Όταν, τα καλοκαίρια, σημάνη η ώρα να φυσήξουν οι άνεμοι της δροσιάς,
για να διαλύσουν μονομιάς την κυριαρχία του βαριού ήλιου,
φτασμένοι από τη θάλασσα, που τη ριπίζουν ξαφνικά και, από καθρέφτη
ασάλευτο, το ρίγος της ορμής τής φέρνουν και την φωσφορίζουν,
-πάλι το κέντρο όλου του γύρω κόσμου δεν παύει να είναι
αυτός ο μεγάλος φλεγόμενος Δίσκος.
Αυτός απομονώνει το καθετί στην ενατένισή του.
Αυτός κρατά το σκήπτρο της Ημέρας και του Κόσμου.
Αυτός συγκλονίζει το λογικό στην άχνα της μαρμαρυγής του.
Και σαν η Νύχτα πέση, η τόσο σιωπηλή και μυστική,
στην ίδια Παραλία την παραλλαγμένη,
εκεί που η αμμουδιά διαρκώς αλλάζει σύνορό της
με τη γραμμή του κύματος που δεν αναπαύεται,
ποιος χρωματίζει τη θαμπή αυτή Σελήνη, με το περήφανο,
νεκρό της χρώμα, παρεχτός ο ίδιος Ήλιος; Και μολονότι
προ δύο ή τριών μόλις ωρών προετοίμασε μια τόσο φλογοβόλη
αποχώρηση κάτου κι έξω του κόσμου με σαλπίγματα και πορφύρες,
και άφαντος, ξέρει πάντα, και κρυμμένος να στέλνη κάτι
που να μας θυμάη την αιώνια του παρουσία.
Κάτι κρυφό ζυγιάζεται αυτές τις ώρες στα εσώτατα του
ανθρώπου,
που, είτε σαν Ήλιος, είτε σαν Σελήνη, έχει θρονιάσει
καταμεσίς της ψυχής, και του χαρίζει
τη λάμψην ενού σκότους που δεν παραλλάζει
από τη νόηση του Θεού ή τη συντριβή της Εκκλησίας.
Μια ροπή προς το καλό και προς το ατάραχο. Μιαν Αγάπη
κι ένα αγκάλισμα προς όλα τα γύρω. Δίχως διάκριση ή προτίμηση,
δίχως αποσκίαση, δίχως φθορά ή κατατριβή.
Δίχως διάκριση, εχτός, αχ, μιας, Θεέ μου. Της βαριάς,
της οξείας εκείνης Πέτρας, που έταξες μερικών ανθρώπων
να τους βαραίνη το στήθος τις νύχτες τόσο πολύ και ασφυχτικά,
τόσο απελπιστικά και ωραία. Που, αν πρόκειται ν’ αποσειστή ποτέ,
θα ’ναι για να την διαδεχτή η διαρκής του τάφου.
Τόσο κυριαρχικά, τόσο έμμονα έχει στηθή για πάντα.
(1929)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου