H μοίρα μας
Πόσοι μας αγνοούν, Θεέ μου,
Από τα μακρινά τʼ αστέρια σου
Μέχρι τον ένοικο του πλαϊνού σπιτιού…
Πόσοι δεν ξέρουν πως τους αγαπούμε
Πόσοι δεν ξέρουνε πως χτίζουμε γιʼ αυτούς
Για τα παιδιά τους
Για τα εγγόνια τους
Πόσοι δεν ξέρουνε την αυταπάρνηση μας
Τη μοναξιά μας
Πόσοι κοιμούνται δίχως να μας πουν καληνύχτα
Όταν γιʼ αυτούς ξενυχτούμε σʼ ένα τραπέζι με μια λάμπα
Πόσοι δεν νιώθουνε το χάδι μας σαν να τους τυλίγει
Πόσοι θαρρούν πως είμαστε φαντάσματα, βρυκόλακες
Όταν μπροστά στη ρέμβη τους περνούμε ως ίσκιοι
Πόσοι δεν μας υποψιάζονται καθόλου
Πόσοι δεν μας προσέχουν
Πόσοι δεν μας ακούνε νʼ αλαλάζουμε στην έρημο
Πόσοι στο δρόμο μας προσπερνούν ανίδεοι
Μη ξέροντας πως είμαστε η ψίχα της καρδιάς τους
Πόσοι, Θεέ μας, μας περιγελούν
Που περπατούμε ανάλαφροι κι αφηρημένοι
Πόσοι ξαφνιάζονται
Πόσοι ακόμα και τρομάζουν
Γιατί περνώντας τους χαμογελούμε.
O θαλασσοπόρος
Έχω ένα καράβι, τόσο, με πανιά,
θάλασσες αφήνει, θάλασσες περνά.
Άφωνος στον κίνδυνο και θαλασσομάχος,
ταξιδεύω σχίζοντας πέλαγα μονάχος.
Στου περιβολιού μας τη δεξαμενή
τα νερά τους σμίγουν πέντε ωκεανοί!
Γύρω περιμένουν στις ακτές οι κάβοι
δίπλα τους νʼ αράξει τʼ άσπρο μου καράβι.
Στην Ινδία, στο Βόλγα, στο Μισσισσιππή
τρέχει το καράβι μου, πάει σαν αστραπή.
Το φεγγάρι μέσα απʼ το πυκνό πλατάνι
στα ταξίδια του όλα συντροφιά μού κάνει.
Προς τα πολυτρίχια, λίγο παρακεί,
το τιμόνι αν στρίψω, νά κι η Αφρική.
Πίσω απʼ του κισσού μας τη χλωρή κουρτίνα,
έγια μόλα, βάζω πλώρη για την Κίνα.
Το Σουέζ, την Πόλη και τον Παναμά,
ώς να με φωνάξει για φαΐ η μαμά.
Καθισμένος πλάι σε μια γλάστρα δυόσμο
δέκα χρόνων πλοίαρχος, γνώρισα τον κόσμο!
Πως άνθισαν απόψε τα φιλιά μου
Πώς άνθισαν απόψε τα φιλιά μου
Κʼ έγιναν τα ξερά μου χείλια κήποι
Και στα νεκρά σκίρτησαν σωθικά μου
Παλιοί λησμονημένοι κάποιοι χτύποι;
Ανέστη, Θέ μου, ο πόθος του έρωτα του,
Που ο χωρισμός τον νέκρωσε κι η λύπη
Απόψε μες στην άρρωστη καρδιά μου
Που ο πόνος κι ο καημός δεν απολείπει!
Λουλούδια ευωδιαστά γίναν οι πόνοι
Και το σφιχτό μου στόμα αχνά γελάει
Θαρρώντας πως η αγάπη το σιμώνει….
Πιο γρήγορα το στήθος μου χτυπάει
Από μια σκέψη που έκανα και μόνη
Που πέρασε σα σύννεφο και πάει…
Υπόγειο
Τους ήλιους δεν εμέτρησες
που σε ζητήσαν τόσα χρόνια
πού ‘σαι γυναίκα
με τα γαλάζια τσίνορα
Σ’ έκρυψε στο φουστάνι της
η μαραμένη κοπέλα
πέντε χειμώνες σ’ έθαψαν
σε χιόνι λασπερό
Μεγάλη νυχτερίδα τρέφεται
απ’ τη νιότη σου
γι’ αυτό νωρίς βραδιάζει
πριν χορτάσεις
το μεσημέρι καίει
στα ψηλά τα δώματα
το κύμα του ξανθό
λούζει τους δρόμους
Πεθαίνεις με τους ποιητές
κάθε ηλιοβασίλεμα
τα χέρια σου μυρίζουν
απ’ τα μαλλιά τους
χτυπάει η καμπάνα
που δεν πιστεύεις πια
σε ξένη αυλή συνομιλείς
με το φεγγάρι
Σου ‘φερε ο Μυλόζ
φέτος την άνοιξη
την πείνα σου ποιος άλλος μπορούσε να νοιαστεί
φουρτούνιασε τη γειτονιά
το φιλντισένιο αμάξι του
γίνου όμορφη, γίνου όμορφη,
στα περιβόλια θα σε δείξει
Έχεις ένα χαμόγελο
από μαργαριτάρια
ψαράδες Σικελοί
στο ταίριαξαν να το φοράς
ψάξε και βρες το
πριν σε κλείσει η νύχτα
σ’ ένα υπόγειο βαθύτερο
από τούτο
Φως ιλαρόν
Φως ιλαρόν
Είσαι το μόνο φως που ορίζω
Σε πύργο σε κρατώ στημένο
Στον άνεμο
Σʼ αβράδυαστη μέρα σʼ αιχμαλωτίζω
Μαργαριτάρια σου χαρίζω
Περίπατους γλυκούς
Σʼ ουρανούς δίχως σύνορα.
Πριν από σένα
Είχαν δει την καρδιά μου οι γλάροι
Να ναυαγεί
Σκεπασμένη με φύκια.
Τώρα χτυπάς εσύ το τζάμι μου
Κι οι γούνες της θάλασσας
Τυλίγουν το ρίγος μου
Νύχτες έναστρες ξεκολλούν
απʼ το χρόνο
φωτιές από ουράνια τόξα
καίνε στο τζάκι μου
ξημερώνει
και δεν διαλύονται τα φαντάσματα
που χτίζουν στον ύπνο μου
παλάτια στην άμμο.
Φως ιλαρόν
Όποια χώρα επισκεφθείς λέγεται
Ελπίδα
Όποια γη πατήσεις καλπάζει
Στη χαίτη του ιλίγγου
Στην έκσταση
Σ΄όποιο προσκέφαλο κοιμηθείς
Με σπαθί λυγερό από μαρτιάτικο μίσχο
Το σφάζεις
Το γεμίζεις όνειρα.
Λαμπάδα από ανόθευτο κερί
Στα σκοτάδια
Φέξε απʼ τα ύψη τους νόμους
Μιας νέας θρησκείας
Αναίμακτης
Το υλικό
Για το μέγα ναό της ειρήνης
Που αιώνες ονειρεύονται
Τʼ ανθρώπινα ποίμνια.
Δείξε σʼ όσους δεν πίνουν
Άλλο κρασί απʼ το αίμα
Και το κίτρινο μέταλλο έχουν θεό
Τις διαστάσεις του χρόνου
Στο χώρο που εσύ μόνο βαδίζεις
Το μόριο της παρουσίας τους
Στο απέραντο σύμπαν
Το μαστό τον αστείρευτο
Της αγάπης το γάλα.
Εξήγησε τους πόσο απύθμενη είναι
Η άβυσσος
Πόσο έχουνε κιόλας
Στο χείλος της πλησιάσει
Με το πνεύμα δεμένο
Στων πολέμων τʼ αμάξια
Πόση οργή ηφαιστείων κλείνει
Η ξέχειλη καρδιά των ταπεινών
Που δεν είδαν ποτέ τους
Ψωμί και βιβλίο
Και γράψε στο μαύρο βελούδο
Του άπειρου
Με πύρινα γράμματα
Πως η νίκη θα ʽναι του Ανθρώπου.
Φως ιλαρόν
Εσύ, εγώ και το τραγούδι
Τρέχομε ακόμα μαζί
Διανύομε αποστάσεις μέσα σε στιγμές
Εισδύοντας σε κύκλους πύρινους
Για να καούμε
Μα, απʼ τη δοκιμασία
Βγαίνομε πιο άλκιμοι
Και πιο λαμπροί.
Δεν ξέρω αν ήταν εποχή που είμαστε
Άγνωστοι
Εσύ, εγώ και το τραγούδι
Τώρα αναζητιόμαστε κι οι τρεις
Απεγνωσμένα
Η επαφή μας κάνει τα δέντρα
Να τινάζονται
Δίχως πνοή ανέμου
Λέξεις βελούδινες ανθούν στʼ αυτιά
Με ματωμένους μίσχους
Κι ένας λαβύρινθος μας παρασύρει
Στα ενδότερα του.
Κι αυτόν όμως τον κίνδυνο τον αψηφούμε
-γιατί τώρα το νήμα δεν υπάρχει
κι η Αριάδνη ήταν μύθος-
πάνω στο άσπρο προσκέφαλο του δειλινού
κωφεύομε
στη μυστική επίκληση της φρόνησης
είμαστε έτοιμοι για το πήδημα
του θανάτου
για την πάλη της αγάπης
εναντίον όλων
για την ελπίδα που τρέμει
και ζητά να ζήσει
μες στα ερείπια και στις στάχτες
για την απόφαση
να συγκολλήσουμε τρίμμα με τρίμμα
όλα τα θρύψαλλα
σʼ έναν καθρέφτη γαλανό
με χλοερές ανταύγειες
και δάφνες άκοπες στις όχθες
να ιδούμε ακόμα μια φορά
ολάνθιστο το πρόσωπο μας.
Πηγή: https://www.poiein.gr/2007/11/22/nssoa-idhiyic-dhadhu-1906-1984-oyooana-dhiethiaoa/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου