Στους οικοδόμους της Αθήνας
Έρημες σκαλωσιές. Παράλληλοι
σπινθήρες απ’ τις ατσαλόβεργες εσκίσαν τον αγέρα.
Όρθια τα φτυάρια τρέμουνε. Σωροί σωροί
σκληραίνει το χαρμάνι. Οι μπετονιέρες
ασάλευτες με στόματα
στον ουρανόν ορθάνοιχτα.
Γιόμισ’ η ατμόσφαιρα κυμάνσεις υπερήχων.
Βαριά τα βήματα των απεργών στους δρόμους.
Τ’ ακούει η πόλη και τους χαιρετάει
μ’ όλα της τα παράθυρα.
Κορμιά πελεκημένα στο μπετόν
απ’ το λιοπύρι και τον άνεμο
πορεύονται σ’ εν’ αυριανό πλανήτη δικαιοσύνης.
Σκιαγμένα χρηματοκιβώτια
ταμπουρωθήκαν πίσω απ’ τους φρουρούς της τάξης.
Ανίσχυρα τα κλομπς, τα δακρυγόνα αέρια,
οι δίκες και τα πληρωμένα σχόλια στις εφημερίδες.
Των οικοδόμων μόνη αρματωσιά
δίκαιοι κόμποι από τσιμέντο κι ασβεστόχρισμα
στις ρίζες των νυχιών και των μαλλιών τους.
Το μπόι τους ψηλότερο απ’ τα μέγαρα
κι από τις φλέβες τους τινάζεται ψηλά της εργατιάς
ο θρίαμβος αναβρυτός μαρμαίροντας στον ήλιο μύρια χρώματα
σαν το νερό απ’ τ’ αρτεσιανό πηγάδι.
(2-12-60)
Επιθεώρηση Τέχνης, Οκτώβριος 1961.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου