.
Συχνά το πρόσωπό του και τα μάτια του
ήταν κόκκινα απ’ το πιοτό.
Συχνά τον έπιανε μια απελπισία
τόσο μεγάλη σαν χάσμα σεισμού στο στήθος του
απ’ όπου τρέμανε δυο λουλούδια του Μαρτίου.
Η ειδή του ήταν τέλεια
κι ήθελε να αισθάνεται βαθιά
σαν την «ωδή εις την σελήνη».
Οι κίτρινες αχτίνες της τον έκαναν
ν’ αναστενάζει
και κολυμπούσε σε φεγγαρίσιο φως.[…]
Η Ζάκυνθος τον γέννησε και τον ανέθρεψε.
Πολεμούσε με τη γλώσσα καθώς ο ακονιστής σαν
ακονίζει το μαχαίρι του και κείνο εκπέμπει σπίθες.
Είδε καμιά όπερα του Μπελλίνι; Μάλλον…
Κατάλαβε όσο κανείς το χαρακτήρα του Έλληνα.
Γι’ αυτό χτυπούσε με άλγος το ΄να χέρι με τ’ άλλο.
Ο κόσμος δεν είναι πανηγύρι.
Κάποτε το πέλαγος του χαμογελούσε.
Κάποτε γινόταν άλογο αφηνιασμένο
κι αφηνόταν σε μια υπερκοχλάζουσα
ηδονή του θανάτου.
Έφυγε,τέλος,η ανασεμιά του
σαν λιγοστός καπνός κεριού.
Νίκος Σπάνιας,Το Ράμφος της Αϋπνίας,εκδ Οδός Πανός,2001
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου