Παρασκευή 3 Μαΐου 2024

Τάκης Παπατσώνης - Εἰς ἦχον Ἀναστάσιμον


Πληροῦται ἡ ἀσματογράφος φωνή,
τώρα, ποὺ οἱ πρόσκαιροι ἴσκιοι ἀναλυθῆκαν
στὸ ἀπρόσιτο τὸ φῶς τῆς μιᾶς Αὐγῆς.
Μὴ δὰ οἱ νεκροὶ θὰ Σὲ παινεῦαν;
ζωντανοὶ τώρα ἐμεῖς θὰ Σὲ παινέψουμε.
Μὴ δὰ οἱ ψυχροί, ποὺ εἶχε στερέψει τὸ αἷμα τους;
Σὲ μᾶς λαχαίνει νὰ γευτοῦμε
τὴν εὐδοκία τοῦ Παντοκράτορα, εὐχὴ τῶν γηγενῶν.
Σὲ μᾶς λαχαίνει νὰ τονίζουμε
μὲ γεγονυῖα φωνὴ κι' ἀσματικὰ τὸ
«θάνατος φροῦδος ὤφθη», καὶ ποιὸς θὰ τόλεγε,
λίγες ὧρες πρωτύτερα, τότε ποὺ σχίζετο
τὸ Καταπέτασμα καὶ τὰ Ξαφτέρυγα συνοφρυοῦντο.
Ὄχι, δὲ φεύγουμε κι' ἐμεῖς, ἕνας ἕνας,
δὲ θὰ μαυρίσει ὁ κόσμος τοῦτος ὁλοτελῶς,
δὲ θ' ἀποτραβηχθοῦμε στοὺς Κυπαρισσῶνες.
Κρατώντας τὸ καλάμι του μὲ τὸ χουνὶ
καὶ τὸ σφουγγάρι, ἀπόκοσμη εἰκόνα
ἄγνωμου Λογχιστῆ τοῦ Γολγοθᾶ,
σβήνει ὁ Ἐκκλησιάρης ἕνα ἕνα,
ὕστερ' ἀπ' τὴν Ἀπόλυση τὰ κεριὰ τοῦ Βωμοῦ.
Ἐκεῖ ποὺ ἔλαμπες, Θεέ μου, καὶ χοροστάτεις,
σκοτάδια γίνονται. Κρυφὴ γωνιὰ
φωτίζει τώρα μονάχα τὴν πηγὴ τοῦ Ἐλέους
ἕνα καντῆλι, ἔσχατο χνάρι λατρείας,
κι' ὅ,τι κρατάει ἀπὸ τὸ εὐῶδες θυμίαμα.
Σφαλνᾶνε κι' οἱ πυλῶνες, μονάζει τὸ καμπαναριό.
Ὄχι ἔτσι ἐμεῖς: τοὺς νιοσκαμμένους τάφους
θὰ τοὺς ἀνοίγουν οἱ νεκροὶ γιὰ τοὺς νεκρούς τους,
ἄφετε τούτους θάπτειν, ὄχι ἐμεῖς,
«τὴν τῶν Ἑλλήνων νεκρὰν φωνὴν καταθάπτει
»ὅλος ὁ Δῆμος τῶν Ἀποστόλων, καθὼς θεολογεῖ».
Ἂς καταθάπτει, ἀλλὰ ὄχι ἐμεῖς.
Εἶπαν καὶ τοῦτο τὸ στενόκαρδο,
σὲ ὥρα ὑψηγορίας: «Ὁ Πέτρος ρητορεύει,
»ὁ Πλάτων κατεσίγησε• διδάσκει Παῦλος,
»Πυθαγόρας ἔδυσεν»• Ἀλλὰ ὄχι ἐμεῖς
δὲν θὰ τὸ ποῦμε. Καὶ Πέτρο κηρύσσουμε,
καὶ Πυθαγόρα μὲ τὰ τρίγωνα. Καὶ τὸν Ταρσέα Παῦλο
καὶ Πλάτωνα ὑψιπέτη κι' ὅλοὺς τοὺς ὁμίλους
ἄχρονους καὶ πνευματικούς, κι' ὅλους τοὺς εἰς Χριστόν,
Ἑβραίων κι' Ἑλλήνων σκάνδαλο καὶ μωρία,
Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τοῦτον Ἐσταυρωμένον,
Ἰησοῦν Χριστὸν μὲ λάβαρο καὶ ποὺ ἀληθῶς
ἀνέστη, ἡ ὀρθὴ καὶ ζῶσα καταλαλιὰ
γιὰ ὑπναλέους ψεύτικους μάρτυρες
ποὺ σκυθρωπάζουν, φρουροὺς
περιδεεΐς καὶ δωρολῆπτες.
Ἀπὸ τὴ Συλλογὴ «ΕΚΛΟΓΗ Α’, URSA MINOR, ΕΚΛΟΓΗ B’».
Ἔκδ. ΙΚΑΡΟΣ Ἀθήνα 1988.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου