[5]
Τι απέγινε μετά το ’90 ο στρατός των χιλιάδων ανατολικογερμανικών σκύλων που φρουρούσαν το τείχος του Βερολίνου; Είναι δύσκολο να καταλάβουμε την εικόνα, γιατί σήμερα στη θέση του τείχους δεν υπάρχει τίποτε. Οι μεθοριακές δυνάμεις της Λαϊκής Δημοκρατίας χρησιμοποιούσαν πάνω από πέντε χιλιάδες ζώα, αλλά όχι αποκλειστικά λυκόσκυλα, μας λέει ένας Γερμανός συγγραφέας. Αμέσως μετά το άνοιγμα του τείχους η δυτικογερμανική Εταιρεία Προστασίας των Ζώων άρχισε τις διαπραγματεύσεις με το υπουργείο Αμύνης του Ανατολικού Κράτους. Στις 18 Ιανουαρίου του 1990 ανακοίνωσε ότι οι σκύλοι του τείχους μπορούσαν να μεταναστεύσουν στην Ομοσπονδιακή Γερμανία. «Ευαίσθητοι μοναχικοί, πολύτεκνες οικογένειες, συμπονετικοί ζωόφιλοι, εκδήλωσαν την επιθυμία να δεχτούν ένα σκύλο». Τότε όμως ο δυτικογερμανικός «Σύνδεσμος Φίλων του Λυκόσκυλου» αποφάνθηκε ότι η αποδοχή από απροετοίμαστες οικογένειες ήταν επικίνδυνη, γιατί ήταν αδύνατη η αναπαιδαγώγηση αυτών των ζώων. Οι λαϊκές εφημερίδες τα χαρακτήριζαν «δολοφονικά κτήνη, αντικοινωνικά και ψυχικά ασταθή». Στην πραγματικότητα οι σκύλοι του τείχους ήταν θύματα. «Είχαν στερηθεί για πολύν καιρό τη σχέση με το αφεντικό, ενώ επιπλέον ήταν ανεκπαίδευτοι, απομιμήσεις φυλάκων στην ουσία, ακίνδυνα ομοιώματα του μύθου τους». Πολλοί έσπευσαν να υιοθετήσουν λυκόσκυλα. Ακόμη και πλούσιες κυρίες ταξίδεψαν από τη Νέα Υόρκη για να αγοράσουν κάποιο και να το βάλουν στο διαμέρισμά τους, στην 5η Λεωφόρο. Με τον καιρό τα ζώα βρήκαν στέγη και κατάφεραν να ξεπεράσουν τις μικρές δυσκολίες της δυτικής ζωής, τις κυλιόμενες σκάλες, την κίνηση του ασανσέρ, το φόβο των άγνωστων μικρών σκυλιών ράτσας. Η προσαρμογή ήταν άριστη. «Μόνον καμιά φορά, όταν τα νέα δυτικά αφεντικά τύχαινε να τα πάνε βόλτα εκεί που άλλοτε ήταν το τείχος, τα ήρεμα ζώα γίνονταν νευρικά και ανυπάκουα, ακολουθώντας, χωρίς παρέκκλιση, μία μόνο, συγκεκριμένη, διαδρομή. Εκεί που ακόμα και οι Βερολινέζοι δεν μπορούσαν να πουν πού ακριβώς υψωνόταν το τείχος, οι σκύλοι βάδιζαν με βεβαιότητα σε μιαν αθέατη ευθεία, σαν να αναγνώριζαν ή να νοσταλγούσαν κάτι».
[14]
Στις 5 Οκτωβρίου του 1955, οι πρωινές εφημερίδες ανακοίνωσαν με δραματικά οκτάστηλα και μαύρα περιγράμματα το θάνατο του Αλέξανδρου Παπάγου. Ο κ. Τ. ταξίδεψε σιδηροδρομικώς εκείνη τη νύχτα. Είχε συνοδέψει την κατά πολύ νεότερη σύζυγό του, σοβαρά άρρωστη, από την επαρχία στην πρωτεύουσα. Τη μεθεπόμενη ημέρα θα έφευγε με τη μεγαλύτερη αδελφή της, για μιαν αμφίβολης εκβάσεως εγχείρηση στο Μόναχο. Μπορούμε να πούμε πως ο κ. Τ., ακούγοντας πια την αντίστροφη μέτρηση σ’ αυτή τη μακρόχρονη ιστορία, είχε αρχίσει να χρησιμοποιεί έναν ιδιαίτερο τρόπο για να εξημερώνει και να κρατά υπό τον έλεγχό του τα γεγονότα. Συγκεκριμένα, αντίθετα με τα υποκοριστικά που σμικρύνουν τις έννοιες, χρησιμοποιούσε αυξητικές μεταφορές που στερέωναν –ή έτσι φαινόταν– μιαν ευοίωνη έκβαση. «Επιλέξαμε τη Μέκκα της ιατρικής», είπε σε κάποιον εκθειάζοντας το Μόναχο. Το ίδιο πρωί διευκρίνισε σε συγγενείς του ότι η αναχώρηση είναι στις 2 μ.μ. «με έναν τετρακινητήριο κολοσσό της Swiss Air», και λίγο αργότερα, μιλώντας για τον νευροχειρουργό Βέρνερ Σενμπάουερ, τον χαρακτήρισε «Επιστημονικό Έβερεστ». Σε όλες τις εποχές, οι άνθρωποι –με το λόγο περισσότερο απ’ ό,τι με τη σκέψη– προσπάθησαν να φτιάξουν επιθυμητά νοήματα, να ελέγξουν και να χειραγωγήσουν τον κόσμο. Όταν ο Μάρκος Αυρήλιος αντιμετώπισε στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας τούς Μαρκομάνους (αρχαίο γερμανικό φύλο που κατέβαινε προς το νότο), διέταξε τις λεγεώνες να βάλουν μπροστά τους τα κλουβιά με τα λιοντάρια του τσίρκου. Οι αντίπαλοι, με τους πρώτους βρυχηθμούς των άγνωστων ζώων, άρχισαν να οπισθοχωρούν, ο αρχηγός τους όμως, που όλοι άκουσαν την πειστική του εξήγηση, κατάφερε εύκολα να τους ανασυντάξει για τη νικηφόρα επίθεση. «Μη φοβάστε!» φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. «Είναι οι σκύλοι των Ρωμαίων».
[38]
Δεν με ενδιέφερε πια το πρόσωπο, οι οφειλές του, η υπολογισμένη σιωπή του. Για χρόνια στην εφημερίδα και στην εκπομπή του αποσιωπούσε οτιδήποτε δικό μου. Γιατί, αυτός είναι ο πιο σύντομος δρόμος για να ξεχάσεις τις πρώτες οφειλές, να διαγράψεις μιαν εξαρτημένη εκκίνηση. Πιθανόν να έχω ακόμα τη χειρόγραφη συλλογή, που έγινε στο τέλος ένα συμπαθητικό ποίημα με δεκαεπτά στίχους. Και αργότερα, στον εκδότη για το πρώτο βιβλίο, γνωριμίες που μέχρι τώρα τον καθορίζουν, μακρινά ταξίδια, μικροπεριπέτειες. Ναι, ξεχνώ ποιος το είπε, αλλά «δεν ελέγχουμε ούτε καν τα αισθήματά μας, στην ευεργεσία ανταποδίδουμε περιφρόνηση». Περιέργως, ήταν «φίλος» μου στο Facebook, αλλά κι εδώ αγνοούσε κάθε κείμενό μου που έβλεπε. Τον διέγραψα, και σκέφτηκα να παίξω με ένα ψευδεπίγραφο «προφίλ». Βλέποντας το κανελί Κόκερ που ήταν «ταπετσαρία» στη σελίδα του, έστησα μια δική μου με έναν Ιχνηλάτη. Κυνόφιλος δηλαδή εγώ, που αλλάζω πεζοδρόμιο όταν δω στα πενήντα μέτρα σκύλο, που δεν με έθελξε ποτέ αυτή η δουλοπρεπής σχέση, που ακόμα και η υπερόσφρηση αυτού του ζώου μου φαίνεται τερατώδης και απεχθής. Μετά από δύο μέρες είχα αίτημα φιλίας. Αποδοχή. «Έχετε κι εσείς Κόκερ;» τον ρώτησα. «Ναι, την Κορντέλια, μου την έφεραν από την Αγγλία πριν από τρία χρόνια».
«Σε ποιον γιατρό πάτε;» «Στο Μετς, σε μια κτηνίατρο, μανιώδη βιβλιόφιλο». Άρχισε να σχολιάζει όποια σκέψη εμφάνιζα, επιβεβαιώνοντας την παλιά μου πίστη ότι η υπογραφή είναι το πραγματικό αντικείμενο των διαθέσεων, ακόμα και της κριτικής μας. «Η γραφή σας: στιλιστική αρτιότητα που δεν απειλεί το θέμα. Σίγουρα γράφετε. Έχετε εκδώσει κάτι;» με ρώτησε. Εκδήλωνε, παρά τα χρόνια, την ίδια κλίση στην υπερβολή. Ανάρτησα μεταφρασμένη ποίηση του Τσέσλαβ Μίλος. Σε λίγες ώρες έφτασαν οι κρίσεις του. Μια Κυριακή ανέβασα ένα κείμενό μου για την "Κυρία με το σκυλάκι". Το ίδιο βράδυ, σχολίασε: «Πόση λεπτότητα στην εικόνα του Γκούροφ που συνοδεύει την κόρη του στο σχολείο και της εξηγεί τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα και ποιες προϋποθέσεις χρειάζονται για να χιονίσει. Η επίσκεψή του στην Άννα Σεργκέγιεβνα. Σωστά έχετε επισημάνει ότι γνωρίζουμε το όνομα της κυρίας, ενώ το λευκό Πομεράνιαν, αν και μοιράζεται τον διάσημο τίτλο στη νουβέλα, μένει ανώνυμο. Συμφωνώ και μ’ αυτό που γράφετε, ότι “ο συκοφαντημένος ρεαλισμός μπορεί να αποδώσει με ευχέρεια φίνους τρόπους και ρευστές διαθέσεις". Κάποτε να γνωριστούμε από κοντά». «Και βέβαια», έσπευσα να απαντήσω χωρίς καθυστέρηση. «Προτείνω έναν περίπατο την Κυριακή, με τους σκύλους, τα κοινά μας, όπως βλέπω, ενδιαφέροντα και τις εκπλήξεις που επιφυλάσσουν οι γνωριμίες. Περιμένω μήνυμά σας», πρόσθεσα, πιστεύοντας ότι και η πιο μοχθηρή φάρσα πρέπει να είναι αντάξια του ύφους μας.
...................................................................................................................................................................................................
Εκείνος που δεν μιλούσε έφτασε ένα χειμωνιάτικο μεσημέρι από τον Πειραιά. Η παρουσία του στην έρημη αποβάθρα έγινε αμέσως αντιληπτή, αλλά ήταν τόσο αδύνατος που δίσταζες να του απευθυνθείς. «Πεινάς;» τον ρώτησε ένας γιγαντιαίος αχθοφόρος με τραγιάσκα. Ο επισκέπτης φοβόταν εκείνον που ρώτησε δέκα φορές και, χωρίς να πάρει απάντηση, στο τέλος τον σήκωσε με δύναμη απ' το χέρι και τον έσυρε προς την κατεύθυνση του «Πετεινού», μιας ταβέρνας με δώδεκα υπερυψωμένα βαρέλια που οι κατσαρόλες της μοσχοβολούσαν κατακλύζοντας σπίτια, καταστήματα και δρόμους.
Παράγγειλε κοτόπουλο και σούπα -κρατούσε με το ένα χέρι το κουτάλι και με το άλλο το κεφάλι του σιωπηλού-, εκείνος αρνιόταν πεισματικά, έσπευσε και κάποιος άλλος, πάλι χωρίς αποτέλεσμα, έγινε στην ουσία μια μάχη, αλλά ο άγνωστος με τη νευρική ανορεξία δεν έφαγε. Εδώ τελειώνουν τα βεβαιωμένα γεγονότα του «Πετεινού», διότι όλα μετά γίνονται πληροφορίες. Κάποιος μπήκε, συγκεκριμένα, και είπε στο γίγαντα ότι η Ωραία γεννά κάτω από μια σκάλα, γεννούσε σε ένα μεγάλο χαρτόκουτο, «τώρα, τώρα που μιλάμε», είπε. Εκείνος αμέσως δήλωσε ότι θα φύγει, όλοι ήξεραν τη σχέση του με το ζώο, «Μην τον αφήνεις», έγνεψαν, τον σήκωσε πάλι δυνατά απ' το μπράτσο, ακούστηκε τσαλάκωμα χαρτιού, φορούσε εφημερίδες για το κρύο -τυλιγμένος με γεγονότα, άρθρα, κριτικές ταινιών-, βάδισαν στα έρημα στενά, μέχρι το σημείο όπου γεννούσε η Ωραία.
Δεν ήταν κάτω απ' τη σκάλα, ήταν στην πίσω πλευρά του σπιτιού, στον κήπο, είχε ξαπλώσει σε κάτι κουρέλια και απελευθέρωνε κάθε μικρό που εμφανιζόταν από μια ματωμένη, βλεννώδη μεμβράνη, μετά έγλειφε επίμονα και καθάριζε το μικρό σώμα, την έβλεπε από μακριά, την έβλεπε και ο σιωπηλός που είχε αφοσιωθεί -ακόμα πιο σιωπηλός- στο γεγονός, ο γίγαντας άφησε το χέρι του, «Να μην ενοχλήσουμε• από μακριά», είπε με ανάλαφρο ψίθυρο, «έξι θα κάνει», έδειξε την παλάμη του προσθέτοντας ένα δάχτυλο, «Έχεις ξαναδεί;», ρώτησε όσο πιο χαμηλόφωνα μπορούσε, «Έχεις ξαναδεί;». Εκείνος κοίταζε με έναν άγνωστο, γλυκό φόβο και, όταν εμφανίστηκε το έκτο κουτάβι, ο γίγαντας έπαψε να ρωτά, γύρισε την πλάτη του και προχώρησε προς τα δέντρα (τάχα ότι σπάει ξερά κλαδιά απ' τις λεμονιές, ότι τα συγκεντρώνει και τ' αφήνει σαν δεμάτι σε μιαν άκρη), γιατί είχε δει πως τα μάτια του σιωπηλού ήταν υγρά και, μολονότι απολύτως απαθή και ανέκφραστα, σε λίγο -δεν ήταν λανθασμένη η πρόβλεψη- θα γέμιζαν με αθόρυβα δάκρυα μιας πανάρχαιας χαράς.
Κώστας Μαυρουδής: "Η αθανασία των σκύλων" (70 σύντομες ιστορίες), εκδόσεις Πόλις, 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου