Αν κάνετε ησυχία θ’ ακούσετε
ένα μωρουδίσιο κλάμα ν’ απλώνεται σε όλα τα μήκη της γειτονιάς,
τη στάχτη από τη χθεσινή πυρκαγιά
να στρώνει το σεντόνι της σε μάρμαρα Διονύσου,
τα τάχα μου όσια και ιερά, τους άγραφους νόμους
του λαδεμπορικού savoir faire
και το μνησίκακο σαλιάρισμα της κοσμικής πιάτσας,
πως όλα είναι όμοια ή όλα είναι παρόμοια – με κάτι άλλο,
και πως δεν πρέπει να χάνει κανείς την ψυχραιμία του – την ψυχραιμία του
να χάνει – κανείς — δεν πρέπει,
γραφεία από μαόνι, σίδερο και γυαλί να κροταλίζουν στα δυόμιση ρίχτερ,
οικιακές βοηθούς αθόρυβα να γλιστράνε απ’ την πλαγιά
έχοντας την ψευδαίσθηση πως το ρεπό είναι όντως δικό τους,
τα αρθριτικά των προγόνων σας, το θραύσμα στον ώμο,
και τον σχισμένο τένοντα ενός ακόμα δρομέα της Κυριακής,
το τσιριχτό μιας σφαίρας που πέρασε ξυστά, σε κάποιο εμφύλιο μακελειό,
(συνέβη κάποτε -τριγύρω-εδώ- κι έπειτα αποσιωπήθηκε εντέχνως)
τη λύπη να κελαρύζει αιφνίδια στο ανακαινισμένο living-room
και τις γροθιές που δεν δώσατε γιατί, όταν τα αίματα άναψαν,
είχατε τα χέρια στις τσέπες, αν κάνετε ησυχία θ’ ακούσετε
την αξιοθαύμαστη ευελιξία των ραχιαίων μυών
μιας μέσης οδού που υποκλίνεται, διαρκώς υποκλίνεται
στο κατατονικό βαλσάκι των προαστίων,
τις εμμονές καθώς σιωπούν και τα κλειστά παραθυρόφυλλα,
λίγο πριν κλείσουν, το θρόισμα της διάψευσης μες στο πυκνό σκοτάδι
και μια κάμπια που με θράσος πρωτοφανές αρνήθηκε να γίνει χρυσαλίδα,
τον ντόρο του ασήμαντου να κάνει -εξυπακούεται- ασήμαντο ντόρο,
μια κοινωνία γερόντων μες στο αργόσυρτο μουρμουρητό της
και την πνιγμένη βλαστήμια του σερβιτόρου που απόψε βγάζει βόλτα τρία σκυλιά, κάντε ησυχία και θ’ ακούσετε
πως όλα στο βάθος τρίζουνε κάνοντας χαρακτηριστικό ήχο,
τον ήχο κάποιας ασήμαντης λεπτομέρειας
που είθισται ν’ αποβαίνει άκρως σημαντική,
συνωμοτικά μισόλογα σ’ ένα αναψυκτήριο members-only,
κάτι που τρίζει, κάτι που σπάει, κάτι που μπήγεται στο πλευρό,
κότσους να φροντίζουν τα καρβουνάκια τους
κι ολόκληρη την Αθήνα να τραυλίζει σκυφτή πάνω απ’ τους ωχρούς
παγωμένους της φανοστάτες,
όσους σας αγάπησαν ν’ απομακρύνονται σ’ έναν ορίζοντα σχεδόν κινηματογραφικό,
και το συκώτι σας που εδώ και είκοσι χρόνια προσπαθεί βοερά
να τα βγάλει πέρα μαζί σας,
έναν υπόγειο κρότο να σας φαρμακώνει τα σωθικά
διεκπεραιώνοντας την καθημερινή του ρουτίνα,
και τα αφράτα σας κατοικίδια να γουργουρίζουν
περιμένοντας να γυρίσετε από ακόμα μία συνέλευση
που άρχισε και τελείωσε την πρέπουσα στιγμή,
αν κάνετε ησυχία θ’ ακούσετε
πως κάθε ήττα είναι ολοσχερής, κάθε ανάγκη πρωταρχική
κάθε υποψία βάσιμη και κάθε μέλημα το κύριο μέλημά μας,
και πως υπάρχουν περιθώρια ελευθερίας για τον καθένα σας
ειδικά απ’ τις έντεκα το βράδυ ως τις επτά το πρωί,
πως ο αντίλαλος εφευρέθηκε για να κλείνει κανείς τ’ αυτιά του
κι η Ιστορία συνήθως γυρίζει την πλάτη της
για να θαυμάζουμε τις ουλές,
τον ήχο απ’ το άδειο κουδούνι της
ίδιος με αυτόν σαν να ’ταν μέσα,
τέλος
αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές
ίσως τα ευήκωα ώτα σας να συλλάβουν
ακόμα και τον οικογενειακό σας γιατρό, καθώς κοντοστέκεται
μπροστά απ’ τη μεταλλική εξώπορτα, στην οδό Γαλήνης,
αποφαινόμενος συγκαταβατικά:
«αγωνία και μοναξιά… αγωνία και μοναξιά
δεν είναι τίποτα
θα περάσει
φτάνει
να κάνετε ησυχία»
*Από τη συλλογή ‘Οδός Ρόδων”, Εκδόσεις ΠΑΝΟΠΤΙΚόΝ, 2018
ένα μωρουδίσιο κλάμα ν’ απλώνεται σε όλα τα μήκη της γειτονιάς,
τη στάχτη από τη χθεσινή πυρκαγιά
να στρώνει το σεντόνι της σε μάρμαρα Διονύσου,
τα τάχα μου όσια και ιερά, τους άγραφους νόμους
του λαδεμπορικού savoir faire
και το μνησίκακο σαλιάρισμα της κοσμικής πιάτσας,
πως όλα είναι όμοια ή όλα είναι παρόμοια – με κάτι άλλο,
και πως δεν πρέπει να χάνει κανείς την ψυχραιμία του – την ψυχραιμία του
να χάνει – κανείς — δεν πρέπει,
γραφεία από μαόνι, σίδερο και γυαλί να κροταλίζουν στα δυόμιση ρίχτερ,
οικιακές βοηθούς αθόρυβα να γλιστράνε απ’ την πλαγιά
έχοντας την ψευδαίσθηση πως το ρεπό είναι όντως δικό τους,
τα αρθριτικά των προγόνων σας, το θραύσμα στον ώμο,
και τον σχισμένο τένοντα ενός ακόμα δρομέα της Κυριακής,
το τσιριχτό μιας σφαίρας που πέρασε ξυστά, σε κάποιο εμφύλιο μακελειό,
(συνέβη κάποτε -τριγύρω-εδώ- κι έπειτα αποσιωπήθηκε εντέχνως)
τη λύπη να κελαρύζει αιφνίδια στο ανακαινισμένο living-room
και τις γροθιές που δεν δώσατε γιατί, όταν τα αίματα άναψαν,
είχατε τα χέρια στις τσέπες, αν κάνετε ησυχία θ’ ακούσετε
την αξιοθαύμαστη ευελιξία των ραχιαίων μυών
μιας μέσης οδού που υποκλίνεται, διαρκώς υποκλίνεται
στο κατατονικό βαλσάκι των προαστίων,
τις εμμονές καθώς σιωπούν και τα κλειστά παραθυρόφυλλα,
λίγο πριν κλείσουν, το θρόισμα της διάψευσης μες στο πυκνό σκοτάδι
και μια κάμπια που με θράσος πρωτοφανές αρνήθηκε να γίνει χρυσαλίδα,
τον ντόρο του ασήμαντου να κάνει -εξυπακούεται- ασήμαντο ντόρο,
μια κοινωνία γερόντων μες στο αργόσυρτο μουρμουρητό της
και την πνιγμένη βλαστήμια του σερβιτόρου που απόψε βγάζει βόλτα τρία σκυλιά, κάντε ησυχία και θ’ ακούσετε
πως όλα στο βάθος τρίζουνε κάνοντας χαρακτηριστικό ήχο,
τον ήχο κάποιας ασήμαντης λεπτομέρειας
που είθισται ν’ αποβαίνει άκρως σημαντική,
συνωμοτικά μισόλογα σ’ ένα αναψυκτήριο members-only,
κάτι που τρίζει, κάτι που σπάει, κάτι που μπήγεται στο πλευρό,
κότσους να φροντίζουν τα καρβουνάκια τους
κι ολόκληρη την Αθήνα να τραυλίζει σκυφτή πάνω απ’ τους ωχρούς
παγωμένους της φανοστάτες,
όσους σας αγάπησαν ν’ απομακρύνονται σ’ έναν ορίζοντα σχεδόν κινηματογραφικό,
και το συκώτι σας που εδώ και είκοσι χρόνια προσπαθεί βοερά
να τα βγάλει πέρα μαζί σας,
έναν υπόγειο κρότο να σας φαρμακώνει τα σωθικά
διεκπεραιώνοντας την καθημερινή του ρουτίνα,
και τα αφράτα σας κατοικίδια να γουργουρίζουν
περιμένοντας να γυρίσετε από ακόμα μία συνέλευση
που άρχισε και τελείωσε την πρέπουσα στιγμή,
αν κάνετε ησυχία θ’ ακούσετε
πως κάθε ήττα είναι ολοσχερής, κάθε ανάγκη πρωταρχική
κάθε υποψία βάσιμη και κάθε μέλημα το κύριο μέλημά μας,
και πως υπάρχουν περιθώρια ελευθερίας για τον καθένα σας
ειδικά απ’ τις έντεκα το βράδυ ως τις επτά το πρωί,
πως ο αντίλαλος εφευρέθηκε για να κλείνει κανείς τ’ αυτιά του
κι η Ιστορία συνήθως γυρίζει την πλάτη της
για να θαυμάζουμε τις ουλές,
τον ήχο απ’ το άδειο κουδούνι της
ίδιος με αυτόν σαν να ’ταν μέσα,
τέλος
αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές
ίσως τα ευήκωα ώτα σας να συλλάβουν
ακόμα και τον οικογενειακό σας γιατρό, καθώς κοντοστέκεται
μπροστά απ’ τη μεταλλική εξώπορτα, στην οδό Γαλήνης,
αποφαινόμενος συγκαταβατικά:
«αγωνία και μοναξιά… αγωνία και μοναξιά
δεν είναι τίποτα
θα περάσει
φτάνει
να κάνετε ησυχία»
*Από τη συλλογή ‘Οδός Ρόδων”, Εκδόσεις ΠΑΝΟΠΤΙΚόΝ, 2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου