Φυσάει ο αγέρας, ανεβαίνει ο κουρνιαχτός.
Ως να διαβαίνουν ζώα μες στον χρόνο.
Ως να φωνάζουν άνθρωποι, φωνές μεγάλες,
Σαν φοβισμένα σκυλιά, να διώξουν τον θάνατο.
Ο καθείς μονάχος, χωριστά απ’ τους άλλους,
Ο καθείς φωνάζοντας για την ψυχή του.
Και κλειούν τις πόρτες τους, βάζουν το μάνταλο και το κλειδώνουν.
Κανείς δεν τόνε βλέπει, δεν τον ακούει,
Σιγοπατεί σαν κλέφτης στο σκοτάδι.
Να μη σκιαχτούν τα ζώα, να μην τρομάξουν τα πουλιά.
Κανείς δεν ξέρει την ώρα του, την ώρα που έρχεται.
Κοντά γυρίζει, ψάχνει τα ίχνη σου,
Πατεί τους δρόμους σου, τις νύχτες σου,
Μετράει τα βήματά σου.
Αν έρθει στην πόρτα σου, μη σου φανεί νωρίς,
Ως να ’σαι ο αργοπορημένος,
Ως να ’χεις μόλις φτάσει από μακριά μες στην αποδημία.
Ετοίμαζε την ψυχή σου.
Από τη συγκεντρωτική έκδοση: Γ. Θέμελης, Ποιήματα II, (1970)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου