Πέμπτη 4 Ιουλίου 2024

Joyce Mansour - Ποιήματα

 

Κραυγές 1953

Το μπηγμένο καρφί στο ουράνιο μάγουλό μου

τα κέρατα που βλασταίνουν πίσω απ’ τ’ αυτιά μου

οι πληγές μου που δεν γιατρεύονται ποτές

το αίμα μου που γίνεται νερό που διαλύεται ευωδιάζει

τα παιδιά μου που στραγγαλίζω εισακούοντας τις ευχές τους

όλα ετούτα με κάνουν Κύριό σας και Θεό σας

*

Κάλεσέ με με το τελευταίο μου όνομα

κρέμασε τα ρούχα μου στους πλανήτες στ’ άστρα

που οι κνήμες μου χωρίς διέξοδο βαδίζουνε στη γην επάνω

σπέρνοντας την απελπισία μου μέσα στις καρδιές των ζώων

που οι τελευταίες μου ειδήσεις ηχούν σαν πένθιμες καμπάνες

για να καλέσουν στη μετάνοια τους ανθρώπους

*

Σ’ αρέσει να πέφτεις στο ξεστρωμένο μας κρεβάτι,

οι παλιοί ιδρώτες μας δεν σ’ αηδιάζουν,

τα λερωμένα, από ξεχασμένα όνειρα σεντόνια μας

οι κραυγές μας που στο σκοτεινό δωμάτιο αντηχούνε

όλα ετούτα ξεσηκώνουνε το αχόρταγο κορμί σου,

το άσχημό σου πρόσωπο επιτέλους λάμπει

που οι χθεσινοί μας πόθοι είναι όνειρα αυριανά σου

*

Καθισμένη στο κρεβάτι μ’ ανοιχτές τις γάμπες

μπροστά της ένα κύπελλο

ψάχνοντας να φάει μα μη βλέποντας τίποτα

η γυναίκα με τα φαγωμένα απ’ τις μύγες βλέφαρα

βογγούσε

Απ’ τα παράθυρα μπαίναν οι μύγες

βγαίναν απ’ την πόρτα

μπαίναν στο κύπελλό της

μάτια κόκκινα μύγες μαύρες

φαγωμένες από τη γυναίκα

που δεν έβλεπε τίποτα

*

Γυμνή θέλω να δειχτώ στα ωδικά σου μάτια

θέλω να με δεις να ουρλιάζω από ηδονή

που τα λυγισμένα κάτω από μεγάλο βάρος μέλη μου

σε ανόσιες σε σμπρώχνουν πράξεις

που τα ίσια μαλλιά της αφηρημένης κεφαλής μου

μπλέκονται στα νύχια σου

απ’ την παραφορά καμπυλωμένα

που τυφλός κρατιέσαι ορθός κι αφοσιωμένος

ξανοίγοντας από του μαδημένου μου κορμιού το ύψος

*

Αφού σε προκαλούν τα στήθια μου

θέλω τη λύσσα σου

θέλω να δω τα μάτια σου να βαραίνουν

τα μάγουλά σου να ρουφιόνται να χλωμιάζουν

θέλω τ’ ανατριχιάσματά σου

θέλω ανάμεσα στα σκέλια μου να γενείς κομμάτια

πάνω στο καρπερό του κορμιού σου χώμα

οι πόθοι μου χωρίς ντροπή να εισακουστούνε

*

Τα βίτσια των αντρών

είναι η επικράτειά μου

οι πληγές τους τα γλυκίσματά μου

αγαπάω να μασάω τις χαμερπείς τους σκέψεις

γιατί η ασκήμια τους κάνει την ομορφιά μου

Σπαράγματα 1955

Κάλεσέ με να περάσω μες στο στόμα σου τη νύχτα

διηγήσου μου των ποταμών τα νιάτα

πίεσε τη γλώσσα μου πάνω στο γυάλινό σου μάτι

δώσ’ μου για τροφό την κνήμη σου

κι ας κοιμηθούμε ύστερα του αδερφού μου αδέρφι

μιας και πεθαίνουν τα φιλιά μας

πιο γρήγορα παρά η νύχτα

*

Εξήγησα στη ριγωτή γάτα

τις αιτίες των εποχών της κουκουβάγιας τις ρίγες

την προδοσία των φίλων τον έρωτα των καμπούρηδων

και τον τοκετό του χταποδιού με τα πλοκάμια να σπαρταρούνε

που σέρνεται στο κρεβάτι μου και δεν αγαπά τα χάδια

Η ριγωτή γάτα άκουγε χωρίς να βλεφαρίζει ούτε ν’ απαντά

κι όταν έφυγα

η ριγωτή ράχη της

γελούσε

*

Κορμί μικρό κακοκαμωμένο

μες στο υπόγειο του δίχως ημέρες

μικρό κεφάλι καλογυαλισμένο

δίχως μάτια ούτε χαμόγελο

είναι η παιδική ηλικία

μικρά κόκαλα δίχως θέληση

τσακισμένα με σπουδή ανάμεσα σε άγουρα δάχτυλα

ινδικό χοιρίδιο πλαδαρό γλυκό και καταδικασμένο

παιδί διόλου τέκνο μιας μάνας δίχως εραστή

καταδικασμένο στη μοναξιά   καταδικασμένο στην επιστήμη

*

Πόδια σφιχτοδεμένα

η καρδιά σαλάτα

περιμένω θεέ το έμβρυο

για να πεθάνω καρφωμένη στον ουρανό

σαν ένα αστέρι

ευτυχισμένη

*

Θυμήσου την ακανόνιστη πτήση της καρδιάς μου

τη συγκίνησή σου

των τριχών μου το τσαλάκωμα

όταν μαζί γελούσαμε θυμήσου

τον παραγεμισμένον μ’ ευωδίες αγέρα

που απ’ το πυρωμένο μου κορμί προβαίνει

το παχύ γκρίζο καουτσούκ των χαύνων βραδιών του χειμώνα

Όταν ακούγαμε να βαρούν καμπάνες τα ποντίκια

τρώγωντας παπαρούνες

Εσύ κι εγώ θυμήσου

*

Άκουσέ με

Τα χέρια σου μ’ακούνε

Μην κλείνεις τα μάτια

οι κνήμες μου μένουν ανοιγμένες

παρά του μεσημεριού το φως που ουρλιάζει

παρά τις μύγες

Μην αποστρέφεσαι τα λόγια μου

Μη σηκώνεις τους ώμους

άκουσέ με Θεέ μου

πλήρωσα τη δεκάτη

κ’ οι προσευχές μου αξίζουν όσο και της πλαϊνής μου

Όρνια 1960

Little Rock

Όπου θα πας

θα πάω

πτυχωμένο με δάκρυα κεφάλι

Όπου θα προσευχηθείς

θα προσευχηθώ

Ω η απελπισία των αποκοιμισμένων τούτων τοίχων

Ο λαός σου θα είναι ο λαός μου

Το κρεβάτι σου η μόνη μου ελπίδα

Ο θεός σου θα είναι ο θεός μου

Κι ο αφαλός σου

η θέση που κουρνιάζω

γιατί μόνο το δέρμα σου είναι μαύρο

Joyce Mansour, Kραυγές, Σπαράγματα, Όρνια, απόδοση Έκτωρ Κακναβάτος, εκδόσεις Άγρα, 1994

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου