Έφτασε σήμερα ο ταχυδρόμος στη χώρα,
φτάσαν μαντάτα καθώς λένε με τo τσουβάλι,
τα περιμέναμε πώς και τί, κουβαριασμένες
γνώμες, οι γριούλες κάπου πέρα οι πολύπειρες
με τη στυγνή τους την απάθεια τις κουβαριάσαν,
μας έρχονται, και φουντώνει φωτιά το πάθος,
απλώνει η επιθυμία και καταλύεται η υπομονή:
να σμίξουμε, ας είναι κι από μια κλωστή,
με ό,τι δικό μας τάχθηκε να μένει στα ξένα.
Τόσον καιρό προσμέναμε τόσον καιρό
δουλεύοντας αποκοιμίζαμε την προσμονή,
το περιβόλι, τα δίχτυα, τα κατάρτια,
τα ψαρικά, οι αρματωσιές, τα καραβόπανα.
Μα ακάλεστο ερχόταν τ’ όνειρο και μάς τσιμπούσε
κι’ αλαφιαζόμαστε μέσα στη νύχτα,
πετάγαμε παπλώματα και σεντόνια,
μας υψωνόταν μέγα αστέρι,
φόβος και τρόμος προς τα ξημερώματα.
Χτες βράδυ, τίποτε δε μας ξύπνησε,
μιαν αλαφριά νοτιά μας χάιδευε αποβραδίς,
μας έκλεισε τα βλέφαρα, ως το πρωί,
κι’ ως τόσο, δίχως προετοιμασία καμιά,
έφτασε ο ταχυδρόμος, φτερωτός
τραγουδιστά, σαν κύματα
σίμωσαν τα μαντάτα,
και λένε,
ή εμείς θαρρούμε πώς λένε,
για τη χαρά που αγρίεψε τον ορίζοντα
κι’ όλη η μουντάδα του ξαμολιέται,
αναρριπίζοντας το πέλαγος, και τρέχει
προς τα εδώ, προς τα εμάς.
Με τέτοιους τρόπους έρχεται πάντα
το συντάραχο της χαράς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου