Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2020

Αυγερινός Κάτσης-Βήματα



Πιστεύοντας ότι ,ζεις στού έρωτα τα προπύργια

με τά οξειδωμένα του σύνεργα,

από τού χρόνου την πατίνα,

όπως είναι οι βραδινές κιθάρες τού Δεκέμβρη ,

η τά θερινά πανιά των ιστιοφόρων στο υδάτινο κάτοπτρο τού ήλιου,

οι ψευδαισθήσεις,

η στην ενθύμηση τής ηδονής

και τα αισθαντικά σούρουπα,

που ανάβουν την λάμπα τους με τής μνήμης την επιμονή,

η ακόμα και στον πολλαπλασιασμό τού καθρέφτη σου,

μέσα στου πλήθους την απροσδιόριστη σαγήνη,

πού επιτρέπει ένα πικρόχολο βλέμμα

στις συναναστροφές της πόλης,

κάνοντας ένα αδιάφορο απόγευμα να αποκτάει κάποιο ύφος,

εσύ αποφάσισες να κρυφτείς για

να επιζήσεις με κάποια αυτάρκεια, μέσα σε πράγματα συνηθισμένα

και αδιάφορα για την αποδεκτή συνδιαλλαγή μας με τον χρόνο,

όπως η απλότητα μιας χειρονομίας

έξω απ’ την όραση του αισθησιασμού,

και από τα ινδάλματα τής ηδονής

εκείνων των ημερών,

που άφησαν την κόκκινη κορδέλα τού έρωτα να πέσει στο χώμα ,

και έφυγαν σαν κυνηγημένες,

χωρίς οδηγό,

φοβισμένες από τά θανατηφόρα βέλη τού νηπίου της Αφροδίτης.


Αλλιώς πώς εξηγείται να σε βλέπω ξαφνικά να εξευμενίζεις

την οίησή μιας χειρονομίας ,

που εκμυστηρευόταν το ψεύδος μου στο μέλλον,

η την τρυφερότητα των χεριών σου να ξεσκονίζει τ’ άστρα ,

στο σύθαμπο μιας μέρας πού τής ξαμολήθηκαν τής νύχτας τα ανήμερα,

η να περιποιείσαι ένα φόβο,

που αντιστρατεύτηκε κάθε προοπτική,

με τόση στοργή

όπως το απαλό χάδι τού χεριού ,

μετά το τράβηγμα της χτενας,

στον χείμαρρο των μαλλιών

σου,

η να αντιστέκεσαι

στην σκανδαλώδη συμμαχία μιας τιραντας με την λησμονιά,

πού πέφτοντας αφήνει

ακάλυπτο έναν ώμο

που ανταγωνίζεται τώρα

την λάμψη σου.


Ξέρω πως αυτό δεν ήταν στις προθέσεις σου ούτε στού έρωτα τίς προβολές.

Σαν χέρι άγνωστο πού σέ τραβάει από γκρεμό

μιά εύνοια που δεν ορίζουμε

μεσολάβησε

γυρίζοντας όλα τά τραίνα απ’ τους χειμώνες

πάλι στο σταθμό,

γράφοντας αυτό το ποίημα σαν απάντηση στη σιωπή

πού πέφτει σαν σκιά βαριά σάν έλλειψη

πάνω στην οθόνη των ορωμένων.


Και εκείνες οι μέρες πού αναρωτιούνται τί τους συνέβη όσο ζούσαν

βρίσκουν τώρα χώμα και πατρίδα

για τά βήματα τους στο κενό,

κάτω από το γλυκό φώς,

πού ρέοντας τότε στους χαμηλούς λόφους,

συνομιλούσε με την θάλασσα

και διεκδικούσε μάταια τον κοιμισμένο λυρισμό μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου