Τετάρτη 21 Αυγούστου 2019

Σπήλιος Πασαγιάννης-Ξεφεγγάρωμα

Γλυκά ξεβγαίνει στο βουνό τα’ ολόγιομο φεγγάρι
Και μες την πλάση απλώνεται το φως του μ΄ αναγάλια.
Μέσα στα δάση, στις λογγιές τα ισκιώματα σαλεύουν,
Τ’ αγριώματα ημερεύουνε και τα ραϊδιά φαντάζουν
Σαν ουρανοπελέκητες κι ανέγγιαχτες κολώνες.
Σα νυχτοπάρωρες ξωθιές οι φεγγαροσαΐτες
Διάφανα ξόμπλια υφαίνουνε μ’ αραχνιαστό μετάξι
Τ’ ανάερα παχνοστήμονα και τ’ ασημένια υφάδια.
Φόρα προς φόρα στα βουνά και προς τα καμποτόπια
Λάμπουν κρεμάμενα νερά που λούζουνται οι νεράιδες,
Και λίμνες τρεμοφέγγουνε και μαγναδένιες βρύσες,
Που λες και χύνουν λιόλαμπρα συντρίμια σμαραγδένια.
Φωτάει το ξεφεγγάρωμα, τ’ ολόφεγγο σα μέρα,
Φεγγάρι καλοκαιρινό, τ΄ αυγουστιανό φεγγάρι,
Που ξεγελάει τον τσίτζικα κι αρχίζει το τραγούδι.
Και στου χωριού τις γειτονιές αράδα παν στις ρούγες
Οι νιες κοπέλες όμορφες και πιάνουν τις δουλειές τους·
Και πλέχουν ξόμπλια και κεντούν και γνέθουνε και ράφτουν·
Κ’ οι ερωτιάρες γνοιάζονται και πόθους γλυκοκλώθουν,
Στο διάφωτο του φεγγαριού να σμίξουν τον καλό τους
Κι αγαπημένες οι ψυχές στης φεγγαριάς τ΄ απόσκια
Και στης νυχτιάς τη σιγαλιά, στα κρύφια ν΄ ανταμώσουν,
Ν’ αφίνουν θρον ανάλαφρο σαν γέρνουν στα φραξίδια.
Κάποτε μες στη φεγγαριά μουκανητό αγροικιέται
Μακράθε από τα βουκολιά τα ξεμοναχιασμένα,
Και κάτου στα λακώματα κι απάνω από τις ράχες
Βουβούς ξεχύνουν τους αχούς σαν καταφυγιασμένα.
Από τη ράχη του βουνού ακούγεται η φλογέρα
Και το τραγούδι απλώνεται του πιστικού στα πλάγια,
Λες τους ηχούς του τους γλυκούς στους πικραμένους στέλνει
Παρηγοριά κι αλάφρωμα. Κι από το κορφοβούνι
Του κοπαδιού που εσκάρισε βελάσματα αγροικιώνται.
Κάποιος φωνάζει στο χωριό, κάπου στην πέρα ρούγα,
Μακριά η φωνή του αντιλαλεί τις λαγκαδιές, στα πλάγια,
Ράχη σε ράχη αχολογάει και ρέμα ρέμα φεύγει.
Και κάπου κλαίει μωρό παιδί, μικρό, βυζασταρούδι,
Που η μάνα του μ΄ ολόγλυκη φωνή το ναναρίζει
Κι ακούγεται στη γειτονιά με χαϊδευτή αναγάλια·
Γλυκογλαριάζει το παιδί στου ύπνου τα μαγνάδια
Κι η κόρη που κοιμήθηκε ανώρις στο κρεβάτι
Βαθιά τώρα ονειρεύεται τα μάγια της αγάπης.
Κάπου και κάπου τα σκυλιά μ΄ αραθυμιά λαχτίζουν
Κι αναταράζεται η ερμιά μες τη σιγαλεριά της.
Κάπου αγροικάς ποδοχαλή στα τρόχαλα αγωγιάτη
Τα ζα του πέρα για βοσκή στον κάμπο που πηγαίνει
Και κάποτε ο αντίλαλος πλεύρη την πλεύρη σέρνει
Τραγούδι από το μάκρεμα κι από την πέρα ράχη
Κι αργοχωνεύει ανάπλαγα μυριόφωνη η λαλιά του.
Η κόρη ακούει κι αυτιάζεται στ΄ απόμακρο τραγούδι
Και βγαίνει κι ακρομάζεται στον ηλιακό με πόθο,
Μην απεικάσει τη φωνή που μοιάζει του καλού της.
Στους κήπους μέσα ανέκοπα λαλούν τα τριξαλίδια
Κι ο γκιώνης στα χαλάσματα σκορπάει το μοιρολόγι.
Μέσα στα ρείπια, στις ερμιές βογγάει κι η κουκουβάγια.
Κι όπου αποσβύσαν οι φωτιές π΄ ανάψαν δουλευτάδες,
Κι εκοιμηθήκανε βαθιά στην άκρη στο χωράφι,
με φτεροκόπια τ’ άγρυπνο το νυχτοπούλι γέρνει
Και σκίζει με στριγγιές κραξιές της νύχτας τη γαλήνη,
Ως που να πάρει απόνυχτο, να γείρει το φεγγάρι,
Να πάει στ΄ αραχνοπέλαγα να γλυκοβασιλέψει.

 Το ποίημα αυτό δημοσιεύτηκε στο τρίτο τεύχος του περιοδικού «Η τέχνη»

Αναδημοσίευση από: https://logotechnikoistologio.wordpress.com/2019/02/04/%ce%be%ce%b5%cf%86%ce%b5%ce%b3%ce%b3%ce%b1%cf%81%cf%89%ce%bc%ce%b1-%cf%83%cf%80%ce%b7%ce%bb%ce%b9%ce%bf%cf%83-%cf%80%ce%b1%cf%83%ce%b1%ce%b3%ce%b9%ce%b1%ce%bd%ce%bd%ce%b7%cf%83/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου