Συμπτώσεις
Σκέψου λιγάκι
πὼς ἂν ἤτανε στείρα ἡ μητέρα τοῦ Χίτλερ
τὸ ἡμερολόγιο τῆς Ἄννας Φρὰνκ
θὰ ἦταν ζωγραφισμένο μὲ καρδοῦλες ρὸζ
καὶ οἱ μιμόζες στὶς γειτονιὲς τοῦ Ἄουσβιτς
δὲν θὰ διατηροῦσαν μνῆμες
ἀπὸ τῶν κρεματόριων τὶς ὀσμές.
Καὶ σκέψου ἀκόμα
πὼς ἂν δὲν εἶχε διάθεση ὁ πατέρας τοῦ Μπετόβεν
τὴ νύχτα ποὺ τὰ γονικά του χρωμοσώματα
εἴχανε δώσει ραντεβού
τὸν «Ὕμνο τῆς Χαρᾶς» νὰ προετοιμάσουν
ἡ ἀνθρωπότητα θὰ σταματοῦσε ἀνέκφραστη
ἀπέναντι στὸν θρίαμβό της.
Καλύτερα ὅμως τίποτα
νὰ μὴν σκεφτεῖς ἀπόψε
ὅταν πλαγιάσουμε μαζὶ.
Ἔλα, ἀγκάλιασέ με.
Μητέρα δωρητῆ σώματος
Ἀναστημένα σὲ ξένο πρόσωπο τὰ μάτια σου
ἔκπληκτα γύρω τους κοιτάζουν, δίχως μνῆμες
κι ἐμένα ἀδιάφορα μὲ προσπερνᾶνε
σὰ νὰ μὴ μ’ ἀγαπήσανε ποτέ.
Ἄρρυθμοι οἱ κτῦποι τῆς καρδιᾶς σου
στὸ στῆθος κάποιου ἄγνωστου
παράφορα ἀγωνίζονται
νὰ συμφιλιωθοῦν μὲ τὴ δική του τὴ ζωή.
Πῶς ἔτσι ἄσπλαχνα μὲ καταδίκασες παιδί μου
μὲς ἀπὸ σένα ν’ ἀγαπήσω
ὅλους αὐτοὺς τοὺς ὑποψήφιους νεκρούς;
Πόσες φορὲς ἀκόμα
μαζί τους θὰ πεθαίνεις λίγο λίγο
καὶ ὕστερα
σὲ πόσους τάφους θὰ κοιμᾶται τὸ κορμί σου;
ΙΙ. Ἐπισκεπτήριο
Σὲ ξεχωρίζω ὅπως ἡ χελιδόνα
τὰ παιδιά της. Πτίλωμα ὁμοιόμορφο
οἱ στολές, πουλάκια νιόσκαστα
μὲ διπλωμένα τὰ φτερά τους
περιμένοντας τὸ πρῶτο ἐπισκεπτήριο.
Σμῆνος καὶ διμοιρία; μὲ ρωτᾶν
στὴν πύλη. Δὲν χρειάζεται.
Ὁ πιὸ ὡραῖος εἶναι ὁ δικός μου
(Στὸ σινεμὰ)
Μόνη μου στὸ Σινὲ Παλλὰς
μ' ἐσένα πάντα πλάι μου νὰ λείπεις
νὰ καπνίζεις χαμογελώντας περιπαικτικὰ
στὴν κάθε ἀπαγόρευση.
Ὁ θάνατος μοιάζει νὰ μὴν σὲ ἀφορᾶ
καθὼς γλιστρᾶς μὲ ἀμφιβολία
τ' ἄϋλα δάχτυλά σου
στὸ ἄδειο, παγωμένο χέρι μου.
Ὁ Χάμφρεϋ Μπόγκαρτ χαμένος
μέσα στὴ ρεπούμπλικα
καὶ τὴ μακριά του καμπαρντίνα
τινάζει τὶς στάχτες τοῦ τσιγάρου του
δίχως διόλου νὰ νοιάζεται κι ἐκεῖνος
ποὺ δὲν εἶναι ζωντανός.
Βρέχει στὸ ἔργο καὶ σὺ βήχεις ἀσταμάτητα.
Ὁ ἠθοποιὸς παράφορα τὴν Μπέργκμαν ἀγκαλιάζει
κι ἕνα ρίγος ἀνάμικτο
τρόμου καὶ πόθου μὲ διαπερνᾶ.
Σκύβεις, κάτι μοῦ ψιθυρίζεις
ὅμως δὲν μπορῶ ν' ἀκούσω
τόσο ποὺ δυναμώσανε τὸν ἦχο
καὶ θυμώνω ποὺ διακρίνω
ξένες φωνὲς κι ἐκμυστηρεύσεις ἄλλων
ἀκόμα καὶ τῆς θάλασσας τὸν παφλασμό.
Τῆς θάλασσας ποὺ εἰσβάλλει ὁρμητικὴ
νὰ σὲ διεκδικήσει πάλι .
Πῶς νὰ τὴ συγχωρήσω
ποὺ δὲν εἶναι κἂν γαλάζια.
Ἀσπρόμαυρη ταινία καὶ ἡ ζωὴ
κάποιες φορὲς ἀπ' τὸ λευκὸ
στὸ μαῦρο ὀλισθαίνει
ὁριστικά.
Τὸ ταγκό
Τὸ ταγκὸ εἶναι μιὰ θλιμμένη σκέψη ποὺ χορεύεται, εἶπε.
Εἶν’ ἕνας καταδικασμένος ἔρωτας, μι’ ἀγάπη ἀπαγορευ-
μένη. Δυὸ
βήματα μπροστὰ νὰ φύγεις, νὰ ξεφύγεις. Ἐνδοιασμοί;
Ἕνα:
Γυρίζεις πίσω. Ξανὰ δυὸ βήματα ἀποφασίζεις.
Νοσταλγία; Ἐνοχές;
Ἕνα βῆμα στὸ χτές. Ἀναποφάσιστα λικνίζεσαι κι ἔτσι
ποτὲ σχεδὸν
δὲν φτάνεις κι ὅλο πονᾶς καὶ διστάζεις ὅταν χορεύεις
ταγκό.
Ἀντιστροφή
Πλάι στὸ κομοδίνο του ἔβαλα
μιὰ μακρινὴ ἀσπρόμαυρη φωτογραφία
τὶς νύχτες νὰ τὸν νανουρίζει.
Ὁ νοσοκόμος ἀπορεῖ:
Ποιὰ εἶν’ αυτὴ ἡ παιδούλα
μὲ τὴν ξέγνοιαστη ἀλογοουρά;
Ἐγώ! του ἀπαντῶ, διστάζω ὕστερα:
Νομίζω! διορθώνω.
Κι αὐτὸς ὁ κύριος ὁ εὐθυτενὴς,
ὁ στοργικός, ὁ τόσο προστατευτικός;
Τοῦ δείχνω τὶς ριγὲ πυτζάμες
ποὺ ἔχουνε ντύσει μιὰ λησμονιὰ
μιὰν ἀβουλία μόνο.
Ἀπὸ τὸ κομοδίνο
τὰ χάρτινα τὰ μάτια τοῦ πατέρα
μὲ κοιτάζουνε πιὸ ζωντανὰ
ἀπὸ αὐτὰ ἐδω τὰ ξεχασμένα στὸ κρεβάτι
τὰ γυάλινα μάτια τῆς ἄνοιας.
Τὰ κυπαρίσσια στὸ παράθυρο
ἀντανακλοῦν μιὰ πράσινη, σκληρὴ σιωπή.
Ὅλοι μὲς στὸ δωμάτιο
ἔχουμε ὑποταχθεῖ σ’ αὐτὴν
καὶ μόνο τὸ κορίτσι τῆς φωτογραφίας
κάθε τόσο διαμαρτύρεται
γιὰ τὴν παράλογη ἀντιστροφὴ
τῶν ρόλων καὶ τῶν εὐθυνῶν.
Τὸ παιχνίδι
Ἁλάτι ψιλὸ
ἁλάτι χοντρὸ
ἔχασα τὴ μάνα μου
καὶ πάω νὰ τὴ βρῶ.
Σ’ ἔχασα λοιπὸν ἔτσι ἁπλὰ
ὅπως καὶ στὸ παιχνίδι
τραγουδώντας σ’ ἔχασα.
Μοῦ ‘λειπες πάντοτε
καὶ τώρα ποὺ σὲ βρίσκω
στὸν καθρέφτη ἀγανακτῶ
Στὰ χρόνια σ’ ἔφτασα.
Καὶ τραγουδῶ
τὰ μάτια τρίβοντας
μ’ ἕνα λεπτὸ κρεμμύδι
γιατὶ δὲν ξέρω, δὲν θυμᾶμαι
τὴ συνέχεια στὸ παιχνίδι.
Ἁλάτι ψιλὸ
ἁλάτι χοντρό.
Ἄχ, πῶς φοβάμαι μάνα
νά ῤθω νὰ σὲ βρῶ.
Σάρα
Τὸν γιό μου! Τὸ παιδί μου ξένε!
Ξένε ἄντρα μου!
Σὲ μίσησα τόσο πολὺ
ὅσο λατρεύω ἐκεῖνο.
Τὸ σπλάχνο μου.
Μῆνες ἐννιά, μέρες διακόσιες ἑβδομήντα
τριάντα ἑπτὰ χιλιάδες ἑκατὸ λεπτὰ
κι ἑκατομμύρια δεύτερα
ἦταν μόνο δικό μου.
Τὰ χνάρια του στὴν μήτρα μου
σὰν τὶς πατημασιές του στὸ χῶμα τῆς αὐλῆς
θὰ ὀργώνουν ἐσαεὶ τὰ σωθικά μου.
Τὸν λῶρο του, τὸν λῶρο ἐκεῖνο
θά ‘θελα νὰ τυλίξω ἀσφυκτικὰ
γύρω ἀπὸ τὸν γέρικο, τὸν ἀποκρουστικὸ λαιμό σου.
Ὁ Θεός! Καὶ ποῦ τὸν ξέρω τὸν Θεό;
Θυσία; Γιατί ἀπὸ μένα δὲν ἐτόλμησε;
Κι ἡ σάρκα μου! ἐτοῦτο τὸ κορμὶ
ντρέπομαι ποὺ σοῦ χάρισα τόσες φορὲς
μόνο γιὰ μία…
Ἐκείνη τὴ μοναδικὴ φορά.
Τῆς σύλληψής του.
Silver alert
Ἦταν Δεκέμβρης ὅταν χάθηκε πρώτη φορά. Τέλη Δεκέμβρη, ξημερώματα καὶ χιόνιζε. Καὶ ποῦ νὰ ἔψαχνα μὲς στὴν ἀπέραντη τὴν πόλη νὰ τὸν βρῶ; Ἀφέθηκα στὸ ἔνστικτό μου καὶ τὰ βήματα μὲ ὁδήγησαν στὸ παλιὸ πατρικὸ σπίτι, ὅπου τὸν βρῆκα νὰ κοιτάζει γύρω σαστισμένος.
Πῶς εἶχε διανύσει τόση ἀπόσταση γυμνὸς σχεδὸν, καὶ μὲ τὰ πόδια; Τὸν μάλωσα, θυμᾶμαι, τὸν μικρό μου τὸν πατέρα καὶ μὲ κοιτοῦσε φοβισμένος σὰν ἄτακτο παιδί.
Στὸ Τμῆμα μου συνέστησαν νὰ γράψω ὅλα τα στοιχεῖα του καὶ τὸ τηλέφωνό μου σ’ ἕνα πανὶ μὲ μαρκαδόρο καὶ νὰ τὸ ράψω στὴν ἐσωτερικὴ τσέπη τοῦ σακακιοῦ του. Γιατί ὅμως νὰ μὴν γέμιζα τὴν τσέπη του μὲ πετραδάκια νὰ βρίσκει μόνος του τὸν δρόμο ὁ Κοντορεβιθούλης μου;
Αὐτὰ σκεφτόμουν καὶ δὲν ξέρω πόση ὥρα ἔκανα γιὰ νὰ περάσω στὴν βελόνα τὴν κλωστή.
Μὰ τώρα ἔχουν περάσει ὅλα αὐτά. Ἐξ ἄλλου ὁ πατέρας μου βρῆκε τελικὰ τὸν δρόμο του.
Ἡ ἔκθεση
Στὴν Τζωρτζίνα
Δὲν μὲ πειράζει
ποὺ ἔρχεται ἡ ἄνοιξη
κι οἱ μυγδαλιὲς ἀδιάλλακτες
θ’ ἀνθίσουν πάλι
καὶ χωρὶς ἐσένα.
Οὔτε ποὺ ὁ λαμπρὸς ἥλιος τοῦ Μάρτη
ἐπικεντρώνει ὅλες τὶς ἀκτίνες του
στὴν ἀπουσία σου.
Δὲν μὲ πειράζει
ποὺ ἐνῶ ἔχω τόσα νὰ σοῦ πῶ
οἱ λέξεις ἀνεξέλεγκτες
γυρίζουν πίσω
νὰ μὲ πνίξουν.
Αὐτὸ ποὺ μὲ πληγώνει
εἶναι ἡ ἄσπρη κόλλα
ποὺ ἔδωσε πίσω ἡ Τζωρτζίνα
στὴ δασκάλα της
ὅταν τῆς βάλαν ἔκθεση μὲ θέμα:
«Ὁ πατέρας μου».
Πηγή: https://ennepe-moussa.gr/%CF%83%CF%84%CE%B1-%CE%B2%CE%B1%CE%B8%CE%B9%CE%AC/%CE%B4%CE%AD%CE%BA%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CE%B3%CE%B3%CE%B5%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82-%CF%83%CE%B9%CE%B4%CE%B7%CF%81%CE%AC
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου