Ήταν Δεκέμβριος, κοντά του Αγίου Σπυρίδωνος. Στις εφτά Οκτωβρίου έφυγα από το χωριό μου, στις δέκα μπήκα στο πλοίο. Ήμουν χαμένος περισσότερο από δύο μήνες. [... ]
Στρίβω, νύχτα, πηγαίνω κατά πάνω, απαντάω ένα φαρμακείο.
Πάω λίγο ψηλότερα, γυρίζω πίσω. Δεν ήξερα τι να κάνω.
Τ’ αδέλφια μου θα κοιμόντουσαν στο σπίτι. Ξαναφτάνω στο πρώτο σαλούνι (= μπαρ), αποφασίζω να μπω.
Περνάω την πόρτα, κοντοστέκομαι.
Καλησπέρα, λέω ελληνικά.
Καλησπέρα, μου λένε.
Έπαιζαν ζάρια κάνα-δυο και κάνα εξάρι κάθονταν. Ένας ήταν στην μπάρα μέσα μέσα, με ένα κασκετάκι (= καπέλο) πράσινο, ρούχα λευκά.
Αποφασίζω και λέω:
Εσύ Γιάννη;
Εγώ. Εσύ ’σαι Αντρέα;
Τότε αρπαχτήκαμε, φιλιά και κλάματα, που σμίγαμε δύο αδέλφια, χωρίς να γνωριζόμαστε. Γιατί αυτός είχε φύγει εφτά χρόνια μπροστά από μένα και τώρα είχαμε μουστάκι και οι δύο.
Μου λέει κάθισε. Και ρώτησε τους άλλους τι ήθελε να τους κεράσει.
Πήραν άλλος καφέ, άλλος κονιάκ, άλλος μπύρα. Τον ρώτησα για τα παιδιά, το Δήμο και Πάνο.
Μου είπε ότι μένουν στο σπίτι μακριά.
Περίμενε, θα ’ρθει ένας στις τέσσερες να παραλάβει βάρδια και θα πάμε.
Ήρθε ο συνέταιρός του, έβγαλε τα ρούχα της δουλειάς και φύγαμε. Πήγαμε πρώτα σε ένα κινέζικο μαγέρικο να φάμε.
Εκεί τα φέρνουν όλα, πεντέξι πιάτα, από την αρχή. Μέχρι γλυκό. Δεν είχα όρεξη και ο Γιάννης με ανάγκαζε να τρώω.
Ύστερα σηκωθήκαμε να πάμε σπίτι, που έμειναν τα αδέρφια μας. Έμειναν μαζί με κάτι άλλους συγγενείς από το χωριό, και έναν Καμενιτσιώτη Κώστα Πίφα. Τους βρήκαμε, είχαν σηκωθεί και έφτιαχναν πρωινό. Καφέ, γάλα, έριχναν βούτυρο αγελαδινό και βούταγαν να δυναμώσουν, να πιάσουνε δουλειά στο εργοστάσιο.
Κάτσαμε εκεί ώσπου φώτισε. Έπειτα οι εργάτες έφυγαν. Ο Γιάννης είχε νοικιασμένο δωμάτιο σε ξενοδοχείο, του έπεφτε μακριά το σπίτι. Έμεινα με τον Πάνο, δεν είχε αρχίσει ακόμα να εργάζεται. Μας πήρε ο ύπνος στην κουβέντα.
Το μεσημέρι σηκώθηκα και πήγα στο σαλούνι. Ο Γιάννης είχε βρει κάποιον Τζιάν Φόρμαν, ένα μπόση (= αφεντικό), και του είπε αν γινόταν να με πάρει στη δουλειά. Εκεί ήταν και ο Δήμος. Θα του απάνταγε και την άλλη μέρα.
Την άλλη μέρα μας παράγγειλε να πάω προς αντάμωσή του.
Ήταν ένα εμποροραφτάδικο κοντά, ενός Εβραίου.
Πήγαμε, ψωνίσαμε ρούχα ειδικά μπλούζα, χειρόχτια, καπελάκι, μπότες λαστιχένιες, για να αρχίσω. Το πρωί σηκώθηκα αρματωμένος και πήγα στο σαλούνι.
Λέει ο Γιάννης σ’ ένα βοηθό του, πάρε τον Αντρέα και πήγαινε στο Τζιάν Φόρμαν, να του δώσει δελτίο.
Πήγαμε σ΄ αυτόν το μπόση και του είπε για τον Γιάννη, ότι είμαι αδερφός του.
Γνωρίζω, λέει αυτός, αλλά κοίτα ένα τηλεγράφημα, να κόψουμε τόσους ανθρώπους από τη δουλειά. Λυπάμαι για το φίλο μου Ιωάννη, αλλά δεν μπορώ.
Την άλλη μέρα διώχνουν σαράντα από το εργοστάσιο, την άλλη άλλους. Στο τέλος πήρε το σχέδιο και τον αδερφό μου Δήμο, που είχε έξι χρόνους στην κομπανία.
Θ. Βαλτινός, Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη, Βιβλίο Πρώτο, Αμερική, Άγρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου