Οι παλιοί συμμαθητές μας δεν είναι μόνο τα παιδιά που πηγαίναμε μαζί τους στην ίδια τάξη, στο ίδιο σχολείο. Οι παλιοί συμμαθητές μας, για μένα τουλάχιστον, είναι όλα τα πρόσωπα που αγαπήσαμε. Τότε που ήμαστε παιδιά, έφηβοι, νέοι. Οι παλιοί συμμαθητές μας δεν είναι μόνο πρόσωπα. Είναι και τα πάνινα τόπια που φτιάχναμε από τις κουρελιασμένες κάλτσες μας. Είναι και το «χλωρικό και θειάφι», που το βάζαμε κάτω από ένα σπασμένο πλακάκι, στις ράγες του τραμ, κι «ανατινάζαμε» την Αθήνα, κάθε Ανάσταση. Οι παλιοί συμμαθητές μας είναι και τα παιχνίδια μας. Παιχνίδια που έπαιζαν οι παππούδες και οι προπαππούδες μας. Τότε που η ζωή δεν άλλαζε κάθε δύο, κάθε τρία χρόνια. Οι παλιοί συμμαθητές μας είναι και τα κλειστά συρτάρια μας. Τα συρτάρια των παιδικών μας χρόνων, γεμάτα από σβούρες, σπάγκους και μολυβένια στρατιωτάκια, που ο πόλεμος του χρόνου τα σακάτεψε, κι είναι πια χωρίς χέρια, χωρίς πόδια.
.....................................................................................................................................................................
Δεν είχαμε λεφτά. Ανεβαίναμε, λοιπόν, στους πρόποδες του Λυκαβηττού και παρακολουθούσαμε τα ματς από μακριά. Τι βλέπαμε από αυτήν την τεράστια απόσταση; Τίποτα ή σχεδόν τίποτα. Βλέπαμε το μισό γήπεδο και τους παίχτες σαν μυρμήγκια. Διακρίναμε, όμως, τα χρώματα της φανέλας και καταλαβαίναμε πότε έμπαινε γκολ από το ξεσήκωμα της εξέδρας και τη θριαμβευτική ιαχή των φιλάθλων. Μεγαλώνοντας, στεκόμουν έξω από μια θύρα του γηπέδου και την έπεφτα κανονικά σε διάφορους φιλάθλους, που είχαν εισιτήριο, να με πάρουν μαζί τους, τάχα πως ήμουν παιδί τους ή ανιψάκι τους, για να δω και εγώ, που δεν είχα εισιτήριο, το ματς. Και είναι αλήθεια πως, πολλές φορές, διάφοροι κύριοι μου άπλωναν το χέρι και παρίσταναν τον μπαμπά μου, ξεγελώντας τους πορτιέρηδες.
Άλλες φορές, παρίστανα τον χαμάλη: μόλις έβλεπα των πραγματικούς χαμάληδες να κουβαλάνε την κολόνα του πάγου, για να παγώσουν οι λεμονάδες που θα έπιναν οι παίχτες στο ημίχρονο, κόλλαγα δίπλα τους, έκανα και εγώ πως βοηθάω στο κουβάλημα της παγοκολόνας, κι έμπαινα στο γήπεδο, χωρίς να πάρει χαμπάρι κανείς την απάτη μου. Ένα τέταρτο πριν τελειώσει ο αγώνας, άνοιγαν οι πόρτες, για να βγουν οι φίλαθλοι που βιάζονταν να φύγουν. Τότε, εμείς, τα παιδιά, όπως και πολλοί άλλοι μπατίρηδες, τρέχαμε να τρυπώσουμε στην εξέδρα, να δούμε έστω και λίγα λεπτά «ζωντανού» αγώνα, μαζί με τουςτυχερούς που είχαν πληρώσει εισιτήριο και είχαν παρακολουθήσει το μας από την αρχή.
Λευτέρης Παπαδόπουλος, Οι παλιοί συμμαθητές, Διασκευή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου