Δευτέρα 12 Ιουνίου 2023

Τέλλος Άγρας -Ο Καρυωτάκης και οι Σάτιρες

Ο Καρυωτάκης ἀπ ̓ ὅλ ̓ αὐτὰ ἔλειπεν. Αμέτοχος ὁ ἄνθρωπος, ἡ ἐργασία του ἄγνώστη. Αὐτὸς ἐρχόταν, μόνος του, ἀπ ̓ ἀλλοῦ. Ἐρχόταν αργά, από δρόμο δικό του.
Κι' ἔξαφνα, στα 1927, μὲ τὴν τρίτη και τελευταία του ποιητικὴ συλλογή, Ελεγεῖα καὶ Σάτιρες, μᾶς ἐξεπέρασαν ἀμέσως ὅλους ! Ἔγινεν ἀμέσως maitre. Απέκτησε καλοὺς μαθητὰς καὶ κακοὺς μιμητάς.
Τὸν ἐγνώρισα τέλος καὶ προσωπικά. Τὸν ἐγνώρισα σ ̓ ἕνα λαμπρό - τουλάχιστον τότε - καί, ὑπηρεσιακῶς, σχεδόν ἀνεξάρτητο, Παράρτημα τοῦ Ὑπουργείου τῆς Προνοίας στὴν ὁδὸ Κοραή, μέσα σ' εὐρύχωρο κι' ἀξιοπρεπέστατο γραφεῖο, μὲ χαλιά, μὲ καλο- ριφέρ, μὲ καινούργια ἔπιπλα, μὲ πέτσινες πολυθρόνες - κ ̓ ἐκεῖνος μόλις είχε γυρίσει ἀπὸ τὴ χειμωνιάτικη Βιέννη, ἄψογα ντυμένος ὅπως πάντα, ἄλλως τε —, ὑπάλληλος μὲ πολὺ καλὴ θέση, πρόθυμος καὶ περιποιητικός, τουλάχιστον στὸ φαινόμενο, ὁμιλητικὸς καὶ συνετός. Ήταν μᾶλλον κοντόσωμος, τοῦ ἔλειπε κάποιος αέρας, κάποια ἄνεσις· τὰ μάτια του έπαιζαν, ἀνήσυχα καὶ ἄστατα. Τὸ στόμα καὶ τὸ πηγοῦνι ἦσαν χαρακτηριστικά βαρυθυμίας. Μὰ κατὰ τὰ λοιπά, τίποτε δὲν ἔδειχνε τὸ ἰδιόρρυθμο ἢ τὸ ἀποκαλυπτικό. Ὅσο γιὰ τὴν ὁμιλία του, ἦταν ἀπὸ τὶς λίγες τίμιες, στρωτές ὁμιλίες : ἀνεπιτήδευτη, κανονική, διαφωτιστική – καὶ ἁπλῆ. Τὸ γέλοιο του, μόνον αὐτὸ δὲν ἦταν τόσον ἁπλό. Ὁ Καρυωτάκης γελοῦσε, συχνά, δηλαδὴ μᾶλ λον χαμογελούσε συχνά μὰ — παράξενο πράγμα! ἀκριβῶς τὸ χαμόγελό του ἦταν τὸ μόνο ποὺ φανέρωνε ὅλη του την πικρία! Χαμογελοῦσε, μπορεῖ νὰ πῆ κανείς, μόνο μὲ τὸ μισό πρόσωπο. Τὸ ἄλλο μισὸ ἔμενε ὅπως καὶ πρίν. Κ' ἔτσι, ἡ φυσιογνωμία του γινόταν ακανόνιστη, διχασμένη, δισυπόστατη. Καὶ κατέβαζεν ἀμέσως τὰ μάτια κάτω, σὰ νἄκανε ἁμαρτία. Ως τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου του, ὀλίγες φορὲς εἴχαμε ξανασυ ναντηθῆ, τις περισσότερες στὴν ὁδὸ Σταδίου. Ὁ Καρυωτάκης, ὁ ἴδιος πάντα. Φοροῦσε τάχα τὴν προσωπίδα του κοινωνικοῦ ἀνθρώπου ; Μὲ ἀνεχόταν ; Ἴσως. Αφ ̓ ὅτου διάβασα τὶς Ελεγείες καὶ Σάτιρες,αυτό πιστεύω.
Τὴν ποιητικήν του τέχνη τοῦ ἐδίδαξαν κυρίως οἱ ξένοι· οἱ γάλλοι πρῶτα, οἱ ποιηταὶ τῆς ̓Αναγεννήσεως, οἱ προκλασικοί, ἀπὸ τὸν François Villon ὣς τὸν Mathurin Regnier, ἔπειτα οἱ μεταρρωμαντικοί, οἱ συμβολισταί, ἀπὸ τὸν Jules Laforgue ἕως τὸν Laurent Tailhade, τοῦ ὁποίου ἡ ἐξυπνότατη, φαίνεται, σατιρικὴ ποίησις μένει ἐντελῶς ἄγνωστη στην Ελλάδα. ̓Απὸ τὶς πολυαριθμότατες μεταφράσεις που περιέχουν τὰ βιβλία του, κ ̓ οἱ ὁποῖες ἄλλως τε εἶναι ἀπὸ τὶς ἄριστες ἑλληνικὲς μεταφράσεις, μεταφράσεις δημιουργικές, φαίνεται πόσον ὁ Καρυωτάκης ἐντρυφοῦσε στοὺς ξένους ποιητὰς καὶ πόσο τοὺς ἀφωμοίωνε. Ὅταν ὅμως ἠθέλησε νὰ ἐκφρασθῆ κι ̓ ὁ ἴδιος, τότε ἐπῆρε, βέβαια, στοιχεῖα κι ̓ ἀπὸ τοὺς δικούς μας. Από ἐκείνους τοὺς δικούς μας, οἱ ὁποῖοι - μερικά τουλάχιστον, ὄχι βέβαια γενικά - εἶχαν προηγηθῆ στο δρόμο τον δικό του.
Παρεμβάλλω μια μετάφρασή του :
ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ! ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ! (Andre - Spire)
Ο πατέρας μου ήξερε λατινικά,
η μητέρα μου έπαιζε πιάνο
κι επήγαινε σ’ επισκέψεις.
Καταλαβαίνεις, μικρή μου,
καταλαβαίνεις;
Είχα ένα παιδαγωγό,
ένα άλογο,
ένα τουφέκι,
υπηρέτες και ιπποκόμο.
Καταλαβαίνεις;
Αγαπούσαμε πολύ τα δάκρυα,
την αγάπη, τους νικημένους,
τον ουρανό και τους διαβάτες...
Ας ανάψουμε τη φωτιά μας,
ας τινάξουμε τα βιβλία μας,
ας βουρτσίσουμε τα ρούχα μας,
ας γυαλίσουμε τα παπούτσια μας.
Ας γυαλίσουμε τα παπούτσια μας,
κι ας πλύνουμε τα πιάτα.
Καταλαβαίνεις, μικρούλα μου,
καταλαβαίνεις;
Ποιὸ εἶναι τὸ συναίσθημα ποὺ περιμένει τὸν ἄνθρωπο, ἂν ἐξα- κολουθήση νὰ ζῆ καὶ δὲν συντριβῆ, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀπογοήτευση τὴν πλέον ὁριστική ; - Ἡ Σάτιρα. Ποιὸ εἶναι τὸ θέμα, ὅπου θὰ στραφῆ ὁ ποιητής, ἂν ἐξακολουθήση νὰ γράφη κι ̓ ὕστερα ἀπὸ τὰ σπαρακτικώτερα ἐλεγεῖα ; Η Σάτιρα. «Ὅλοι οἱ δρόμοι ὁδηγοῦνε στη Ρώμη». Ὅλοι οἱ δρόμοι ὡδήγησαν τὸν Καρυωτάκη στη Σάτιρα.
Εν πρώτοις, η μετρική του εἶναι ποικιλώτατη. Ὕστερα ἀπὸ λίγον καιρό, ἐπεριμάζεψε τους στίχους του ἀπὸ τὰ μάκρη καὶ τὴ μονοτονία τῶν δεκαπεντασυλλάβων, καὶ τοὺς ἔφερε μέσα σὲ σχήματα πιο σφιχτά, πιὸ πλαστικά κι ̓ ἁρμονικά, ποὺ εἶχαν ἀχρη- στευθῆ καὶ λησμονηθῆ ἀπὸ πενήντα χρόνια τουλάχιστον. Αλη θινά, κάποια μικρή στιχουργική Αναγέννηση ἐπήγασεν ἀπὸ τὸν Καρυωτάκη γιὰ τοὺς νεωτέρους του, κ ̓ ἴσως καὶ γιὰ μερικούς παλαιοτέρους του... Ο στίχος, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ποικιλία του, παίρνει στα χέρια τοῦ Καρυωτάκη νεύρα κ' ευρωστία, πατά στερεά, στερεώτερα τελειώνει. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστικό του! Αὐτὸ εἶναι ποὺ ἀφήνει, στὸ τέλος—ὅπως κι ̓ ὁ στῖχος τοῦ Καβάφη !—μιὰν αἴσθηση συμμετρίας!
ΥΠΟΘΗΚΑΙ
Ὅταν οἱ ἄνθρωποι θέλουν νὰ πονῆς,
μποροῦνε μὲ χίλιους τρόπους.
Ρίξε τ ̓ ὅπλο καὶ σωριάσου πρηνής,
ὅταν ἀκούσης ἀνθρώπους!
Ὅταν ἀκούσης ποδοβολητὰ λύκων,
ὁ Θεὸς μαζί σου!
Ξαπλώσου χάμου μὲ μάτια κλειστὰ
καὶ κράτησε τὴν πνοή σου.
Κράτησε κάποιον τόπο μυστικό,
στὸν πλατύ κόσμο μιὰ θέση.
Οταν οἱ ἄνθρωποι θέλουν τὸ κακό,
τοῦ δίνουν ὄψη ν' ἀρέση.
Του δίνουν λόγια χρυσᾶ,
ποὺ νικοῦν μὲ τὴν πειθώ, μὲ τὸ ψέμα.
ὅταν ἄνθρωποι διαφιλονεικοῦν
τὴ σάρκα σου καὶ τὸ αἷμα.
Ὅταν ἔχεις μιὰ παιδικὴ καρδιὰ
καὶ δὲν ἔχεις ἕνα φίλο,
πήγαινε βάλε βέρα στα κλαδιά,
στη μπουτονιέρα σου φύλλο.
Ασε τὰ γύναια καὶ τὸ μαστρωπό
λαό σου, Ρῶμε Φιλύρα.
Σὲ βάραθρο πέφτοντας αγριωπὸ
κράτησε σκήπτρο καὶ λύρα.
Ελεγεῖα καὶ Σάτιρες.

κείμενο δημοσιευμένο στα 1935 στο περ. Νέα Γράμματα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου