Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2024

Κώστας Μαυρουδής - Τρία ποιήματα

                                                             ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

ή

Παραίνεση για μια φωτογραφία

 

 

Παλιώνω

μπορώ να πω απομακρύνομαι

βέβαια δεν τον εγκαταλείπω

είμαι η μνήμη του

(κάποτε κι εσείς θα χρειαστείτε κληρονόμους

το χαμένο θα ζητά με επιμονή πειστήρια)

είχε λοιπόν στα χείλη σβησμένο το τσιγάρο

σαν καπνιστής σε μαυρόασπρη γαλλική ταινία

(ή όπως ο Μπλεζ Σαντράρ στην κλασική φωτογραφία του)

καθάριζε με το μανίκι του τους δίσκους

πριν να τους βάλει στο γραμμόφωνο

ανάερα βαλς

άλλοτε ρεμβαστικές φωνές

κάτι μπελκάντο (με στροφές που έπεφταν)

γεμάτα χρατς

που τώρα μας αρέσουν στις παλιές ηχογραφήσεις

με το μανίκι τούς καθάριζε

βλέπετε το κεφάλι του με κλίση αριστερά

τάχα παίζει βιολί

ίσως να παρακολουθούσαν κι άλλοι τη σκηνή του δρόμου

είναι φθινόπωρο

(σοβαρά σύννεφα σε σχηματισμούς)

αναγνωρίζουμε την εποχή από τον ουρανό

όπως ο ερασιτέχνης των προγνώσεων

διακρίνει τα σημεία του καιρού

ή ένας φιλότεχνος δεν δυσκολεύεται

από το άφθονο κόκκινο

να αναγνωρίσει νέφη του Μονέ

τον βλέπετε χαμογελά στο φωτογράφο

άγνωστος σαν μεσαιωνικός συνθέτης ο φωτογράφος

(Ανωνύμου

που βλέπουμε κάτω απ’ τον τίτλο)

πρόσωπο

αν το καταλάβατε

της αρχαίας μου επαρχίας

αυτά ήταν δέντρα μπροστά απ’ το σπίτι του

(γκολ ποστ πολύ συχνά τα απογεύματα)

τον ενοχλούσε η φασαρία των θριάμβων

οι κραυγές

η μπάλα στα παράθυρα·

μπορείτε να τον επισκέπτεστε στο μέλλον

όταν θα λείπουμε θέλω να πω

μπορείτε να τον επισκέπτεστε

με αυτό το ποίημα-οδηγό:

το άνοιγμα με τα δέντρα

τα βαλς που χάνουν στις στροφές

η μπάλα στα κλειστά παράθυρα


ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

ή

Έλεγχος σε επιβάτη με υπερμετρωπία

 

 

Πολύ πρωί ακόμα

χλιαρό αεράκι

θα ακολουθούσε ζέστη

αρχίζοντας διαφορετικά

ξημερώνει

το Αγγέλικα προς αναχώρηση

τελείωνε η επιβίβαση

(Πειραιάς

12 Ιουλίου του ’53)

ανοιχτές εφημερίδες

μικροπωλητές

δυο άνδρες αιφνιδίως στην πρυμναία σκάλα

(ο ένας στο πουκάμισο «Ματσάγγου Ελαφρά»)

Να περιμένετε!    είπαν

Εδώ;    είπε εκείνος

Κάτω από την τέντα    στο κατάστρωμα

και αμέσως χαμηλόφωνα (σαν εμπιστευτικά)

Ταυτότητα!

 

στην τσέπη δεξιά    στην άλλη απέναντι

στο παντελόνι

άνοιξε τη βαλίτσα

οι πιτζάμες

το τσίγκινο αυτοκινητάκι του μικρού χωρίς κουτί

(να εξοικονομήσει χώρο)

κύλησε προς την κουπαστή

για την ακρίβεια έφευγε αργά

στην κλίση που έχει το κατάστρωμα

οι χαώδεις φάκελοι στο τέλος

Οι ακτινογραφίες μου!    είπε γονατισμένος

Από την επαρχία

για εξετάσεις    είπε

τις έδωσε σαν να ήταν εκείνο που δεν έβρισκε·

μια ώρα πριν ανύποπτος στο πρόγευμα

(οι φρυγανιές του ράγιζαν με το μαχαίρι

και το παγωμένο βούτυρο)

βεντάλιες

φώναξε ένα παντελόνι

με άσπρα μυτερά παπούτσια και τιράντες

Να ψάξω ακόμα     είπε

(τα μάτια του τεράστια πίσω απ’ τους φακούς)

εκείνοι ήθελαν να γελάσουν, ίσα που κρατιόνταν να μη γελάσουν, τον άφηναν να ψάχνει (για τον παράνομο μηχανισμό, σκέφτηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε). Χωρίς ταυτότητα, είπε ο βλοσυρός πιο βλοσυρός και έβγαλε το καπέλο για να ξύσει το κεφάλι του, αυτός μπροστά απ’ τη βαλίτσα σε στάση προσοχής, ήδη στο μέτωπό του έλαμπαν μικροί κόμποι ιδρώτα, ενώ οι τελευταίοι επισκέπτες κατέβαιναν προσεκτικά τη σκάλα

και στο σημείο αυτό

λίγο πριν ολοκληρωθεί η παρωδία

το ποίημα μένει επιφυλακτικό·

μοιάζω με αντίγραφο λέει

σίγουρα ήταν αλλιώς η ημέρα του ’53·

αυτοί που περνούν απ’ την εικόνα

είχαν σπίτι και παρελθόν·

άκουγαν κάτω απ’ τον ήλιο τη φωνή τους·

γύρω τους άλλαζαν οι εποχές·

τους τρόμαζε

(όπως συμβαίνει και με εμάς)

η ανάμνηση και η λέξη Tέλος

 


 

 

ΧΕΙΜΩΝΑΣ

ή

Ιατρική επίσκεψη

 

 

Αυτή εν συντομία είναι

η ιστορία μιας ιατρικής επισκέψεως

πολύ παλιάς

τόσο που να αμφιβάλλεις

με πόση ακρίβεια μεταδίδεται

ένα μικρό παιδί λοιπόν, κρυολογημένο, ζώντας στα αιθέρια αρώματα του οινοπνεύματος, της καμφοράς και του ευκαλύπτου, ήθελε να αποφύγει την ιατρική επίσκεψη, φοβόταν όπως φοβούνται οι ενήλικες που ακούνε πάντα στην εξέταση απειλητικούς ψιθύρους (του αναλογούσε ας πούμε ένα παιδικό μερίδιο απ’ το ταμείο του κοινού μας φόβου).

Mε πόση ευκολία όμως το παραπλάνησαν:

ο άγνωστος που έφτασε το απόγευμα με τη βροχή

έβγαλε αμέσως τη μουσκεμένη καμπαρντίνα

και φόρεσε

απ’ το λαιμό έως τα γόνατα

υγρός ακόμη

την ποδιά του ξυλουργού

και βέβαια δεν ήταν γιατρός

φαινόταν άλλωστε υπεράνω υποψίας, εξέταζε ως ειδικός τα έπιπλα, τον καναπέ (στάθηκε και είδε τη μεγάλη θαλασσογραφία με το φάρο), τα θερμομέτρησε εμβριθώς (απ’ το δωμάτιο το παιδί δεν είχε χάσει ούτε μια κίνηση), στο πάμφωτο σαλόνι τα είχε όλα ακροαστεί ο άγνωστος, με αργές κινήσεις άρχισε να πλησιάζει το κρεβάτι, βρέχει ασταμάτητα, είπε αδιάφορα κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο τη δυνατή βροχή, δεν έχει σταματήσει ούτε λεπτό, μουρμούρισε βγάζοντας ένα στηθοσκόπιο από την τσάντα, χειμώνας επανέλαβε δύο φορές

σήκωσε την πιτζάμα του παιδιού

από την πόρτα έβλεπαν τη σκηνή

η μητέρα του έσφιγγε το λευκό χερούλι (από πορσελάνη)

με το δεξί του χτύπησε το άλλο χέρι

που είχε στην πλάτη

ύστερα ένα θερμόμετρο

ανάποδα το κουτάλι για τη γλώσσα

αδιευκρίνιστα καθησυχαστικός

έγινε μια μεγάλη παύση

τον έβλεπαν που έφερε το μπλοκ από την τσάντα

(sodium glycerol

hydroxide και ethanol 3 x 1)

το άφησε στο κομοδίνο κάτω απ’ το πορτατίφ

(ή μήπως το έδωσε στα χέρια της;)

θέμα τεσσάρων ημερών

είπε η αυθεντία

πηγαίνοντας στην κρεμασμένη καμπαρντίνα

και ήδη ο μικρός καθόταν στο θρανίο του

ο δάσκαλος με άσπρα δάχτυλα

ζωγράφιζε στον πίνακα ένα σύμφωνο

γύριζε έβλεπε την τάξη

ενώ

α-

βα-

ρής

σαν

σκόνη

αι-

ω-

νιό-

τη-

τας

έ-

πε-

φτε

αρ-

γά

η

κι-

μω-

λία

στα

πα-

πού-

τσια

του

 

Πηγή: Από τη συλλογή «Τέσσερις εποχές», εκδ. Κέδρος, 2010



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου