Τον είδα για τελευταία φορά, όταν με τις χειροπέδες τον πέρασαν ξαφνικά απ’ το σπίτι μας. Ήταν λίγο μετά τις μεγάλες απεργίες, τότε που σκοτώθηκαν πολλοί. Ο θείος είχε πρωτοστατήσει, είχε γίνει παρανάλωμα, στο τέλος κλείστηκε μαζί με άλλους μέσα στο καπνομάγαζο. Όταν αναγκάστηκαν να παραδοθούν, ήταν στημένοι διάφοροι ειδικοί στην εξώπορτα. «Εσύ φύγε, εσύ φύγε», λέγανε, καθώς οι εργάτες έβγαιναν ένας ένας. «Εσύ έλα εδώ» είπαν στο θείο και τον μπαγλάρωσαν. Πάλι καλά που δεν τον σκότωσαν τότε. Θυμάμαι τους τάφους φορτωμένους μαγιάτικα τριαντάφυλλα, απ’ αυτά που κάμνανε γλυκό. Κρυφά απ’ τα σπίτια μας πήγαμε μια παρέα παιδιά στο νεκροταφείο λίγη ώρα μετά τις ομαδικές κηδείες. Στεφάνια άπειρα, χειροποίητα, με τριαντάφυλλα, ζαμπάκια, παπαρούνες, σκυλάκια και κατηφέδες ήταν κρεμασμένα ή ακουμπισμένα στα δέντρα. Όλα τους είχαν συγκινητικές επιγραφές με δοξολογίες ή κατάρες. Κανένας δε μας εμπόδισε να πλησιάσουμε τους τάφους, επικρατούσε σύγχυση. Στοίβες από πέταλα λουλουδιών ήταν ανακατεμένα με το φρέσκο χώμα. Τα τσαλαπατημένα λουλούδια μύριζαν δυνατά. Μέσα απ’ τα δέντρα, απ’ τη μεριά του τμήματος των απόρων, έφτανε μισοσβησμένο το πένθιμο εμβατήριο. Μη ξέροντας τότε τι να κάνω και τι να προσφέρω, έγειρα το σταμνί και πότισα ορισμένους τάφους με «αθάνατο νερό», που το είχα πάρει λίγο πρωτύτερα απ’ την ομώνυμη κοντινή πηγή στη Βαγγελίστρα. Αυτή τη δικαιολογία, άλλωστε, είχα χρησιμοποιήσει για να μ’ αφήσουν να βγω έξω εκείνη την κρίσιμη ώρα. Το σταμνί, που βεβαίως το ξαναγέμισα, μου φάνηκε ιδιαίτερα βαρύ ώσπου να το πάω σπίτι. Απ’ τ’ αθάνατο αυτό νερό εγώ δεν έπινα, έπινε κάποιος άλλος, που δεν έκανε να πίνει απ’ το νερό της βρύσης. Ακόμα και σήμερα, καθώς βαδίζω αφηρημένος με τη βαριά σαν τη μνήμη μου τσάντα, συχνά κυριεύομαι απ’ την ιδέα, πως κουβαλώ όχι την τσάντα, μα το σταμνί εκείνο με το αθάνατο νερό, απ’ το οποίο εγώ ποτέ μου δεν ήπια.
Την εποχή εκείνη τους κρατούμενους, όταν τους μετάφερναν μέσα στην πόλη, δεν τους πήγαιναν με αυτοκίνητο αλλά με τα πόδια. Κι επειδή ακριβώς τους πήγαιναν περπατώντας, γι’ αυτό τους φορούσαν πάντοτε χειροπέδες, έστω κι αν ήταν χρεοφειλέτες απλοί. Αν τύχαινε να βρίσκεσαι στον τόπο σου, σε αναγνώριζε κόσμος και κοσμάκης και ύστερα είχε να το λέει. Αν ο χωροφύλακας ήταν μαλακός και είχε μόνο εσένα, μπορούσες να πιάσεις με τους γνωστούς σου και κουβέντα ακόμα. Έτσι κι ο δικός μας άνθρωπος, έπεισε το χωροφύλακα να περάσουν ένα λεπτό από το σπίτι. Μέναμε τότε σε ισόγειο κι είχαμε εκείνη την ώρα επισκέπτες, κάτι γνωστές μας κυρίες. Κάποια στιγμή ανασηκώθηκε από δυο ενωμένα χέρια η κουρτίνα, κι όλοι είδαμε στο ανοιχτό παράθυρο το θείο να μας φωνάζει γελαστά: «Γεια σας, με μεταφέρουν αλλού». Και προτού προλάβουμε ν’ αρθρώσουμε οτιδήποτε, η κουρτίνα έπεσε και μείναμε αποσβολωμένοι. Ασφαλώς θα ’φυγε γιατί είδε τον ξένο κόσμο. Εντούτοις σκάνδαλο μέγα δημιουργήθηκε, καθώς οι σουσουράδες εκείνες αποδείχτηκαν κορακοζώητες. Τα κόκαλα του ανθρώπου προ πολλού έχουν λιώσει, και τα κόκαλα των αντράδων τους έχουν λιώσει, ακόμα και των παιδιών τους, μα αυτές όταν συνάζονται την ορισμένη μέρα τους, εξακολουθούν να λένε: «Ακούς εκεί, ο κομμουνιστής, ο τεμπέλαρος!» Περιττό να πω πως ο μνημονευόμενος πέθανε σε λίγο από κάτι το στηθικό, πνευμονία ίσως. Έτσι μας είπαν. Δεν είχε δημιουργήσει οικογένεια κι έτσι ο σχετικός φάκελος μπήκε στο αρχείο.
Πηγή: Γιώργος Ιωάννου, «Η μόνη κληρονομιά», στη συλλογή: Η μόνη κληρονομιά, Κέδρος, Αθήνα 1986, σ. 35-36.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου