Κλειστοί Kαιροί· κλειστοί, περίκλειστοι
μακράν της θέας τ’ ουρανού, παρατημένοι
σε ανέμους, θύελλες, χιόνια καί θολούρες.
Μάτην φωνούν οι αλέχτορες την εθισμένην ώρα:
δεν ξεδιαλύνουν τα σκοτάδια· φώς δεν έρχεται,
κακές ειδήσεις φθάνουν. Τούτες δέχεται
κουκουλωμένος Γέρος με αναμμένο
λύχνο μεσημεριάτικα: του χειμερίου
ανθρώπου το κατάντημα ιδού το, αδιαφορεί
προς όλα· η μόνη μέριμνα, πώς να μη σβήσει
το κούτσουρό του. Εικονικές απόβηκαν οι ώρες.
Εικονικές οι μέρες των μηνών· ιδού, γενάρης,
εικοσιμία, Αγνής Παρθενομάρτυρος (δεκατριών
χρονών ρίφθη στη γέενα του μαρτυρίου)· γενάρης,
στις δεκαεννέα, Κυριακή δεύτερη από τα Φώτα,
ο γάμος του Κανά, Σεβαστιανού
και Φαβιανού, Μαρτύρων, (του σταλήκανε
βροχή τα βέλη, λέπια στο σώμα του εφήβου).
Τι προς ημάς; πώς πια να διακριθεί
η μια μέρα από την άλλη, ίδια κλειστή,
που χώρισμά τους χάθηκε πια η νύχτα,
που συνεχής η μέρα νύχτα είναι γινωμένη,
και μέριμνά μας, των γερόντων, όχι οράσεις
της πίστεως, όχι το Μαρτυρολόγιο με τις φλόγες του,
αλλά μην καεί το κούτσουρο αυτό εδώ για πάντα.
Από τη συλλογή «Εκλογή Β´», εκδ. Ίκαρος, 1962
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου