Ώρες η σιωπή πατούσε το χώμα πού ‘σκαψαν τα μάτια
μα κανένα φως δεν έβγαινε απ’ αυτού
και μόνο οι φοβερές ρωγμές χαραγμένες στη ράχη της γης
από ανθρώπους που προσπάθησαν να σχεδιάσουν μια μοίρα
ανάσαιναν τη μνήμη μου κι αυτή αργούσε να πεθάνει
σκοντάφτοντας αδιάκοπα σε ξερές ημερομηνίες και μισογκρε-
μισμένα ονόματα.
Καμιά φωνή δε φεύγει τώρα απ’ την ηχώ της
καμιά λύση δε δίνει τη θέση της σ’ άλλη
όλα κρατούν ένα μικρό διάστημα- παρηγοριά της επιστροφής-
μα αυτός ο ρημαγμένος σταθμός- κομμένα τα σύρματα,
κομμένες οι φωνές…-
δε με πλανεύει πια γι αλλού
για μιαν αναπνοή μακρύτερα.
Μόνος κι άλλος κανείς εδώ
με το μέτωπο κολλημένο στις ράγες
να λογαριάζω τα σάπια βαγόνια
εδώ κι όχι αλλού, καμιά υπεκφυγή γι αλλού
τα τρένα όλα φευγάτα
κι οι μέρες μας ατέλειωτες…
………………………………………………………
Όλα σιγά σιγά θα με γνωρίσουν
όλα θα μάθουν ποια είναι η μοναξιά μου
και μόνο ο θάνατος, θαρρώντας πως παρακοιμήθηκα,
νωρίς θε νά ‘ρθει μ’ ένα πέλαγος πουλιά
όπως άλλες φορές η μάνα μου να με ξυπνήσει…
Βύρων Λεοντάρης, "Ψυχοστασία"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου