέσω του συγκεκριμένου χωριού.
Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο στην ποίηση του Κώστα Μόντη είναι η προσοχή που δίνει σε απλά περιστατικά, τα οποία περνούν απαρατήρητα από τους περισσότερους ανθρώπους, αλλά κρύβουν εν τέλει συμβολισμούς ιδιαίτερης βαρύτητας. Παρατηρούμε, για παράδειγμα, στο συγκεκριμένο ποίημα πως το χαμόγελο του μικρού παιδιού κι ο αθώος χαιρετισμός με το ανέμισμα του χεριού του, δημιουργούν μια έντονη αντίθεση σε σχέση με τους αρνητικούς συνειρμούς που προκαλεί το υπό τουρκικό έλεγχο Κιόνελι. Απέναντι στη βία και την ασίγαστη εχθρότητα, στέκει ένα μικρό τουρκάκι, που με όλη την αγνότητα της ψυχής του ανεμίζει το χεράκι του και χαμογελά στους «εχθρούς».
Το χεράκι του παιδιού, που παρομοιάζεται μεταφορικά με χελιδόνι και γιασεμί, συνιστά υπόμνηση της αθωότητας∙ η αντιπαλότητα που έχει εξωθήσει στα άκρα τις δύο εθνότητες, δεν έχει θέση στην αμόλυντη ψυχή ενός παιδιού. Ο κόσμος, ωστόσο, δεν λειτουργεί με γνώμονα την αγνότητα και τη δίχως διακρίσεις οπτική των παιδιών. Έτσι, η μερική θέαση μιας εν δυνάμει ειρηνικής συμβίωσης, που προκύπτει απ’ την εγγενή φιλικότητα ενός παιδιού, δεν μπορεί επί της ουσίας να υλοποιηθεί, αν δεν επιλυθούν οι διαφορές εκείνες που υπονομεύουν τις καλές προθέσεις και το θεμιτό φιλειρηνικό πνεύμα.
[Είν’ αρκετό να πούμε όλοι
από μια φορά στη ζωή μας
ένα «όχι».]
Pieta (του Botticelli)
Όχι η Μητέρα που λιποθυμούσε,
όχι εκείνη που Σου χάιδευε το πρόσωπο∙
εκείνη που σου αγκάλιαζε τα πόδια,
εκείνη που κολλούσε απαλά το πρόσωπο στα πόδια Σου,
εκείνη πούσφιγγε ψηλαφητά το πρόσωπο στα πόδια Σου,
να το ενσωματώσει,
να διατηρήσει την αφή.
Ο ποιητής παρατηρώντας τον πίνακα του Botticelli για την αποκαθήλωση, επιλέγει ως ιδανικότερη Μητέρα εκείνη που κρατά τα πόδια του Χριστού κοντά στο πρόσωπό της. Είναι, κατά τον Μόντη, εκείνη που μοιάζει να επιχειρεί μια όσο το δυνατόν διαρκέστερη διατήρηση της αίσθησης του ιερού σώματός του. Έτσι, σε αντίθεση με τη μητρική μορφή που λιποθυμά απ’ την ένταση του πόνου και τη μητέρα που επιλέγει να χαϊδέψει τρυφερά το πρόσωπό του, η ταπεινότητα και η αφοσίωση που εμφανώς εκφράζεται απ’ το κράτημα των ποδιών του Χριστού συνιστά για τον ποιητή την πιο καίρια αποτύπωση της αγάπης και της λατρείας.
[Όλα όσα ζήσαμε,
όλα όσα αγαπήσαμε,
όλα όσα είπαμε δικά μας,
θα επαναλαμβάνουνται στην απουσία μας
μ’ άλλους να τα ζουν,
άλλους να τ’ αγαπούν,
άλλους να τα λεν δικά τους.]
Ο Κώστας Μόντης (Αμμόχωστος, 1914 - Λευκωσία, 2004) έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Λάρνακα με οδυνηρές οικογενειακές εμπειρίες. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1932-37), αλλά με την επιστροφή του στην Κύπρο η τότε βρετανική αποικιακή διοίκηση του νησιού δεν του παραχώρησε τη σχετική δικηγορική άδεια. Έτσι, εργάστηκε τόσο σε εταιρείες και επιχειρήσεις, όσο και στον δημόσιο τομέα μετά την ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας. Συμμετείχε, από μαθητής ακόμη, στα «Οκτωβριανά» (1931) και, αργότερα, στον Απελευθερωτικό Αγώνα (1955-59). Εκτός από την πρωτότυπη λογοτεχνική δημιουργία (ποίηση, πεζογραφία και θέατρο), ασχολήθηκε με τη μετάφραση και με τη δημοσιογραφία, ενώ διατέλεσε επί σειρά ετών συνεργάτης του Ρ.Ι.Κ. Υπήρξε, επίσης, εκδότης εφημερίδων και περιοδικών και συνεργάστηκε με τα περισσότερα προπολεμικά και μεταπολεμικά λογοτεχνικά περιοδικά της Κύπρου και της Ελλάδας.
Το ότι ο Κ. Μόντης είναι μείζων ποιητής και ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης μεταπολεμικά αποτελεί κοινό τόπο. Μετά τις πρωτόλειες αναζητήσεις (Με μέτρο και χωρίς μέτρο, 1934· και Minima, 1946) και τη συλλογή Τα τραγούδια της ταπεινής ζωής (1954), οριστικοποιείται ο νεοτερικός προσανατολισμός του. Η ιδιότυπη ποιητική του, συναιρώντας στοιχεία από τη γόνιμη επαφή του με το έργο του Κ.Γ. Καρυωτάκη και του Κ.Π. Καβάφη, βρίσκει την αρτίωσή της στις τρεις επόμενες συλλογές του, δημοσιευμένες σε μια κρίσιμη πενταετία για την ιστορία της Κύπρου (Στιγμές, 1958· Συμπλήρωμα των Στιγμών, 1960· και Ποίηση του Κώστα Μόντη, 1962).
Οι συλλογές αυτές φανερώνουν εναργέστερα τη διαφοροποιημένη ποιητική του έκφραση, αλλά και προαναγγέλλουν τα έργα της ακμής (Γράμμα στη Μητέρα κι άλλοι στίχοι, 1965 και Δεύτερο γράμμα στη Μητέρα, 1972). Η ανανέωση αυτή θα γίνει εφικτή μέσω και του γόνιμου διαλόγου του με την ποιητική παράδοση της Κύπρου, αλλά και με την ποίηση του Τ.Σ. Έλιοτ. Στις συλλογές Εξ ιμερτής Κύπρου (1969), Εν Λευκωσία... (1970), Και τότ’ εν ειναλίη Κύπρω (1974), Πικραινόμενος εν εαυτώ (1975), Κύπρος εν Αυλίδι (1976), Κύπρια Ειδώλια (1980) κ.ά. συγκεντρώνει μια ώριμη ποιητική συγκομιδή. Σ’ αυτήν περιλαμβάνονται επιπρόσθετα "στιγμές" και ποιήματα στην κυπριακή διάλεκτο. Ιδιαίτερα στις συλλογές μετά το 1974 η πικρή αίσθηση της ιστορίας θα προσδώσει στο ποιητικό του έργο ένα τόνο τραγικό.
Αλλά και το πεζογραφικό του έργο εμφανίζει μια ανάλογη εξέλιξη: το ηθογραφικό πλαίσιο (Γκαμήλες κι άλλα διηγήματα, 1939) υποχωρεί στην ψυχογραφική κοινωνική αφήγηση της συλλογής Ταπεινή ζωή (1944). Η πεζογραφική ωριμότητά του διαγράφεται, ωστόσο, σαφώς στη νουβέλα-χρονικό Κλειστές πόρτες (1964), όπου το ιστορικό υλικό και η βιωμένη εμπειρία του αγώνα συντίθενται και αναπλάθονται λογοτεχνικά με τρόπο νεωτερικό σε ένα γλωσσικό κώδικα πυκνής ύφανσης. Το 1970 εκδίδεται η συλλογή Διηγήματα και ακολουθεί το 1980 το μυθιστόρημα Ο αφέντης Μπατίστας, στο οποίο αυτοβιογραφικά και ιστορικά στοιχεία πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συναντούν λαϊκές αφηγήσεις και θρύλους της Κύπρου.
Η συλλογική εθνική εμπειρία και το προσωπικό βίωμα συνυπάρχουν στο ποιητικό και πεζογραφικό έργο του Κ. Μόντη με εκφραστική ευστοχία και πρωτοτυπία. Ένα έργο στο οποίο προβάλλει κυριαρχικά η επιθυμία της ελευθερίας και του αγώνα. Και όπου η παντοδυναμία αυτού του οράματος παραμένει απρόσβλητη, γιατί ακριβώς αναπαριστά εκ των ένδον τη φυσιογνωμία και το δράμα της Κύπρου «εις την φανταστήν οικουμένην».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου